Further tags

Έκφραση που δηλώνει επιδοκιμασία για κάποια πράξη ή αντίδραση ενός ατόμου σε κάποια κατάσταση.

- Χριστός Ανέστη...
- Μαγκιά του!

Στο 1:51. (από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που γουστάρει τα ταξίδια.

Κάποιος που έχει σκουλήκια ο κώλος του, της περιπλάνησης, που δεν τον χωράει κανένας τόπος για πολύ καιρό, και που όταν ακούει τον Χριστιανόπουλο να λέει για «δέντρα που ριζώνουν κι' ομορφαίνουνε το μέρος όπου φύτρωσαν», γελάει με τον ποιητή που περιφρονεί τις μέλισσες.

Στην απλούστερη περίπτωση, άτομο που δεν στεναχωριέται ανάμεσα σ' ανατολή και δύση, αλλά χρησιμοποιεί συχνά το διαβατήριό του, ή τουλάχιστον ξεκολλάει απ' την πόλη ή το χωριό αρκετά για να μη γελάει πλέον με αστεία τύπου «σουβλάκι-καλαμάκι».

Αν όχι παρμένο, οπωσδήποτε διαδεδομένο από το ομώνυμο τραγούδι από Τρύπες (1985) και μετά.

  1. Αν είσαι ταξιδιάρα ψυχή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθησυχάσεις το πνεύμα σου, πέραν του ταξιδιού, είναι κάτι σαν ναρκωτικό της ψυχής... Εγώ είμαι έτσι... Δεν έχω την κάρδια ενός μεγάλου ποντοπόρου, μάλλον όχι, αν και θα δεχόμουν με μεγάλη χαρά την πρόσκληση σε μια εξερεύνηση του διαστήματος... Πάραυτα θεωρώ ότι αποζητώ το ταξίδι για δικούς μου προσωπικούς λόγους... (από εδώ)

  2. Αν δε σε κραταει τιποτα πισω κ εισαι ταξιδιαρα ψυχη η καλυτερη συμβαση ειναι αυτη του ΕΛΓΑ. Μιλαμε για πολλα λεφτα!!! Υπαρχουν καποια κεντρα στην ελλαδα του ελγα και κανοντας την αιτηση σου σε κατατασσουν αναλογα με τα μορια σου σε καποιο κεντρο, στην αιτηση δε δηλωνεις περιοχη, σε οποιο κεντρο θελουν σε πανε. (από εδώ)

  3. καλά ταξίδια σε όλες τις ταξιδιάρες ψυχές.... Χαίρομαι, που σήμερα μπήκα σε αυτήν την οικογένεια των ταξιδιάριδων....Ισως το μόνο που μας έχει απομείνει να μας δίνει ακόμα χαρά είναι τα ταξίδια μας........μπροστα σ' αυτήν την ολοσχερή κρίση της Ελλάδας μας.... Αύριο φεύγω για Ρώμη... (από εδώ)

Τρύπες, «Ταξιδιάρα ψυχή» (1985) (από vikar, 26/07/11)"But a village is not a town, just couldn\'t tie me down..." (Μπλάκ Κίζ) (από vikar, 26/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και Ριντζ Φόρεστερ: Ο ωραιοπαθής και συνάμα λιγδιάρης τύπος, ο οποίος δε χάνει ευκαιρία να διαφημίσει το πέσιμο του, θεωρώντας ότι έτσι θα ανέβει στην εκτίμηση της παρέας του, εξασφαλίζοντας έτσι το αντίθετο αποτέλεσμα. Συντ.: Ριτζ / Ριντζ.

Από το γνωστό χαρακτήρα της σειράς «Τόλμη και γοητεία»

- Δε σας είπα, χθες το βράδυ που βγήκα, την έπεσα σε τρία γκομενάκια και τσίμπησα τηλεφωνάκι από όλες.
- Ποιος είσαι, ρε μεγάλε, ο Ριτζ Φόρεστερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριν κάμποσα χρόνια, το 1981 αν δεν απατώμαι, ο γνωστός από τότε δημοσιογράφος Τέρενς Κουίκ παρουσίαζε το βράδυ της Κυριακής προς Δευτέρα, από την μοναδική και κρατική τηλεόραση, απ' ευθείας τα αποτελέσματα των τότε βουλευτικών εκλογών.

Εκείνο το βράδυ, πάρα μα πάρα πολλές φορές, ανέφερε τη φράση «συνδεόμαστε με Κ.Α.Ι.Ρ.Ο.», τα οποία και ήταν τα αρχικά από ένα τηλεφωνικό πληροφορικό σύστημα της εποχής για μετάδοση δεδομένων, που μάλλον μόνο ο ίδιος το γνώριζε, μιας και που ποτέ ξανά δεν ξανακούστηκε, τουλάχιστον τόσο επανειλημμένα.

Ο ίδιος έδειχνε να απολαμβάνει τη μυστηριώδη ανατολίτικη ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η λέξη, χρησιμοποιώντας την κατά κόρο και αποφεύγοντας να δώσει ιδιαίτερες τεχνικές λεπτομέρειες γι' αυτήν, όπως θα όφειλε λόγω της συνήχησής της με τη γνωστή και όμορφη εξωτική πρωτεύουσα της Αιγύπτου, με την οποία όμως και δεν είχε απολύτως καμία σχέση.

Τόσο πολύ αναφέρθηκε εκείνο το βράδυ (γέμιζε το στόμα του Τέρενς, γελούσαν και τ' αυτιά του, όταν το' λεγε), έτσι ώστε να καταντήσει να γίνει σλόγκαν.

Τελικά σήμερα η φράση κατέληξε να σημαίνει επίδειξη αδιαφορίας, περιφρόνησης και κώφευσης στα λεγόμενα κάποιου.

Γενικώς η σύνδεση παραπέμπει σε τηλεφωνική τοιαύτη και μάλιστα, όταν πρόκειται για δημόσια υπηρεσία ή παράκληση («μια στιγμή να σας συνδέσω”), απαρρέκκλιτα σημαίνει ότι το τηλέφωνο που σας συνέδεσαν 1) δεν θα απαντάει ποτέ, 2) θα είναι συνεχώς κατειλημμένο, 3) εάν απαντήσει θα σας πουν ότι ο υπάλληλος απουσιάζει, 4) θα σας ζητήσουν να καλέσετε εσείς ... αργότερα επειδή είναι απασχολημένοι, 5) θα σας απαντήσουν ότι δεν γνωρίζουν, 6) θα σας απαντήσουν ότι δεν είναι αρμόδιοι, 7) θα σας επιπλήξουν που τους χαλάσατε την ησυχία.

Ουδόλως απορίας άξιον λοιπόν είναι, πως κάθε έκφραση που περιέχει το ρήμα «συνδέω», κατέληξε να έχει αρνητική εννοιολογική σημασία.

- Καλά ... εγώ του μιλούσα κι αυτός με είχε συνδέσει με Κάιρο.

(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ειναι μια ευφάνταστη καρναβαλική αμφίεση (δες φωτό) που σκέφτηκε κάποιο τσικλίκι και κατάφερε πολυ πετυχημένα να συνδυάσει τον Νίκο Γκάλη με τον 'Αλις Κούπερ.

Μεταφορικά, γκάλης κούπερ μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος απο αυτούς τους σαρανταπεντάρηδες που εξακολουθούν να παίζουν ακόμα μπάσκετ και να πιάνουν για ώρες το γηπεδάκι της γειτονιάς κάνοντας ολντ φάσιον φιγούρες εμπνευσμενες απο τον Γκάλη (σπάσιμο όχι στον αέρα αλλα στο έδαφος), κηρύττοντας το ήθος στους νέους συμπαίκτες (μη βρίζετε παιδιά μου, εμείς είχαμε ήθος στα νιάτα μας), και έχοντας στυλιστικό ντρες κόουντ εμπνευσμένο από τα '80ς (παπούτσια στράικ, σταράκια, κορδέλες στα μαλλιά, μάλλινες φανέλες του Μίλωνα ή του Σπόρτινγκ για να ψαρώνουν οι νιούφηδες)

Πας όλο αγωνία στο γηπεδάκι για μπάσκετ και πάλι το γήπεδο είναι πιασμένο απο ΑΥΤΟΥΣ.

- Ψηλέ, πα' να φύγουμε.
- Κάτσε ρε να τους δούμε, έχουν χαβαλέ.
- Ωχ τι κάνει, ρε μαλάκα, αυτός με τα στράικ, σπάσιμο στο έδαφος;
- Θεός ρε, γκάλης κούπερ...

(από kapetank, 24/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει την απόλυτη ραστώνη, τεμπελιά, αποχαύνωση.

Την άκουσα πριν από καμιά τριανταριά χρόνια.

Τα δύο πρώτα συνθετικά της αναλύονται διεξοδικά στα λήμματα μούχλας, ρούχλας (με τα σχόλιά τους) και στα σχόλια του λήμματος ρούχλα.

Το τρίτο που αναφέρεται στο ομώνυμο χωριό της ορεινής Αχαΐας, μπήκε κττμγ μάλλον για λόγους ομοιοκαταληξίας, προκειμένου να συμπληρωθεί το τρίπτυχο, κατ' αναλογίαν προς άλλες "τριφυείς" εκφράσεις του τύπου "η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα" κλπ.

Πέρασα να τους πάρω για καμιά βόλτα, μπας και ξεκουνήσουνε λιγάκι. Πού τέτοια τύχη; Τους βρήκα σε κατάσταση ημιαποσύνθεσης: Η μούχλα, η ρούχλα και η ζαρούχλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή ατάκα του χαριτωμένα ευτραφούς συντρόφου του Αστερίξ που, ως γνωστόν, είχε πέσει μικρός στο καζάνι με το μαγικό φίλτρο. Ο εν λόγω κύριος με χόμπυ τα μενίρ, τα αγριογούρουνα και το ξύλο στους Ρωμαίους, όχι απαραίτητα μ' αυτή τη σειρά, χρησιμοποιεί την συγκεκριμένη ατάκα χτυπώντας παράλληλα το κεφάλι του με δάχτυλο, γεγονός που παράγει τον ήχο «τοκ, τοκ», μη μπορώντας να καταλάβει τους Ρωμαίους εν γένει.

Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η ατάκα χρησιμοποιείται από διαφόρους (ανεξαρτήτως σωματικού βάρους και χόμπυ) για να δείξουν ότι δεν κατανοούν τη συμπεριφορά ή τις απόψεις τρίτων.

- ... και πήγανε ρε πούστη μου 3 άτομα να κάνουνε μαγκιά στον Τάσο; Ρε ο Τασούλης έχει 258 νταν και 86 μαύρες ζώνες στο καράτε, στο βαράτε, στο ταβερνόξυλο, στο ακίντο, στο ζίου ζίτσου. Ρε 30 να ήτανε, όχι 3, πάλι θα τους έκανε γκάιντα στο ξύλο ο άλλος.
- Τι να πω... (τοκ, τοκ, τοκ) Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα πανέμορφη, ρομαντικά απρόσιτη, και αιθέρια έως εύθραυστη, που αν το καμάκι είχε πίστες, αυτή θα ήταν άνετα η τελική μάνα. Λέγεται συνήθως με ένα τσικ ειρωνείας.

Ο όρος οφείλεται ίσως στην Κατερίνα Γώγου, η οποία τον χρησιμοποίησε σ' έναν στίχο στο «Ιδιώνυμο» (1980), και είναι η παλιότερη καταγραφή του που κατάφερα να βρω. Σε κάθε περίπτωση, χάρη σ' αυτόν το στίχο είναι που έχει διαδοθεί όσο έχει διαδοθεί, αν και με μάλλον απλοποιημένη και πιο συγκεκριμένη σημασία σε σχέση με τη χρήση του στο ποίημα.

Σύγκρινε: θεά / θεογκόμενα, λίλιαν, μπιμπελό, πλάσμα

  1. Η μοναξιά...
    δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
    της συννεφένιας γκόμενας.
    Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
    κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
    και στα παγωμένα μουσεία.
    Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλιών «καλών» καιρών
    και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
    μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
    Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
    βοϊδίσιο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
    κι ασορτί εσώρουχα.

(Κατερίνα Γώγου, «Ιδιώνυμο» 24, διατηρημένη ορθογραφία)

  1. Η Θάλεια πήρε τα απάνω της, όπως πάντα σαν ελατήριο και λάμποντας μεταμορφώθηκε από 60άρα γκρίζα ενός γλυκού μουντού φθινοπώρου στην συννεφένια γκόμενα, ξανθιά, που ήταν πάντοτε, φωνάζοντας: «Ο». (από ιστολόι)

  2. — Λες, δηλαδή, ότι οι ρόλοι των δύο φύλων πρέπει να είναι διακριτοί.
    — Nαι, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει τον άντρα ν' ανακαλύψει τις «θηλυκές» του πλευρές –την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την κατανόηση, ας πούμε–, ούτε και τη γυναίκα ν' αναπτύξει χαρίσματα που θεωρούνται αρσενικά, όπως ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα. O «πολλά βαρύς» άντρας και η «συννεφένια γκόμενα» δεν πολυφοριούνται πια ως μοντέλα. Nομίζω ότι και τα δύο φύλα είναι αρκετά ώριμα γι' αυτή την υπέρβαση. (από συνέντευξη του Μαρκουλάκη εκεί)

  3. γουστάρω να σε βλέπω να σε γονατίζει έτσι η ζωή που πας να απαρνηθείς σαν την πρώτη συννεφένια γκόμενα με καυτό σορτσάκι :-) (από ιστολόι)

  4. Στα φοιτητικά χρόνια, συνέχισα σταδιακά να παχαίνω. Γύρω στα 20 χρόνια μου είχα φτάσει τα 125 κιλά ενώ κάπνιζα δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα και έπινα πάρα πολύ αλκοόλ όπως κάθε φοιτητής στη Θεσσαλονίκη που σέβεται τον εαυτό του! Τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει. Π.χ. όλη η παρέα γελούσε μαζί μου γιατί πάντα τους τραβολογούσα σε απόμερες παραλίες το καλοκαίρι. [...] Όμως και πάλι σε γενικές γραμμές, περνούσα μια χαρά. Προφανώς είχα καταλάβει πως δεν με κοιτάνε οι συννεφένιες γκόμενες της σχολής ή ότι δεν μπορώ να κάνω «καμάκι» μέσα σε ένα μπαράκι με μεγάλες πιθανότητες, όμως και δεν είχα μεγάλο πρόβλημα γιατί τύχαινε πάντοτε να έχω μεγάλες και σταθερές σχέσεις. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά γι' αυτόν που κάνει μεγάλη ζωή γεμάτη ταξίδια στο εξωτερικό και καλά, μύτινγκς*, είμαι-πολύ-μπίζι-με-διάφορες-μπίζνες* και γουαζά ναούμ'.

Ο όρος προέρχεται από τη χρυσή δεκαετία τον εϊτιζ και την τότε δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Δυναστεία» με τους Κάρινγκτονς και σια.

Υπήρξε και βιντεοταινία με τον Σωτήρη Μουστάκα το 1985

- Πάμε το σουκού για μπάνιο στη Λούτσα;
- Άσε έχω μπλέξει. Πρέπει να πεταχτώ μέχρι τη Ζυρίχη το Σάββατο και την Κυριακή να κατέβω Μιλάνο για κάτι δουλειές.
- Ηρέμησε ρε γιάπη ναούμε. Ποιος είσαι, ο Δυναστείας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.

Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.

Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!

Μήδι; Εισαγόμενο απ\' το συσιφόνι! (από Dirty Talking, 18/05/09)Από την ταινία "Λαλάκης ο Εισαγόμενος" με τον ομώνυμο ήρωα. (από the_inq, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified