Further tags

Πάσης φύσεως λολ και καραλόλ υποκείμενο ή αντικείμενο που προκαλεί λόλες καθώς λολάρει πάνω από την Λολάνδη με το ροφλοκόπτερό του σπέρνοντας λολοκαύτωμα φορ τεχ λουλζ.

- Το αλλο λολαδι με το playstation, ηταν που ειχα δει φιλο μου να χρησιμοποιει ειδικο υγρο συντηρησης των CD γιατι χαλαγε η κονσολα.
(εδώ)

- ααααχαχαχαχαχαχα-κόψτε ρε έναν ''γιατρό'' που βρίζει χειρότερα από λιμενεργάτης...εσένα πρέπει να σε δει γιατρός λολάδι...για το φρενοκομείο είσαι σούμπιτος, πήρα τηλ. θα'ρθουν σε λίγο τα παληκάρια να σου περάσουν το σακάκι με τα μανίκια που δένουν από πίσω...
(εκεί)

- Εσυ θα σου αρεσε καθε χρονο που παιζεις ενα συγκεκριμενο ειδος παιχνιδιου να σε λεγαμε ολοι εδω μεσα λολαδι και οτι παιζεις μουφες;προσεχε λοιπον πως μιλας,και αν δεν σου αρεσει κατι δεν χρειαζεται να κατακρινεις ας μην σχολιαζεις καν!
(παραπέρα)

Lollandreou (από Vrastaman, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί που κατάφεραν να γίνουν η ελίτ μιας χώρας, μιας κοινωνίας, ενός κόσμου, κυρίως επειδή υπήρξαν στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο τους μέγιστοι αλήτες, αδίστακτοι, πάτησαν επί πτωμάτων, πουλήθηκαν και πούλησαν, με θράσος, αυθάδεια και παντελή έλλειψη ηθικώνε φραγμώνε. Και μετά το παίζουν και εκλεπτυσμένοι, κουλτουριάρηδες λάτρεις της τέχνης και του πολιτισμού, και φιλάνθρωποι. Βρε ουστ!

Βλ. και ελίτ της αλήτ, ελίτης.

  1. ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗ ΔΡΑΧΜΗ Θ’ ΑΠΑΛΛΑΓΟΥΜΕ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΗΤ. (Εδώ).

  2. Η Αλήτ που κατευθύνει Media. Τα πρόσωπα του συστήματος. ΟΙ ΚΟΥΡΑΔΟΜΗΧΑΝΕΣ ΤΗΣ “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ”. 7 ΦΑΜΙΛΙΕΣ “ΝΤΑΒΑΔΕΣ”. (Εδώ)

  3. Η Ελλάδα δεν χάνεται, η «αλήτ» που την κυβερνά καταρρέει…Ο «Τιτανικός» της «αλήτ». (Εδώ).

(από Khan, 25/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει ανεμελιά και «πέρα βρέχει», κοσμάρα και ανώριμη στάση απέναντι στη ζωή, σα νά 'σαι παιδάκι ακόμα.

Επίσης είναι ο φιρουλί φιρουλά, ο χαζοχαρούμενος, ο λιλαλό, ο τρία πουλάκια κάθονται, ή αυτός που σκοπίμως πουλάει τρελίτσα, κάνει ότι δεν τρέχει μία.

Ο/η imitsi το πρότεινε στο ΔΠ.

  1. Αφηνω την χωρα του Τωρα Τωρα, που πολυ με στεναχωρησε Και παω στην χωρα του τριαλαρι τριαλαρο.., να περασω καλυτερα. .. Κοινως ξεκινας απο τα πρωιναδικα μαθαινεις τα ζωδια σου, ποσο αναδρομος ειναι ο Ερμης και εισαι μες την καλη χαρα και ας καιγεται ο κοσμος εξω, αναρωτιεσαι πιο συνολακι φορεσε η ταδε που πηγε στην ταδε εκδηλωση και ολοκληρωνεσαι σαν ανθρωπος και προσωπικοτητα.

  2. Είναι κάτι μέρες σαν τη σημερινή που για κάποιο λόγο θυμάμαι πράγματα και καταστάσεις που καλό θα ήταν να μείνουν εκεί που ανήκουν, όπερ σημαίνει στο παρελθόν. Είτε επειδή ήταν όλα πολύ καλά και ωραία, τριαλαρί-τριαλαρό και απλά χώνεψε το χρυσή μου πάει τελείωσε, είτε επειδή ήταν όλα πολύ χάλια και τι να κάνουμε τώρα κοπέλα μου, την τύχη σου μέσα και λειπές χαριτωμενιές.

  3. κατι τετοια γλεντια παθαινεις μαζι με τον πορνοπαπο και αλλαζετε την κουβεντα στο τριαλαρι τριαλαρο. γιατι οντως ειναι δυσκολη φαση τωρα, ή χαρακτηριζεσαι κωλοτουμπας ή μυρωδιας καναπες. σε καταλαβαινω.

  4. Τίτλοι άρθρων στο νέτι
    Το πολύ «τριαλαρί τριαλαρό» δεν βγαίνει σε καλό TAG ARCHIVE: ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ ΤΡΙΑΛΑΡΙ ΤΡΙΑΛΑΡΌ
    οικογένεια τριαλαρι τριαλαρό
    Τριαλαρι-λαρο, στο blog μου θα τα πω!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο δριμύτρελος σε φόρουμ στο ιντερνέτι, και κάνει μια δυναμική επιστροφή στην παρέα που την έχει κουφάνει με τις παπαρολογίες του, καθότι ξερόλας και προφέσορας:

- Χαιρετώ τους αγαπητούς και φίλτατους συνδαιτυμόνες, σας έλειψα; Λοιπόν...με βάση την ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα του λαϊκού προτσές, μπλα, μπλα..

Επέστρεψε δυναμικά, θέλοντας να κατατροπώσει τα πλήθη, επέστρεψε δριμύτρελος.

Δες και δημήτριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσφατα ασχολήθηκα με την ομοηχία των λέξεων καραμπουζουκλής και μπουζούκι, εξηγώντας εδώ: 1, 2, 3, πως ουσιαστικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, αφού το καραμπουζουκλής σημαίνει «μαυρομούστακος» (kara-biyik-li), το μπουζούκι είναι έγχορδο μουσικό όργανο της αρχαίας ανατολικομεσογειακής περιφέρειας, της ευρύτερης οικογένειας των λαουτοειδών / πανδουροειδών / ταμπουροειδών και σημαίνει «μεγάλος (bozorg-i στα Περσικά) ταμπουράς» και ουδεμία σχέση έχει με το bozuk («χαλασμένο, κατεστραμμένο» στα τουρκικά), παρότι η ελληνοποιημένη λέξη μπουζούκι φαίνεται να συνηχεί καλύτερα (καλλίτερα) με το τουρκικό bozuk παρά με το πέρσικο bozorg-i, πλην όμως η ουσία και η αλήθεια είναι διαφορετικές από την απλή ομοηχία λέξεων.

Το ίδιο συνέβη και εδώ: 1, 2, όπου ανέλυσα πως ουδεμία σχέση έχει το υπόδημα (παπούτσι) του τύπου τσαρούχι, με το ομόηχο cirah-i που σημαίνει «πληγή» στα οθωμανικά/τουρκικά, και πως όταν οι παλαιότεροι έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», ουσιαστικά εννοούσαν πως «το στόμα μου έγινε cirah-i, δηλ. πληγή» και όχι φυσικά κάτι σαν το παπούτσι/τσαρούχι!

Σήμερα επανέρχομαι με κάτι πιο εξειδικευμένο που ομοίως λόγω της φαινομενικής ομοηχίας των λέξεων μάλλον δημιουργεί λάθος συμπεράσματα. Ειδικότερα, μια φίλη μου που διάβασε για το χαρέμι της οθωμανικής αυλής, εντόπισε τη λέξη χαλβέτ-ι και επ' ευκαιρία ανοίξαμε μια συζήτηση για το τι σημαίνει ετυμολογικο-ιστορικά, ποια η σχέση της λέξης με τον χαλβά που αρέσκοντο στο Τοπ-Καπί και τελικά με την λαϊκή λέξη χαλβάδιασμα;

Ας τα πάρουμε με την σειρά. Η khalwati (επίσης γνωστή ως khalwatiyya, khalwatiya, ή halveti, όπως είναι γνωστή στην Τουρκία) ήταν (είναι;) ισλαμική αδελφότητα των Sufi (tariqa), εξ ίσου δημοφιλής με τις αδελφότητες Naqshbandi, Qadiri και Shadhili. Το όνομά της προέρχεται από την αραβική λέξη khalwa, που σημαίνει: «μέθοδος της απόσυρσης ή απομόνωσης, αναχώρησης από τον κόσμο για μυστικιστικούς λόγους».

Η αδελφότητα ιδρύθηκε από τον Umar al-Khalwati στην πόλη Χεράτ, της μεσαιωνικής Khorasan (σήμερα δυτικό Αφγανιστάν). Ωστόσο ο Umar ήταν μαθητής του Umar Shirvani Yahya, ο οποίος ίδρυσε το «Way Khalwati» και είχε γράψει το λατρευτικό κείμενο Khalwatiyya. Η αδελφότητα αυτή ήταν πολύ ασκητική και μοναχική, σχεδόν ατομικιστική (zuhd), και ενίσχυε την αποχώρηση / αναχώρηση (khalwa) από τον κόσμο, γεγονός που τη διαφοροποιούσε από τις άλλες Σούφικες αδελφότητες (βλ. και το χρονολογικά προγενέστερο κίνημα των χριστιανών αναχωρητών στην έρημο).

Ας δούμε και το έτυμον της λέξεως, σε διάφορες αραβικές παραλλαγές:
1) عزلة : απομόνωση, προστασία της ιδιωτικής ζωής, μοναξιά, αποξένωση, μοναξιά
2) حدة: σοβαρότητα, ένταση, ευκρίνεια, εντατικοποίηση, οξύτητα, μοναξιά
3) وحدة: μονάδα, ενότητα, μοναξιά, κοινότητα
4) توحد: ομοιομορφία, μοναξιά, αλλά και συνταξιοδότηση
5) انعزال :απομόνωση, διαχωρισμός, μόνωση, αποκόλληση, απόσχιση, μοναξιά και
6) وحشة: μέριμνα, μοναξιά

Στο Σουφισμό, khalwa ήταν επίσης to μοναχικό καταφύγιο, στο οποίο ένας μαθητής / Σούφι (murid), αναχωρούσε για 40 ημέρες προκειμένου να κάνει εκτεταμένες πνευματικές ασκήσεις υπό την καθοδήγηση του δασκάλου του Shaykh, απ' όπου έβγαινε μόνον για να προσευχηθεί μαζί με το δάσκαλό του, για να συζητήσουν τα όνειρα και τα οράματά του. Αλλά και οι Δρούζοι μουσουλμάνοι το κύριο ιερό τους το ονομάζουν Khalwat al-Bayada.

Στην τουρκική προφορά και ορθογραφία η λέξη έγινε halvet, χαλβέτ-ι, και το λεξικό της τουρκικής γλώσσας, αφού παραπέμπει στις αραβικές ρίζες της λέξης, αναφέρει:

  • issız yerde yalnız kalma: μοναχική θέση, για να είναι κάποιος/α μόνος/η
  • issız ve kapalı yer: μοναχική και κλειστή θέση
  • hamamlarda çok sıcak küçük yer: μικρό μέρος, αλλά και πολύ ζεστό χαμάμ!

Την οθωμανική όμως περίοδο και ειδικά στο χαρέμι, όταν ο αρχιευνούχος ετοίμαζε μία κοπέλα για χαλβέτι με τον Σουλτάνο, εννοούσε μία ολόκληρη διαδικασία που είχε να κάνει με ζεστό μπάνιο στο χαμάμ και στη συνέχεια απομόνωση με το σουλτάνο, προκειμένου να ενωθούν εις σάρκαν μίαν και εάν ήταν «τυχερή» να μείνει έγκυος, θα αναβαθμιζόταν από haseki (επιλεγμένη) σε hatun (σύζυγο) και ενδεχομένως σε μητέρα διαδόχου valide (βασιλομήτωρ), οπότε ενδεχομένως να διοικούσε ολόκληρη την αυτοκρατορία κάποια στιγμή. Επομένως η μόνη διέξοδος για μία ταλαίπωρη κοπέλα, που είχε αρπαχτεί και πωληθεί για το χαρέμι, ήταν είτε ο θάνατος, είτε να μείνει απλά «δούλη / kul» του χαρεμιού, είτε να προσπαθήσει να αναδυθεί μέσα από τη διαδικασία του χαλβέτ, όσο και εάν απεχθανόταν το μέρος που την είχε ρίξει η τύχη της (όμως δεν ίσχυε για όλες αυτό· πολλές όχι μόνον έμεναν με τη θέλησή τους, αλλά επεδίωκαν να ενταχθούν στο χαρέμι και από εκεί με σειρά από ίντριγκες, δολοπλοκίες και δολοφονίες να γίνουν Σουλτάνες αυτοκράτειρες).

Μία άλλη αραβικής προέλευσης λέξης που ομοηχεί με το χαλβέτ, είναι ο γνωστός μας χαλβάς, ή halawa, alva, halwo, haleweh, helwa, helava, helva, halwa, halua, aluva, chalva, chałwa, حلاوة, γλυκό πασίγνωστο σε όλη τη Μέση Ανατολή, τη Νότια Ασία, την Κεντρική Ασία, τη Δυτική Ασία, τη Βόρεια Αφρική, το Κέρας της Αφρικής, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη, τη Μάλτα και τον εβραϊκό κόσμο.

Η λέξη χαλβάς (αραβικά: حلوى / halwa), σημαίνει «γλυκό», και χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεκριμένα είδη επιδορπίων που δεν είναι του παρόντος η παράθεση των συνταγών τους. Όμως συχνά λέμε και ακούμε το ρήμα και το ουσιαστικό: χαλβαδιάζω και χαλβάδιασμα εννοώντας: «κοιτάζω κάτι με θαυμασμό, το λιγουρεύομαι, ή ακόμα και παρατηρώ κάποιο άτομο με ερωτικές διαθέσεις, το ζαχαρώνω, το γλυκοκοιτάζω».

Αν ισχύει το έτυμον του χαλβαδιάσματος από τον χαλβά (γλυκό), τότε όντως η έκφραση σημαίνει πως «γλυκοκοιτάζω». Γιατί όμως «γλυκοκοιτάζω ερωτικά»; μήπως εμπλέκεται και ο σχεδόν ομόηχος όρος χαλβέτ, που κατ' επέκταση σημαίνει πως γλυκοκοιτάζω, αλλά με διάθεση απομόνωσης του ατόμου γιατί έχω ερωτικές προσδοκίες από την απομόνωση αυτή, όπως είχε ο εκάστοτε σουλτάνος με τις haseki / επιλεγμένες; Ή μήπως οι λέξεις και οι εκφράσεις χαλβαδιάζω, χαλβάδιασμα κ.λ.π είναι ο απόηχος των οθωμανικών helva sohberlri (κουβέντες του χαλβά) που ήταν γνωστή συνήθεια των συντεχνιών φουτουββέτ και είχε διαδοθεί περαιτέρω στους αξιωματούχους του κράτους και στα ανώτερα και μέσα κοινωνικά στρώματα, όταν έκαναν βεγγέρες στα σπίτια ιδιαίτερα τον χειμώνα;

Από τα τέλη Δεκεμβρίου έως τα τέλη Mαρτίου (περίοδος ερμπαΐν, 40 μέρες μετά την 21 Δεκεμβρίου, και χαμσίν, άλλες 50 μέρες) οι εύποροι μουσουλμάνοι έκαναν υπέρ της υγείας τους θυσίες (κουρμπάν) -συνήθως προβάτων- και επιδίδονταν στην οργάνωση νυκτερινών συγκεντρώσεων που αποκαλούνταν «κουβέντες του χαλβά». Περισσότερο μεγαλόπρεπες ήταν οι συγκεντρώσεις που πραγματοποιούνταν σε κονάκια των βεζίρηδων και ανώτατων αξιωματούχων, δεδομένου ότι θεωρούνταν μεγάλο κοσμικό γεγονός.

Mε τον τρόπο οργάνωσης αλλά και με τα μέσα διασκέδασης και τα εδέσματα που προσέφεραν, ορισμένες από τις συγκεντρώσεις αυτές, ήταν πιο σημαντικές και από τις γαμήλιες γιορτές ή τις γιορτές περιτομής (σουνέτ). Προσκαλούνταν ποιητές, στοχαστές, μουσικοσυνθέτες, μουσικοί και τραγουδιστές και ήταν ευκαιρία για πολλούς ευγενείς την καταγωγή και τους τρόπους (κιμπάρηδες) να επιδείξουν τα πλούτη τους, συναγωνιζόμενοι μεταξύ τους και ψάχνοντας, χαλβαδιάζοντας νύφη!

Οι ποιητές που παρευρίσκονταν, συνέθεταν ειδικά στιχουργήματα (κασιντέ) για κάθε μια από τις συγκεντρώσεις που καλούνταν να συμμετάσχουν. Ενίοτε «κουβέντες του χαλβά» διοργάνωνε και ο ίδιος ο σουλτάνος στα ανάκτορα, στις οποίες προσέρχονταν οι κυβερνητικοί παράγοντες. Στα κονάκια και τα σαράγια των πλουσίων μεταξύ των καλεσμένων παιζόταν το παιχνίδι που αποκαλούνταν «μετακόμισε το χωριό», αλλά και το «δακτυλίδι», ο «μύλος» κ.ά.

Κατά περίπτωση, συγκεντρώσεις γίνονταν και προς τιμή ξένων πρεσβευτών, προς εντυπωσιασμό των οποίων υπήρχε ορχήστρα με 50-60 μουσικά όργανα. Στο τέλος της εκδήλωσης δίδονταν στους προσκαλεσμένους και τους αναμένοντες στην πόρτα τσαούσηδες και λοιπά μέλη της συνοδείας του πρεσβευτή σαν δώρα, γούνες.

«Κουβέντες του χαλβά» γίνονταν αποκλειστικά και για γυναίκες. Στην περίπτωση αυτή τις δαπάνες οργάνωσης μπορεί να τις αναδεχόταν ένα άτομο, η οικοδέσποινα, μπορεί όμως και να κατανέμονταν μεταξύ των οργανωτριών. Στις συγκεντρώσεις αυτές προσφέρονταν διάφορα εύγευστα εδέσματα, παραγεμιστές γαλοπούλες, μπουρέκια (διάφορες πίττες) και γλυκά όπως ρεβανί, κανταΐφι, μπακλαβάς, εκμέκ με καϊμάκι, σερμπέτια και η σπεσιαλιτέ της Κωνσταντινούπολης ο περίφημος μποζάς (παχύρρευστο παρασκεύασμα από εκχύλισμα κριθαριού).

Πραγματική ιεροτελεστία ήταν η παρασκευή με μεγάλη επιδεξιότητα του χαλβά που προσφερόταν και από αυτόν είχαν λάβει το όνομά τους οι συγκεντρώσεις αυτές. Επρόκειτο για τον περιώνυμο κετέν χαλβά (ψιλός χαλβάς του λιναρόσπορου) από ζάχαρη. Άρχιζε από μια δοξαστική ωδή και συνέχιζε κατά τη διάρκεια της παρασκευής με τραγούδια των παρισταμένων και αινίγματα που έλυναν μεταξύ τους, σαν το παρακάτω τραγούδι που είχε ηχογραφήσει η περίφημη Ζεχρά Μπιλήρ το 1935 και βρήκα σε cd της KALAΝ:

Κάτω απ' τα τσαντήρια είναι ωραία,
έγνεψα στην αγάπη την παλιά.
Θυσία η μάνα μου, θυσία κι εγώ
για την αγάπη με τα ρούχα τα καλά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Το μαύρο πρόβατο έχει κρέας με την οκά,
όταν το καβουρντίζεις έχει νοστιμιά
και η κόρη που παντρεύεται τον χήρο
δεν πεθαίνει αλλά πονάει στην καρδιά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Του σπιτιού είναι η κολόνα,
καρπός πιο λευκός κι από τα χιόνια
Κι εκείνος που χωρίζει απ' την αγάπη του,
η καρδιά του καίγεται στα χρόνια.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά

Στις συγκεντρώσεις αυτές που οργάνωναν, όπως ήταν επόμενο και οι αδελφότητες των συντεχνιών, εκμισθώνονταν και οργανοπαίχτες, μίμοι, παραμυθάδες κ.ά. Γι' αυτό οι «κουβέντες του χαλβά» συνεχίστηκαν μέχρι την οριστική κατάργηση των συντεχνιών και το ατόνισμα του συνοικεσίου με επίδειξη της νύφης προς τον καλοβαλμένο γαμπρό!


Βιβλ.: N. Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα III, Πανεπ. Παραδόσεις, Πάντειο
Δημ. Σταθακόπουλος, Ιστορικές και κοινωνικές δομές του μουσικού θεάματος και ακροάματος στην οθωμανική αυτοκρατορία – η συμβολή των ρωμιών, Πάντειο 2009

  1. Είσαι για χαλβέτι ;-)

  2. Μα τι χαλβάς είσαι;

  3. Την/τον/το χαλβαδιάζω συνεχώς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε σου δοθεί χωρίς αντίτιμο, κοινώς το τζαμπέισον.

Χρησιμοποιείται και όταν κάποιος αποφεύγει να δώσει το αντίτιμο που του αναλογεί. Το άτομο αυτό λέγεται λαπατζής ή λαπαδόρος.

  1. - Άσε χτες πήγαμε στο μπαράκι δίπλα και δούλευε ο Νίκος. Ήπιαμε το σβέρκο μας και δε μας πήρε ούτε Ευρώ!
    - Πάλι λάπα τη βγάλατε δηλαδή; Κουφάλες!

  2. - Το βράδυ εννοείται πως θα πάμε στου Γιάννη για ταινία ε;
    - Όχι ρε φίλε δε το μπορώ το τύπο είναι πρηξαρχίδας
    - Πάς καλά ρε έχει λάπα φαΐ και μπύρες
    - Ε άμα είναι έτσι πάμε.

  3. - Που ρε φίλε θα πιούμε καφέ λάπα; Δεν έχω μία.
    - Πάμε στο Μπουρλότο Καφέ θα δουλεύει ο Σάκης τέτοια ώρα θα του πούμε να μας ξηγηθεί λάπα καφεδάκι.

  4. - Χτες πάλι γίναμε ηφαίστεια έτσι;
    - Άστα να πάνε ήταν πολλές οι βόντκες
    - Πλήρωσες πολλά;
    - Μπα ούτε ευρό, δεν ένιωθα και έφυγα λάπα.

  5. - Έλα ήρθαν τα σουβλάκια τεσσεράμισι ευρό έκαστος είναι
    - Πλήρωσε εσύ ρε τα δικά μου για να μη χαλάσω πεντάευρο
    - Τι να μη χαλάσεις πεντάευρο ρε καρναβάλι τεσσεράμισι ευρώ είναι; Πάλι λάπα θες να φας;

  6. - Θα τα πληρώσετε όλα μαζί η ο καθένας χωριστά;
    - Έλα μωρέ κράτα τα όλα από δω και θα τα βρούμε εμείς μεταξύ μας.
    - Άντε παιδιά εγώ τι κάνω τα λέμε αύριο για καφεδάκι πλατεία
    - Που πας ρε λαπαδόρε. Πλήρωσες το μερίδιο σου;
    - Α ναι ρε το ξέχασα.
    - Τι ξέχασες ρε νούμερο πριν εικοσιδύο δευτερόλεπτα πληρώσαμε. Κόψε τη λάπα με μας γιατί θα φας σφαλιάρες καμιά μέρα.

  7. - Καλά που ήσουν προχτές ρε που σε πήρα τηλέφωνο και είχε τόση φασαρία;
    - Είχα πάει στους Red Hot Chilly Peppers ρε!
    - Άντε ρε βρήκες εισιτήριο;
    - Ούτε καν ρε λάπα μπήκα μέσα.

  8. - Θα πάμε θάλασσα τη Κυριακή;
    - Ναι ρε εννοείτε!!!
    - Να πω και στο Μπάμπη;
    - Προφανώς και όχι ο τύπος είναι μεγάλος λαπατζής τρεις φορές το πήρα και δε κόλλησε ούτε ένα ευρό για βενζίνες. Για λάπα είναι πρώτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανδροπρεπής, ο αντρουά, με την γαλλοπρεπή κατάληξη . Συνήθως αναφέρεται ειδικά σε ανδροπρεπές στυλ κόμμωσης και χρησιμοποιείται και όταν μια γυναίκα προβαίνει σε παρόμοια στυλιστική επιλογή. Πρόκειται δηλαδή για κάτι ανάλογο του αγορέ.

Πάσα: Τζήζαντας.

  1. Αυτό που θα ξεχωρίσει φέτος το χειμώνα από μία απλή βόλτα μέχρι και τις πασαρέλες είναι [...] τα κοντά καρέ και πολύ κοντά κουρέματα αντρικέ εώς και ξυρισμένα.
    Γενικά φέτος θα λέγαμε οτι είναι μία πολύ TREΝDY χρονιά. (Εδώ).

  2. Μόνο εκείνο το αντρικέ κούρεμα με την ουρά του αλόγου πίσω, ποιός κουρέας μωρή στο έκανε; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκάζ του κλασικού ουστ, τουτατέστιν: ξεκούμπα, ξεπαρεού.

Τζιμπήσαμε την ρίζα ούστ από τους γαλλαίους (oust) που την τζιμπήσανε από τους λατίνους (obstare) που με την σειρά τους την λεηλάτησαν από τους αρχαίους ημών (ἵστημι), μη χέσω. Είναι ασαφές εάν η μετάλλαξη του ούστ σε ούρτ αποτελεί random εγκεφαλοκλάνι ή εάν συνετέθη επί τουτού από αστειάτορες μαοϊστές ή λοιπούστηδες σλάνγκους. Όπως μας πληροφορεί ιουρασικός σύσλανγκος, το λήμμαν εκφέρεται τουλάστιχον από τα ογδόνταζ -- συνήθως, σε συνδυασμό με (β)ρε ή μωρή.

Βλ. επίσης: ούρτ τακ τακ Μογγόλε.

Πάσα από δουπού: gihaza.

- Ουρτ, μωρή παρθενώπη! (εδώ)

- Ουρτ ποντικοί..Ουρτ και στις οχιές τις διμούτσουνες..
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιόλα ή κοινώς καριόλα.

Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.

Εκ του fuck-ιόλα.

- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.

- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified