Further tags

Παρέα ή σύνολο γυναικών που χαρακτηρίζονται από το κοινό γνώρισμα της υπέρμετρης λατρείας του ανδρικού μορίου σε κάθε περίπτωση, με κάθε μέσο και τρόπο, κοινώς είναι ξεκωλιάρες και η εμφάνιση αυτών συχνά χαρακτηρίζεται από ξώμουνο και ξώβυζο ρουχισμό, προκλητικό βλέμμα και πουτανιά.

  1. Είδες το πάνελ της νέας εκπομπής; Όλες οι μούνες μαζευτήκανε. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!

  2. Περπάταγα στη παραλία και γινότανε χαμός. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτσας ή φλούδας είναι ο άνθρωπος που συνεχώς επιδίδεται σε μαλακίες και σπάει τα νευρά της παρέας του. Επίσης, σε μερικές περιπτώσεις, ο πολύ φλώρος που κάνει τον έξυπνο.

  1. - Κοίτα ρε μαλάκα τι κάνει πάλι ο Γιάννης. Ρεζίλι έχουμε γίνει!
    - Ρε πέτσα κατέβα απ' το τραπέζι γκόμενα είσαι κ χορεύεις εκεί πάνω; Γελάει όλος ο κόσμος μαζί σου.

  2. - Λοιπόν, είναι πολύ εύκολο, δεν καταλαβαίνω που κολλάς. Η υποτείνουσα του γ είναι.....
    - Σκάσε ρε πέτσα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός είναι συνώνυμος με τις λέξεις φίλοι, παρέα και κολλητοί. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από τους νέους.

Όταν κάποιος αναφέρει ότι θα βγει με τα φιλάρια, δεν εννοεί μόνο τα πρόσωπα αλλά αυτομάτως αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχει πολύ καλή ατμόσφαιρα στη παρέα και θα διασκεδάσουν μέχρι πρωίας.

-Πού πας;
-Θα βγω με τα φιλάρια, αλλά μην ανησυχείς θα επιστρέψω νωρίς, κατά τις 6 το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.

Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία παρέα από όμορφες, ευγαμήσιμεςκορασίδες. Ο πλήρης όρος είναι «φλέβα από μουνιά», παρεΐστικης προέλευσης.

Ικανές και αναγκαίες συνθήκες που πρέπει να πληρούνται για να χαρακτηριστεί μια κοριτσοπαρέα ως φλέβα:
1) Το μέγεθος της εν λόγω παρέας να είναι θετικός ακέραιος αριθμός μεγαλύτερος ή ίσος των τεσσάρων τεμαχίων.
2) Κάθε κορμί που ανήκει στη φλέβα θα πρέπει να έχει συντελεστή γαμησιμότητας μεγαλύτερο του 6, με «Άριστα» το 10 και βάση το 5 (κατηγορία «Μπάζο αλλά νταξ δε θα έχω και εφιάλτες για την υπόλοιπη ζωή μου».

Καταλαβαίνουμε ότι προκειμένου να είναι σε θέση μια αντροπαρέα να κρίνει σε κλάσματα το αν μια κοριτσοπαρέα είναι φλέβα, θα πρέπει να είναι μάστερ στο ευγενές σπορ του «ρίχνω άγκυρα στην καφετερία, αράζω με τη φραπεδούμπα και όποιο θηλυκό περνάει το σκανάρω και το βαθμολογώ», ενώ κάθε μέλος της αντροπαρέας θα πρέπει να λάβει υπόψη του και τα γούστα και την κοσμοθεωρία των φίλων του και να κανονικοποιήσει τη βαθμολογία του, έτσι ώστε αυτή να είναι συμβατή με τη συλλογική νόηση και θεώρηση των πραγμάτων. Κοινώς, η αντροπαρέα να είναι ή να έχουν χρηματίσει, για ικανό χρονικό διάστημα, μπασκετμπωλίστες.

Μπακούρι 1: - Πού μας έφερες ρε μάρτυρα του Αυνάν;
Μπακούρι 2: - οικοδομή από τις λίγες. Θα ματώσουν τα μάτια μου.
Μπακούρι 3: - Ρε μαλάκες, εμένα μου είπαν ότι το μαγαζί έχει καλό κόσμο. Κάντε λίγο υπομονή, ούτως ή άλλως παραγγείλαμε ήδη, ας κάτσουμε.
Μπακούρι 4: - Καλά, άλλη φορά έτσι και σε ακούσουμε θα - πωωω, κοιτάξτε στην είσοδο! Φλέβα!

(Όλη η παρέα γυρνάει και κοιτάζει «διακριτικά», για 3''. Ακολουθούν άλλα 3'' σιωπής και μερικά πεταχτά βλέμματα στην κοριτσοπαρέα για τελευταίες διορθώσεις στις ατομικές βαθμολογίες)

(Όλοι μαζί): - ΦΛΕΒΑ!!!

(Οι μπάκουρες τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους χαμογελαστοί και ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία. Μετά από πέντε ώρες, κλασικά κανένας τους δεν έχει κάνει κίνηση.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίλος ή γνωστός που θα ακολουθήσει πάντα την παρέα ανεξάρτητα απ' το αν θα ειδοποιηθεί έγκαιρα ή σωστά.

- Ο Άκης παρεξηγήθηκε που δεν πήγες μαζί του στην Επίδαυρο.
- Έλα μωρέ το μαλάκα, αφού του 'χα πει «μάλλον». Αυτός όμως με θεωρεί σιγουράκι και το 'δεσε κόμπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοσδήποτε είναι ξέμπαρκος ή μυρωδιάς με μια συγκεκριμένη ιδεολογία, θρήσκευμα και γενικά με οποιοδήποτε αντικείμενο. Η έκφραση χρησιμοποιείται και για όσους είναι ανεπιθύμητοι σε έναν χώρο η μία παρέα.

  1. - Μωράκι, δε θα μπορέσω να έρθω το Σάββατο στο πάρτι. Έχω raid με την Clan της σχολής στο WoW.
    - Ποιος Clan και ποιο WoW ρε Νίκο; Τι είναι αυτά τα Κινέζικα που μου λές;
    - Ε άστο μωρέ τώρα, τι να σου εξηγώ...αφού είσαι εκτός εκκλησίας.

  2. - Ψήνεσαι να κατέβουμε Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους την Κυριακή;
    - Ναι ρε. Θα πω και στον Βασίλη.
    - Όχι ρε, μη του πεις τίποτα. Αυτός από πέρυσι είναι γραμμένος στη νεολαία του ΛΑΟΣ. Γάμα τον, είναι εκτός εκκλησίας.

  3. - Πες του την Κυριακή να βάλει τον Αντωνίου. Το παιδί βγάζει μάτια. Αμόλα!
    - Πες του ότι ο Αντωνίου είναι εκτός εκκλησίας. Έκλεισε συμβόλαιο με την Liverpool και μεθαύριο πετάει για Αγγλία.

(από HardcoreGR, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ερώτηση σε κάποιον που δεν έχει τρόπους, δεν ξέρει να σταθεί σε ένα χώρο με τους υπόλοιπους της παρέας.

Παρμένο από παλιό ανέκδοτο της δεκαετίας του ογδόντα.

Λάκης (που τον έχει φέρει ο Βιόλης στην παρέα) μέσα στο ρεστοράν, μεγαλοφώνως, ρωτάει τους υπολοίπους:

- Ρε μαλάκες, δε πιστεύω το μαγαζί να είναι πιασέκωλο...

Σήφης ρωτάει το Βιόλη:

- Θα' τρωγες μια μπανάνα τώρα;

Bιόλης:

- Μπα, όχι με τίποτα!

Σήφης:

- Καλά εσύ δε θες, το μαϊμού δε θέλει μπανάνα;

smile (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα, σπείρα, ασκέρι, που προκαλεί την καταστροφή. Αποτελείται είτε από λούμπεν είτε από «κακοποιά» στοιχεία, και επιδίδεται σε φθορές, κλοπές, βανδαλισμούς και γενικά «αξιόποινες πράξεις».

Μπορεί να αποδοθεί επίσης στην παρέα μας, η οποία φυσικά είναι γαμάτη και τη φοβούνται όλοι.

1)
-Μαζευτείτε ρε φλώρια μην έρθει ο Ψηλός με το λεφούσι του και γίνουμε κώλος εδώ μέσα!

2)
-Καλά ρε τι έγινε και είστε σαν κλαμένα μουνιά;
-Μας επιτέθηκε στο μετρό ένα λεφούσι ΑΕΚτζήδες και μας πήρε στο κυνήγι μόλις που γλυτώσαμε...

Σχετικό: φουρφούκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψυχρός στο πνεύμα, το μυαλό, την ψυχή, το αίσθημα και τον έρωτα, αναίσθητος, ανίκανος να συγκινηθεί, πολύ κρύος μιλάμε, ακόμη και στο πιο θερμό σημείο του ανθρωπίνου σώματος: τον κώλο. Ξενέρωτος και με ολέθρια αίσθηση του χιούμορ, ξινός, ιδανικός στο να χαλάει την παρέα.

Χρησιμοποιείται επίσης και ως ρατσιστικός χαρακτηρισμός των βορείων εταίρων μας, που επεξηγεί το πολιτιστικό χάσμα και εντοπίζει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ μας όχι στο μορφωτικό επίπεδο, το κοινωνικό κράτος, τον πλούτο, την οργάνωση της κοινωνίας κλπ. κλπ., αλλά στην ψυχική και ερωτική θέρμη, την οποία εμείς μεν διαθέτουμε σε περίσσεια, αυτοί δε στερούνται.

  1. -Κι αυτό νονέ είναι το δικό σου δώρο! -Α! Χμμ.. ευχαριστώ…
    (Η μαμά ψυθιριστά:)
    -Πες καμιά καλή κουβέντα στο παιδάκι ρε κρυόκωλε, δυο ώρες παιδευόταν για να σου το φτιάξει!

  2. (Σπουδαστής εξ Εσπερίας σε διακοπές:)
    -Δε γυρνάω σπίτι απόψε! Έχω πήξει εκεί πάνω, από τις έξι το απόγευμα όλοι οι κρυόκωλοι κλείνονται στα σπίτια τους.

  3. Περσινά ξινά σταφύλια με ελάχιστες δόσεις ταλέντου στην πρεμιέρα του Greek Idol. Κιτς ντύσιμο Ρούλας Κορομηλά, κρυόκωλοι κριτές και βίντεο από την εκπομπή. εδώ

  4. Όχι παιδιά στις ψόφιες, όχι και στους κρυόκωλους
    Όχι παιδιά στις ψόφιες,
    όχι στους σοβαρούς
    (Λουκιανός Κηλαηδόνης, Ο ύμνος των μαύρων σκυλιών)

Στο 3.15. (από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified