Further tags

Σχεδόν από και κλειστικά σε παρελθοντικούς χρόνους και μόνο στη Λευκάδα, δεικνύει άνδρα που τό 'χει χάσει, που δεν στέκει και καλά. Ενδέχεται να συνοδεύεται από το πέρα.

Αυτό το τελευταίο (που δεν έχει πιάσει νιού γιορκ τάιμς στα χέρια του) υποδεικνύει ότι η εξήγηση είναι ότι ο τύπος έχει σαλπάρει γι αλλού και το κόβω είναι όπως στο «κόβω λάσπη», ρήμα κίνησης σημαντικό, και όχι όπως στο κόβω άλυσο.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

  1. - Ρε, το μάτ' τ' Μάκ' π' γυαλjίζ' τό-ειδες;
    - Τώρα το πήρες χαμπάρ' μωρε; Αυτός έχ' κόψ' πέρα...
    - Μπά γαμώ τον άη Γεράσ'μο...κι ήτανε καλό παιδί.

  2. (στη θέα κάποιου που κάνει ό,τι νά 'ναι)
    - Πάει αυτό, έκοψε.
    ή - Α, είναι κομμένο μπίτ' αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

For the festivals κοινώς σε ελληνική μετάφραση ισούται για τα πανηγύρια.

Τις προάλλες ήμουν στο πάρτυ μασκέ και είδα τον Στρούμφ.
Ο τύπος είναι πανηγύρι for the festivas το άτομο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (ακόμα;) στη λευκάδα. Προφέρεται με το νι ένρινο και με διαλυτικά πάνω απ' το ταυ, και έχω την πεποίθηση ότι ξεκίνησε απ' τον χώρο της παπιοπεριπέτειας. Το παπί σου δεν πάει πόντο, και συνεκδοχικά εσύ δεν πας πόντο σημαίνει ότι είναι για τα μπάζα, ότι αν σε πάω κόντρα θα προσκυνήσεις, ότι το μηχανάκι σου δεν κουνιέται ρούπι.

Κατόπιν γενικεύτηκε η χρήση και καλύπτει όλες τις πλευρές τις καθημερινότητας και πέφτει όπου υπάρχει κάτι που δεν τό 'χει.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

  1. - Άν'ξέ το λjίγο το γαμ'μένο, μωρέ. Τό'εις μπουκώσ' και δε μπάει πόντο.

  2. - Θέλ' φορμάτ το μπ'ρί ρε πούστ', τά 'χ' φάει και δε μπάει πόντο.

  3. - Ωπ το γκομενάκ'!
    - Δε μπάει πόντο αυτή μωρέ. Τ'νjείχα δει πέρ'σ' στ'ν αγιάνν' μ' μαγιό και μό 'πεσε το π'λjί στα γόνατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παλιά τα χρόνια, όπου θεωρείτο εντροπή και αίσχος η προγαμιαία τεκνοποίηση, πολλά ερωτευμένα ζευγάρια που «κακοπάθαιναν», ηναγκάζοντο αίφνης να υπανδρευτούν, δηλαδή, μόλις στο δίμηνο η εγκυμονούσα σιγουρευόταν για την κατάστασή της ενώ εξωτερικά δεν έδειχνε γκαστρωμένη, ακόμα. Επομένως, η σύλληψη ανηγάγετο στην 1η νύχτα του γάμου και μετά επτά μηνών, η γυνή εισήρχετο στην κλινική για να γεννήσει.

Σε συνδυασμό με το υποτιμητικό σχήμα του χαρακτηρισμού «7μηνίτικος», τη στιγμή όταν η μητέρα ή ο πατέρας ένιωθαν ότι ο φίλος-συγγενής-γείτονας, κλπ., σχολιαστής της κατάστασης, ακριβώς, προσπαθούσε να υποτιμήσει το τέκνο, ανταπαντούσαν με την συγκεκριμένη, «δυσερμήνευτη» για την κοινωνία, φράση.

Το ίδιο απαντούσαν και σε περιπτώσεις όπου το τέκνο είχε ταχεία ανάπτυξη και από τα δέκα του είχε ήδη μπόι 1.60, επομένως, οι τρίτοι εξέφραζαν την απορία, πώς γίνεται ένα 7μηνίτικο να ψηλώνει τόσο. Ήξεραν, όμως, οι γονείς... ;-)

Και αυτό από την Κρήτη.

*Σε καμία περίπτωση δεν ανακυκλώνουμε παλαιούς μύθους, γενετιστικούς. Φυσικά η επιστήμη έχει προοδεύσει και οι παλαιές αντιλήψεις που οδηγούν σε τέτοιου είδους διακρίσεις «από τη γέννα» δεν υφίστανται πλέον. Ούτως η άλλως, ο όρος «7μηνίτικος» είναι αδόκιμος, «δεν υπάρχει, μαλάκω».

Κίσεζ.

Θείος Μάκης: Να σας ζήσει το κοπέλι κιόλας! Άκουσα, βέβαια, ότι είναι επταμηνίτικο. Αλλά, απ' ό,τι βλέπω, τούτο είναι γαιδούρι!

Νεο-μαμά: Επταμηνίτικο είναι, θείο, αλλά στην ώρα του (με σκέρτσο)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ωραίο λογοπαίγνιο το οποίο αναφέρεται στην καψούρα ενός μαλάκα ανδρός προς μια αλλοπρόσαλλη γκόμενα η οποία δεν του δίνει σημασία, ενώ αυτός είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα γι' αυτήν, μέχρι και να μαστουριάσει για πάρτη της.

«Μωρή τρελή, μωρή ζουρλή, μωρή αλλοπαρμένη, μωρή για το γινάτι σου θα 'πα να μαστουριάσω.»

(από kounelos66, 18/02/10)(από kounelos66, 21/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αφορά εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έπαψαν να είναι κουτόφραγκοι και να τρώνε βελανίδια ενώ εμείς τρώμε κοκορέτσια.

- Πήγα να πάρω δάνειο για εκείνο το εξοχικό στα Σέκλανα και δεν με δώσαν οι μαλάκες
- Ε καλά σε κάναν ρε ψηλέ, τι δάνειο και συ, αφού δεν πάνε καλά τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.
- Ναι έχουν θυμώσει οι Ευρω-πέοι, αντί να μας δώσουν δάνειο θέλουν να μας κόψουν και το δώρο, τα μουνιά της λάσπης.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω όλα και πολύ καλά (και σε καλές τιμές, οφκόρς)

Και διότι τα παραπάνω είναι αληθή με προτιμούν πολλοί

Και, σαν συνέχεια των ανωτέρω, κάνω και δύσκολα πράγματα, πράγματα δυσκοίλια για τους άλλους και τα καταφέρνω άριστα, κάνω παπάδες εν ολίγοις

Κανένας, ρε, δεν το έφτιαχνε το κομμάτι. Βλέπεις, σπασμένο αντιμόνιο, άντες να το κολλήσεις - εξωτικό αλουμίνιο το λένε. Αυτός ο πούστης το κόλλησε, ρε κάνει παπάδες σε λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ειναι μια ευφάνταστη καρναβαλική αμφίεση (δες φωτό) που σκέφτηκε κάποιο τσικλίκι και κατάφερε πολυ πετυχημένα να συνδυάσει τον Νίκο Γκάλη με τον 'Αλις Κούπερ.

Μεταφορικά, γκάλης κούπερ μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος απο αυτούς τους σαρανταπεντάρηδες που εξακολουθούν να παίζουν ακόμα μπάσκετ και να πιάνουν για ώρες το γηπεδάκι της γειτονιάς κάνοντας ολντ φάσιον φιγούρες εμπνευσμενες απο τον Γκάλη (σπάσιμο όχι στον αέρα αλλα στο έδαφος), κηρύττοντας το ήθος στους νέους συμπαίκτες (μη βρίζετε παιδιά μου, εμείς είχαμε ήθος στα νιάτα μας), και έχοντας στυλιστικό ντρες κόουντ εμπνευσμένο από τα '80ς (παπούτσια στράικ, σταράκια, κορδέλες στα μαλλιά, μάλλινες φανέλες του Μίλωνα ή του Σπόρτινγκ για να ψαρώνουν οι νιούφηδες)

Πας όλο αγωνία στο γηπεδάκι για μπάσκετ και πάλι το γήπεδο είναι πιασμένο απο ΑΥΤΟΥΣ.

- Ψηλέ, πα' να φύγουμε.
- Κάτσε ρε να τους δούμε, έχουν χαβαλέ.
- Ωχ τι κάνει, ρε μαλάκα, αυτός με τα στράικ, σπάσιμο στο έδαφος;
- Θεός ρε, γκάλης κούπερ...

(από kapetank, 24/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι η σπατάλη χρημάτων σε κάτι άχρηστο ή που δεν δουλεύει ή και τα δύο. Είναι όμως και μια εμπρηστική προβοκατόρικη έκφραση για να τσουβαλιάσεις ηθικά και να χαρακτηρίσεις απαξιωτικά μια πολύ μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα (κάπως σε φάση «τους ξέρω εγώ αυτούς»). Συνήθως πρόκειται για συλλήβδην όλο το αντίθετο φύλο.

Λέμε «γυναίκες... πεταμένα λεφτά». Δεν εννοούμε το χρήμα ή, τουλάχιστον, όχι μόνο αυτό. Είναι σα να λέμε «κάθομαι και παιδεύομαι και ταλαιπωρώ τον εαυτό μου για νά 'ρθει να μου πει ότι δεν είναι τι είπα ήταν ο τρόπος που το είπα. Τιστομπούτσο;» Ε α γαμήσου κι εσύ κι ο γρύλος σου! Τζάμπα ασχολούμαστε.

Λένε «άντρες... πεταμένα λεφτά». Απολύτως λάθος έκφραση, παραφθορά και ιδιοποίηση της αρχικής και σωστής.

Σε άλλες, τζέντερ νιούτραλ καταστάσεις, πεταμένα λεφτά είναι οι πρωτοδεσμίτες (παράδειγμα 4), οι δικηγόροι (εδώ τείνει κάπως στην κυριολεξία) και όποιοι άλλοι πιστεύουμε ότι αποδεικνύονται «λίγοι» και κατώτεροι των προσδοκιών μας.

Για πιο σοβαρή εμβάθυνση βλ. αγόρια ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες, αγόρια Ελλάδα κορίτσια μαρμελάδα και το πιο μπλε [(c) jesus] αγόρια ρομπότ, κορίτσια φέρυ-μποτ.

  1. - Ναι μωρό μου... ναι... έκλεισα ναι... ποιο; ναι, ναι, και το αμάξι το έφερα στη δουλειά... ναι, έτοιμος είμαι με τις βαλίτσες... όχι δεν έχω τίποτα... όχι, δεν με φόρτωσες με όλα τα κανονίσματα... εννοείται θα περάσουμε τέλεια... μα αφού σου λέω δεν έχω τίποτα... μα σου είπα εγώ ότι με κούρασες;... τι εννοείς;... δεν είναι τι είπα αλλά ο τρόπος που μιλάω; δηλαδ-... γιατί να μην πάμε;... πώς δε σ' αγαπάω;... κλείσαμε τα πάντα, πήραμε άδειες και να μην πάμε;... που κολλάει αυτό;... ρε μωρό μου συνάδελφος είναι να μην της μιλάω;... ποιος; τι; ποιος είναι ο Γιώργος και γιατί έχει άποψη για τη σχέση μας;... μα... όχι ρε στάσου... όχι... σου είπα εγώ να μην έχεις φίλους;... Καλά, θα περάσω να σε πάρω... Καλά... Ναι σου λέω... Κι εγώ... Αφού σου λέω κι εγώ...
    - Τι έγινε ρε Μηνά;
    [Σ.ς.Ο Μηνάς κοιτάει ακόμα το ακουστικό απορώντας τι σκατά συνέβη]
    - Τι να γίνει ρε συ; Γυναίκες... πεταμένα λεφτά...

  2. Από το group του facebook Γυναίκες...πεταμένα λεφτά!Women...lying around money! (sic):

Γυναίκες...πεταμένα λεφτά!Δεν το πιστεύουμε και απόλυτα, αλλά σαν ατάκα είναι από τις καλύτερες...

  1. Ο γράφων δεν θα επιχειρήσει καν την κατάδυση στην γυναικεία ψυχή. Όχι σήμερα τουλάχιστον και όχι χωρίς την παρέα δυο φίλων και λίγου αλκοόλ. Θα δώσω το μικρόφωνο στις ίδιες κι όποιος καταλάβει να με χέσει. Παραθέτω από το αντίστοιχο group του facebook (Άντρες.... πεταμένα λεφτά..):

Μπορεί καμιά φορά να μας ξεγελάνε και να τους ερωτευόμαστε αλλά... πόσες φορές έχετε σκεφτεί την ατάκα: «Άντρες.. πεταμένα λεφτά». Αν την έχετε σκεφτεί έστω και μία.. ανήκετε στην παρέα μας...

  1. Από εδώ:> Χμμ... Δίκιο. Ήμουν βέβαια καταλάθος σωστός, αλλα το οτι στην 4 είναι μεταβατικό είναι φανερό. Ήθελα να τονίσω οτι παίρνει κατηγορούμενο, αλλ'ανταυτού έγραψα «μεταβατικό». Τί να πείς; Πρωτοδεσμίτες... Πεταμένα λεφτά.[/quote]5. Από εδώ:[quote=Pirate Jenny]Κλασική επίσης η αντιδιαστολή μεταξύ hos (οι γκόμενες - πφφ, πεταμένα λεφτά) και bros (οι φίλοι σου, τα φιλαράκια σου, τα αδέρφια σου). Bros before hos, man!

vikar 6. Από εδώ:

Γυναίκες ...πεταμένα λεφτά.
Οταν είχα ακούσει τη συγκεκριμένη ατάκα πριν από πολλά πολλά χρόνια είχα θυμώσει με τον αρσενικό που το σκέφτηκε.
Περνούσα την φάση της φεμινίστριας και με είχε συνεπάρει ο αγώνας. Θα τους νικήσουμε...κορίτσια!!!
Τώρα πια θυμώνω με τον φεμινισμό και γελάω τρελά με την ατάκα.

Αγόρια ρομπότ, κορίτσια φέρυ μποτ. Graffiti. Εξάρχεια, Αθήνα. (από patsis, 25/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified