Είναι υποκοριστικό του γύφτος αλλά και το ανήλικο γυφτάκι.

Σημείωση: Με μπολντ κάποια συνώνυμα του "γύφτου".

Να λέμε εφεξής «χασαπόγυφτους» τους αιρετούς που αντιδρούν στην εγκατάστασή τους, «γιούφτους» αυτούς που τους στερούν την κοινωνική βοήθεια, «τσιγκενέ μαχαλάδες» τα αυθαίρετα που έχουν ρεύμα, νερό και λεονταράκι στην πόρτα των λευκών, αμώμων νεοελλήνων, και μπορείτε να διαλέξετε τίτλους και απονομές για τα ονόματα «αθίγγανος», «αράπης», «γυφτσέλι», «γύφτουλας» και τα λοιπά, που πλέον πρέπει να κοσμούν τις δικές μας συμπεριφορές, την αδιαφορία και τη γαϊδουριά.
Πηγή εδώ

  1. Μήπως, συμπατριώτες μου, Αθηναίοι του κέντρου, αρχίσατε να καταλαβαίνετε λίγο περισσότερο τους γύφτους, που όταν ένα γυφτσέλι σκοτώνεται στην άσφαλτο μαζεύονται οργισμένοι και κάνουν θερινά τα σύνορα των συνοικιών τους; Ή δε χαμπερίζετε και τρέχετε σύμφωνα με τη μόδα και τους δήθεν ελληναράδες και τα ρίχνετε στους μαύρους και στους εξωτικούς που φταίνε για τη βίαιη εγκατάλειψή σας; (εδώ)

  2. Μύριες φορές μιλώ και γράφω για γυφτσέλια, αράπηδες , φιλελέδες και εναλλάδες, διατεινόμενος πως υπερασπίζομαι την ιερή ασωτεία του Λόγου. (εδώ)

  3. Η ράπ γενικά είναι πολυ περισσότερο κατανοητή στην Αμπχαζία, στα γυφτσέλια των Βαλκανίων, στους πορτογαλόφωνους γενικώς, σε τούρκους, μογγόλους (πολύ δυνατοί!) και σε ένα σωρό εξωτικούς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται γλαφυρά και νοσταλγικά στο ένδοξο παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Παρόμοια γνωστή έκφραση από τον εθνικό μας ποιητή :«περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις».

Αναφέρεται επίσης και για να χαρακτηρίσει πράξεις μειωμένου γοήτρου ή κύρους συγκρινόμενες με προηγούμενες καταστάσεις.

- Τον είδες τον καινούργιο προϊστάμενο;
- Άσε τον είδα, εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περπατώ καμαρωτός και κορδωτός, όλο περηφάνια και αυταρέσκεια. Στις παλαιότερες εποχές, πριν την έλευση των μεταναστών, οι τσιγγάνοι ήταν αυτοί που πολύ συχνά δούλευαν στα χωράφια. Η εικόνα των εργατών που περπατούσαν με το σκεπάρνι στον ώμο πηγαίνοντας στη δουλειά είναι η ρίζα της έκφρασης, αφού το σκεπάρνι ήταν υπερυψωμένο και ξεχώριζε από μακριά.

Για δες παιδί... Από τότε που κέρδισε στο Κίνο περπατάει στο δρόμο καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι.

Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι Γύφτοι (από MXΣ, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ακραίος γύφτουλας, δηλαδή (κατά την γνωστή ρατσιστική αντίληψη) ο αγενής, άξεστος, χωρίς τρόπους, που συμπεριφέρεται κατά το καυλούν χωρίς να έχει εσωτερικεύσει κανένα κανόνα.

Στο Δ.Π. υπό gizaha

  1. se ena tragoudi pou aresei se esena na doume tha s'aresei na erxete o kathe giftarmas kai na vrizei olous tous allous apo katw; (Εδώ).

  2. Τόσο σότο ούτε γυφταρμάς που πουλάει κλεμμένο κινητό ή Rayban γυαλικό στην Πατησίων. (Εδώ).

  3. Στο θεό σου όταν σου 'ρθει δεν την αμολάς
    Ανθρώπινο δεν είναι μου λέει «Ε, είσαι γυφταρμάς»
    Ρεύομαι καυγάς «Μωρή, ξεκόλλα
    Στην Κίνα αν δε ρευτείς το θεωρούν προσβόλα.
    (Από το άζμα Αντρικές Γουρουνιές των Ημισκουμπρίων)

Στο 1.35. (από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για κάθε λογής λεβεντομαλάκα με αξιώσεις.

Το λήμμαν έχει σαφείς ρατσιστικές γκαταβολές, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για να στιγματίσει συμπεριφορές πομπώδους μικροπρέπειας και ξεφτίλας, ασχέτως φυλής, θρησκείας, φύλου, και ταλιμπάν.

Βλ. επίσης: γύφτουλας, βλαχοδήμαρχος, μπαστου(ρ)νόβλαχος.

1. Χατζηδάκης, παρθένος νεοφιλελεύθεροος. Βρούτσης, κυκλαδίτης γυφτοπρόξενος. Κεδίκογλου, ωραιοπαθής, Πεταλωτής ο Β΄. Πιπιλή, (γάμησέ τα).

2. Σε καίνε όλα αυτά που έγραψα για τις παρανομίες που κάνουν, όχι όλοι οι ποδηλάτες του κόσμου, αλλά οι συγκεκριμένοι χωρίς καμιά παδεία και οδική συμπεριφορά ελληναράδες, κάφροι και γυφτοπρόξενοι, κατεβασμένοι απ'τα βουνά «ποδηλάτες» της Γκατζολούπολης που πήρανε ένα ποδήλατο για να το παίξουνε κάποιοι ή απλά γιατί έγινε της μόδας!

3. Τσαντιρομεσιτης γυφτοπροξενος κ φανατικος συριζα

4. Κάποτε, ζούσε σε κάποια πλάτη, ψηλά σε ένα κώλο, ένα μικρό μικρό τράιμπαλ ξεκωλόσημο....το τράιμπαλ ήταν μικρό ασθενικό και λίγο φυλακόβιο, αλλά η ιδιοκτήτριά του το αγαπούσε, το αγαπούσε πολύ, και, το τάιζε, και σιγά σιγά τοπ ξεκωλόσημο έγινε ξεκωλοσέντονο, γινε ξεκωλοταπετσαρία. Η ξεκωλοταπετσαρία εξαπλωνόταν με εκθετική πρόοδο στους κώλους κι’ άλλων γυναικών. Αρχικά σαν εμφανίστηκε σαν αθώο τραϊμπαλ κωλαράκι στο διάβα του. Τρομοκράτες; Αρμαγεδδών; Τα εξαγριωμένα πλήθη λεβενονοικοκυραίων με πυρσούς και τσουγκράνες άρχισαν να στήνουν αυτοσχέδιες αγχόνες σε κάθε γωνιά. Πρωτοστατες σ' αυτη την τρελη επιδημια εγκληματικοτητας εις βαρος αθωων κατα τ' αλλα ξεκωλων, ηταν μια ομαδα απο εξαγριωμενες γιαγιουμπες συνεπικουρουμενες απο διαφορες μπαζολες και τους ευνουχισμενους φλωροκουπες γιους και συζυγους τους. Η συνοχη του κοινωνικου ιστου ειχε πλεον διαταραχθει ριζικα και, ακομα χειροτερα, ολες μα ολες οι αξιαγαμητες γκομενες το κλειδωσαν με αποτελεσμα το ασπρισμα των τοιχων σε ολη την επικρατεια μέχρι που ο άσσος σπαθί έβαλε υποψηφιότητα για γενικός γυφτοπρόξενος. το ασυμβίβαστο της ιδιότητας αυτής με το επάγγελμά του ως ποντικομαμή προκάλεσε χάος στο βασίλειο, αφού δεν υπήρχε πλέον κάποιος που να φυλακίζει το σκόρο. το άβα περλέ εξαντλήθηκε κ πωλείται μόνον στη μαύρη αγορά έναντι της σοφοκλέους και τα κωλόμπαρα δεν έχουν τί να σερβίρουν μαζί με τα φιστίκια κ όλα τα παρελκόμενα. κ ζήσαν αυτοί καλά, κ μεις τη ρόκα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.

- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δράσεις εκείνου του ατόμου που προσπαθεί να επιδεικνύεται με φθηνούς εντυπωσιασμούς αμφίβολης αισθητικής. Οι υπερμεγέθεις γούνες, τα ψεύτικα χρυσαφικά, η επιλογή λευκού χρώματος (π.χ στο αυτοκίνητο) είναι ενδείξεις μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Συνήθως αυτά τα άτομα δανείζονται ή φοράνε χρησιμοποιημένα ρούχα και τα παρουσιάζουν ως δικά τους.

- Μα καλά, λευκή Mercedes πήγε και πήρε; - Αφού είναι αρχοντόγυφτος.

(από chrismegas, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται ανάμεσα στους άνδρες, ως επί το πλείστον, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει και ορισμένες περιπτώσεις γυναικών.

Ως μεγυφτάνα λοιπόν χαρακτηρίζουμε τον τύπο του ανθρώπου που, στην απεγνωσμένη προσπάθεια του να ξεχωρίσει στο πλήθος και να εντυπωσιάσει τους πάντες γύρω του, ντύνεται τόσο εκκεντρικά που κάνει το Μιλάνο να πενθεί και φέρεται τόσο εξεζητημένα που θυμίζει έντονα τον Βασιλιά Ταμτάκο! Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι τα άπειρα καράτια χρυσού πάνω του, το αυτοκίνητο που θυμίζει έντονα το Enterprise, το Dolce & Banana ντύσιμο, το βλαρχοντικό του στυλ και γενικότερα η πλήρης απώλεια αίσθησης της υπερβολής.

- Το είδες το καινούριο Rolex του Κώστα; Φυσάει!
- Μπα, μου θέλει και Rolex ο μεγυφτάνας;! Φόλεξ είναι, ρε χαζέ, σε λίγο θα βγάλει ουρά και θα σκαρφαλώσει στο δέντρο!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγυφτάνα, τώρα και σε οικογενειακή συσκευασία για μεγαλύτερη οικονομία! (από Tsatsaras the Pimp, 09/04/11)το κλασικό βίδεο με το νιπσλίπ της Αννούλας (από johnblack, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του ΠΑΟΚ.

-Με ποιους παίζουμε το Σάββατο;
-Με τους Τουρκόγυφτους στην Τούμπα.

Βλ. και Βούλγαρος, γύφτοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified