Further tags

Κλίνεται κατά το αρκουδιάρης και είναι σαφώς υποτιμητικό. Χρησιμοποιείται για αγόρια / άντρες οι οποίοι κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες φορούν βλάχικη-ζωηρόχρωμη βερμούδα μέχρι το γόνατο με τη γάμπα αξύριστη και πραγματικά ανίκανοι να υποστηρίξουν το σύνολο της αμφίεσής τους. Συναντώνται κυρίως στα γυμνάσια...

- Σκέτο σίχαμα η γάμπα του Γιάννη. Δεν πάει να κάνει καμιά χαλάουα;
- Ναι ο βερμουδιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίαν εντυπωσιακός και extreme τύπος κόμμωσης, σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς.

Αμερικανιστί είναι γνωστό ως Mohawk, βρεττανιστί ως Μοhican, αλλά και (σπανιότερα) ως Mowie. To styling απλό: ξυρίζεις τελείως τις δύο πλάγιες όψεις του τριχωτού της κεφαλής, αφήνοντας στην κορυφή, στο μέσον ακριβώς, μια άθικτη λωρίδα μαλλιού να κυματίζει ανέμελη. Το αποτέλεσμα απλά βγάζει μάτια.

Ονομάστηκε έτσι από την ιθαγενή αμερικανική φυλή των Mohawk, για τους οποίους σώζονται μαρτυρίες πως όταν πήγαιναν στον πόλεμο, ξύριζαν το κεφάλι τους κατ’ αυτό τον τρόπο.

Η μοϊκάνα έγινε το απόλυτο σύμβολο της υποκουλτούρας των Punks, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Αργότερα υιοθετήθηκε και από άλλα groups και άλλες υποκουλτούρες, όπως π.χ. αυτή του Goth (γκοθάδες), υφιστάμενη κάθε φορά ποικίλες μετατροπές και διαφοροποιήσεις. Η μοϊκάνα δεν θα αργήσει να χρωματιστεί και πολιτικά, με την θερμή υποδοχή που της επιφύλαξαν οι νέας κοπής αναρχικοί/αντιεξουσιαστές (που ασφαλώς ανήκαν στο πολύ ευρύτερο ρεύμα των punk rockers). H σημειολογία της είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Διαθέτοντας αρχαίες πολεμικές περγαμηνές, συμβολίζει την προσχώρηση / εμπλοκή του φέροντος αυτήν, στον ακήρυχτο κοινωνικό πόλεμο εναντίον κάθε είδους Αρχής, που συνήθως συγκεκριμενοποιείται (ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο;) στο Κράτος, την Κυβέρνηση, το Σύστημα Εξουσίας, τον Καπιταλισμό, τον Ιμπεριαλισμό και (πιο πρόσφατα) την Παγκοσμιοποίηση.

Αυτός ο συσχετισμός με τους Ινδιάνους και την όλη ερυθρόδερμη μυθολογία (αντίσταση κατά του Λευκού, αδούλωτο πνεύμα, νομαδικός τρόπος ζωής, μυστικιστικές συνάφειες με τη Μητέρα Φύση) εξηγεί κατά το μεγαλύτερο μέρος την απίστευτη δημοφιλία της. Όμως κάτι υπολείπεται από την εικόνα για να είναι πλήρης, κι αυτό είναι η Ψυχολογία. Το απομονωμένο περήφανο τσουλούφι στην κορυφή της κεφαλής, δημιουργεί ευθέως φαλλικούς συνειρμούς, είναι φαλλικό σύμβολο. Όπως οι οβελίσκοι, τα μενίρ, τα αγάλματα των νησιών του Πάσχα και τόσα άλλα μνημεία, η αρρενωπή μοϊκάνα διατρανώνει την αδάμαστη ενεργητικότητα του κατόχου της, την ατσάλινη θέλησή του για επικυριαρχία, επιβολή, επικράτηση. Ο φαλλικός συνειρμός καθίσταται ακόμη περισσότερο άμεσος στην περίπτωση που η μοϊκάνα συνδυαστεί με τα καρφιά (spikes), τα οποία μορφοποιούνται με τη βοήθεια ποικίλων κολλωδών ουσιών. Η μοϊκάνα είναι απλά μνημειώδης, τελεία και καύλα.

Διατήρηση. Στην περίπτωση της απλής μοϊκάνας (μακρύ τσουλούφι που πέφτει προς τα πίσω), το μόνο που έχεις για να νοιαστείς είναι το τακτικό ξύρισμα των πλαγίων όψεων, ώστε να οριοθετείται με σαφήνεια το τσουλούφι. Θέλει βέβαια λίγη εξάσκηση για να πετυχαίνεις την τέλεια διαγράμμιση, αλλά σε γενικές γραμμές τα πράματα είναι εύκολα. Σε άλλες παραλλαγές, όπως αυτήν όπου το τσουλούφι διαμορφώνεται σε τεράστια καρφιά, κατακόρυφα διατεταγμένα, ίσως υπάρξουν (στην αρχή τουλάχιστον) κάποια ζόρια, αναλόγως και την επιδιωκόμενη πολυπλοκότητα. Για τη συγκράτηση των καρφιών (που ενίοτε αναφέρονται ως Liberty spikes, εκ της ομοιότητάς τους με τα καρφιά της κόμης του αγάλματος της Ελευθερίας στη Ν.Υ.) επιστρατεύονται κάθε είδους κόλλες, ασπράδια αυγού, ζελατίνη, άμυλο καλαμποκιού, καθώς και ειδικά προϊόντα styling (σπρέι, τζελ, αφρός, κερί κλπ). Περιττό να αναφέρουμε ότι τα τελευταία θεωρούνται φλώρικα και απορρίπτονται μετά βδελυγμίας από τους ορίτζιναλ μοϊκανούς, που προτιμούν να ζέχνουν αυγουλίλα παρά να υποκύψουν στα θέλγητρα του καταναλωτισμού και να θεωρηθούν επαναστάτες γιαλαντζί και υποφρικιά. Αν πάλι γουστάρεις το λουκ περικεφαλαία, με έναν ορθωμένο συνεχή τοίχο μαλλιού να τέμνει δεσποτικά απ' άκρου εις άκρον το κεφάλι σε δύο ημισφαίρια, τότε θα πρέπει μάλλον να γίνεις μάστορας και στο πιστολάκι, προκειμένου η φούντα σου να αποκτήσει την πολυπόθητη ξηρή εμφάνιση.

Πολλές μοϊκάνες βασίζονται και στη χρήση έντονων χρωμάτων (ροζ, κίτρινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, μοβ), τα οποία μπορεί και να τίθενται εναλλάξ, σχηματίζοντας ψυχεδελικά ουράνια τόξα. Τα εγχώρια φρικιά ποτέ δεν πολυσυνήθιζαν την εμπριμέ μοϊκάνα. Όντας πολύ πιο μπρουτάλ και θιασώτες της sancta simplicitas (άγια απλότης), δεν ένιωθαν άνετα με τέτοιου είδους βρετανικίλες, που πάντοτε ήταν πιο πολύ μόδα και λιγότερο εξεγερσιακή στράτευση. Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για δεκάδες άλλες παραλλαγές του βασικού Mohawk, όπως το bi-hawk (δύο λωρίδες), το tri-hawk (τρεις λωρίδες, αναγκαστικά μικρότερες, όσο αυξάνεται ο αριθμός τους τόσο μειώνεται το πλάτος τους), το duo-hawk (όταν η λωρίδα ξεκινά ενιαία για να χωριστεί κατόπιν σε δύο τμήματα), το dreadhawk (όταν η τούφα πλάθεται σε τζίβα), το Inverted Mohawk ή Reverse Mohawk ή No-hawk ή Anti-hawk (όταν ξυρίζεις μόνο μια λωρίδα στην κορφή, εκεί που θα ήταν κανονικά το Mohawk), το Roman Mohawk ή Sunhawk (όταν η λωρίδα διασχίζει το κεφάλι εγκαρσίως, από το ένα αυτί στο άλλο, και όχι κατά μήκος, από το κούτελο ως το σβέρκο).

Το Halfhawk ή Tophawk συνιστά μια μεσοβέζικη κατάσταση, όπου το τσουλούφι καλύπτει μόνο το επάνω τμήμα του κεφαλιού, και δεν κατεβαίνει προς τα πίσω, στο σβέρκο. Είναι οπωσδήποτε πιο φλώρικο από την αυθεντική μοϊκάνα, πλην όμως έπαιξε αρκετά εδώ στην Ελλάδα, από όσους ήθελαν να είναι μέσα στο πνεύμα της εποχής, απέφευγαν ωστόσο να ταυτιστούν με τα άκρα.

Σε γυναίκες κυρίως απευθυνόταν το λεγόμενο Garbo-hawk: στις πλάγιες πλευρές αντί για ξύρισμα πέφτει απλά ένα πολύ κοντό κούρεμα, ενώ μια μεγάλη φράντζα (το ίδιο το hawk) πέφτει μπροστά και καλύπτει το ήμισυ του προσώπου, όπως περίπου στα γιαπωνέζικα καρτούνια. Κάτι παρόμοιο, σε εντελώς fashion victim πνεύμα, είχε κάνει πριν κάτι χρόνια η Βίσση.

Υπάρχει τέλος και το ντιπ για ντιπ φλώρικο Fauxhawk, όπου απλά έχεις αφήσει ελάχιστα πιο μακριά τα μαλλιά στο κέντρο και τα σηκώνεις με τζελ, χωρίς βέβαια να έχεις ξυρίσει καθόλου τα πλάγια. Είναι ένα από τα πολλά hairstyles των σημερινών ερμαφρόδιτων πιτσιρικάδων, εκφυλισμένη μορφή και μακρινή ανάμνηση της ένδοξης μοϊκάνας των 80's (άντε και λίγο των 90's).

Και αφορμής δοθείσης εκ του Faux, λίγη κοινωνιολογία για το τέλος. Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια ακόμη, τα μοϊκάνια, τα πανκιά, τα φρικιά, οι ανάρχες, ενέπνεαν το δέος και το σεβασμό. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν θέσει ενσυνείδητα εαυτόν παρά την κοινωνία την οποία μάχονταν. Δεν κρύβονταν πίσω από κουκούλες διότι δεν είχαν τίποτα να κρύψουν. Ήταν αυτό που ήταν. Δεν το 'χαν δίπορτο. Δεν είχαν διπλή ζωή, του στιλ σήμερα τα σπάω στην πορεία με τους μπάχαλους και αύριο πάω με το γκομενάκι μου σε χλιδάτη καφετέρια και πληρώνω 4 ευρώ το νεροζούμι. Ο χώρος του «περιθωρίου» ήταν πολύ περισσότερο περιχαρακωμένος, ήθελε αρχίδια για να περάσεις στην αντίπερα όχθη. Το περιθώριο θέλει ζόρι και κουπί και δεν μπορείς πάντα να κάνεις το παπί, τραγούδαγε ο Μπουλάς στο Ελλάς.

Σήμερα όλα παίζουν, οι κίνδυνοι είναι πολύ περισσότεροι, δεν ξέρεις από πού να φυλάγεσαι. Στη σαλαμοποίηση αυτή κυρίαρχο ρόλο έχουν παίξει τα νέα μέσα επικοινωνίας με την τερατώδη ανάπτυξή τους. Σήμερα όσο εξτρίμ κι αν είσαι, όσο σουρωτήρι κι αν έχεις γίνει απ' το piercing, όσο εφημερίδα κι αν είσαι απ' τα τατού, δύσκολα θα πάρεις μια δεύτερη ματιά στο δρόμο. Όλα πλέον είναι μόνο μόδα, καμιά ουσία δεν υπάρχει (αν ποτέ υπήρξε). Όλα είναι απλά σημεία, όπως έλεγε ο λατρεμένος Jean Baudrillard. Kι αν ακούγομαι κάπως νοσταλγικός, ανασυστήνοντας ένα εξιδανικευμένο πλασματικό παρελθόν, να με συγχωρείτε, διότι το παρόν έχει το χαρακτήρα ενός tribute, ενός φόρου τιμής, μιας εκδήλωσης μνήμης.

Νομίζω πως περιττεύει.

(από BuBis, 21/08/09)

Σύγκρινε με μουλέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεμελιώδεις όροι του λεξιλογίου των μπιλντεράδων, σφίχτηδων και λοιπών αθληταράδων.

Στεγνός είναι ο γραμμωμένος, ο γραμμένος, ο κομμένος, ο γράμματας, ο κομμάτιας, ο φέτας, ο άγριος, ο χάρτης. Υπερθετικός του στεγνού είναι το ερπετό.

Στέγνωμα είναι η όλη διαδικασία που οδηγεί στην πολυπόθητη γράμμωση.

Κάπως λιγότερο συχνά, απαντούν και τα συνώνυμα άλιπος και εξαθλίωση του λίπους, αντίστοιχα.

Το σωστό στέγνωμα αποτελεί ζόρικη και μανουριάρικη υπόθεση. Δεν είναι για όλους, απαιτεί αρχίδια, ψυχικό και σωματικό σθένος. Συνίσταται στην σταδιακή, ρεγουλαρισμένη απώλεια σωματικού λίπους με παράλληλη σκλήρυνση των μυών και σαφέστερη διαγραφή τους.

Χαρακτηριστικό του μυός είναι η συμπάγεια και η ενότητα, ενώ του λίπους η αμορφία και η ρευστότητα. Η υπεροχή του ξηρού (στεγνού) έναντι του υγρού στοιχείου, αποτελεί κοινό τόπο της δυιστικής φιλοσοφικής σκέψης, αρχής γενομένης με τους Πυθαγορείους και τα περίφημα αντιθετικά ζεύγη τους. Διαμέσου δε της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, επιβιώνει στον κοινό νου ως τα σήμερα.

Με καμία Παναγία δεν πρέπει να συγχέουμε το στέγνωμα με το απλό αδυνάτισμα! Το στέγνωμα αποσκοπεί στην ανάδειξη των μυών, όχι στην απλή απώλεια βάρους. Το σώμα, με την αποβολή του περιττού λίπους, αποκτά έτσι βαθιά κοψίματα, τα οποία δια της φωτοσκιάσεως δημιουργούν ένα καλαίσθητο πλαστικό αποτέλεσμα.

Εξ ου και το στέγνωμα λέγεται και κόψιμο, το στεγνώνω λέγεται και κόβω, ο στεγνός είναι και κομμένος.

Με το σωστό στέγνωμα, το δέρμα καταλήγει να γίνει λεπτό και διάφανο σαν τσιγαρόχαρτο. Γι' αυτό και είθισται να λένε στους γραμμωμένους: «πω ρε φίλε, χαρτί έχεις γίνει!». Εν προκειμένω, το «χαρτί» δεν σημαίνει απλά το τζιτζί και το γαμιστερό, αλλά νοείται τρόπον τινά κυριολεκτικά. Επί του χάρτου τούτου αναδεικνύονται, «πετάγονται», τα περίφημα και ψαρωτικά φλεβίδια. Ένας στεγνός είναι κατά κανόνα και λίαν φλεβικός.

Εκτός όμως από κόπο και ιδρώτα, το σωστό στέγνωμα θέλει και τρόπο. Σωστή διατροφή, καλός ύπνος και βέβαια φαρμακευτική υποστήριξη. Μέχρι κι η γιαγιά μου ξέρει πλέον οτι χωρίς φαρμακάκι η γυμναστικούλα είναι από ένα σημείο και μετά ματαιοπονία. Αν σου πάει τρεις και πέντε να μπεις με τη μία στα χοντρά, παίρνε τουλάστιχον συμπληρωματάκια διατροφής (σκόνες). Αν και μ' αυτά ζορίζεσαι, καλύτερα αραίωνε με το άθλημα και ρίχτο στο πλέξιμο, πιο μεγάλη επιτυχία θα έχεις εκεί.

Ειδικά steroids για στέγνωμα θεωρούνται συνήθως το Winstrol και το Αnavar. Όσον αφορά τα μη στεροειδή, προτιμάται η διεγερτική Εφεδρίνη και το βρογχοδιασταλτικό Clenbuterol. Όλα αυτά δρουν κατά του λίπους με διάφορους έμμεσους τρόπους (ενεργοποίηση μεταβολισμού κλπ). Το απόλυτο λιπολυτικό / λιποδιαλυτικό είναι η πανάκριβη αυξητική ορμόνη, που χτυπά στεγνά στο ψαχνό, καταστρέφοντας αυτούσια λιποκύτταρα και όχι μειώνοντας απλά το μέγεθός τους.

  1. - Τι πρόγραμμα έχεις για φέτος;
    - Λέω τον Οχτώβρη να μπω μια δίμηνη θεραπειούλα με Deca και Dianabol για να τσιμπήσω 4-5 κιλάκια και να ογκωθώ λιγάκι. Και μετά τα Χριστούγεννα ξεκινάω φουλ στέγνωμα.

  2. - Τον Αλέκο έχω να τον δω τόσο στεγνό από τότε που κατέβηκε στο Mister Hellas του '99 κι είχε έρθει τρίτος στη μεσαία κατηγορία... - Δεν τα 'μαθες, ξανακατεβαίνει σε αγώνα ο γίγαντας το καλοκαίρι, κι ας έχει πατήσει τα 45. Ψυχάρα σου λέω...

  3. - Μαλάκα έχεις στεγνώσει απίστευτα τώρα τελευταία; Για πες μας τι τρώς να μαθαίνουμε...
    - Τίποτα ρε, λίγο Winstrol σε χάπι, 3-4 τεμάχια τη μέρα, τρίχες σε σχέση μ' άλλους.
    - Έλα ρε συ, μπράβο. Ελπίζω να μη λες αρκούδες βέβαια...

  4. - Ο καινούργιος γυμναστής έχει τα πιο στεγνά τρικέφαλα που έχω δει ποτέ μου! Νομίζεις πως βλέπεις ξουράφια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: «Βαλβολίνης».

Οι τύποι που συχνάζουν τα καλοκαίρια κυρίως στις παραλίες της Αττικής και πασαλείφονται με κάθε λογής έλαια (αντηλιακά ή άλλα). Το κριτήριο επιλογής του αντηλιακού τους δεν είναι ποτέ ο δείκτης προστασίας του, αλλά το πόσο πυκνόρρευστο είναι, πόσο γυαλίζει και για πόσο διάστημα, αφού ο σκοπός τους δεν είναι η προστασία τους από την ηλιακή ακτινοβολία. Απλά θεωρούν ότι όσο περισσότερο γυαλίζει το κατά τη γνώμη τους αγαλματένιο κορμί τους, τόσο καλύτερη είναι η επίδειξή του, παρ’ όλες τις μπάκες και τα προκοίλια που διαθέτουν. Έτσι ποσώς ενδιαφέρονται αν αλείψουν το σώμα τους με κάποιο καλό αντηλιακό ή με βαλβολίνη.

Πολλές φορές, αν και έχουν περάσει τα ...ήντα συνεχίζουν να πασαλείφονται και να παίζουν ρακέτες ασταμάτητα. Το φαινόμενο έτεινε να πάρει κοινωνικές διαστάσεις στην δεκαετία του 90, όταν η συγκεκριμένη συνομοταξία πουροτεκνών κυκλοφορούσε σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό στον Άγιο Κοσμά και στον Αστέρα, ενώ στην αδελφότητα παρατηρούσε κάποιος και αρκετά νέα μέλη κάτω των 30, οι οποίοι τη σημερινή εποχή συνεχίζουν επάξια το δρόμο που άνοιξαν οι πρωτοπόροι και μέντορές τους.

Η αναγνώρισή τους είναι πολύ εύκολη μέσα στο συνωστισμό που επικρατεί συνήθως στις εν λόγω πλαζ, από τα πιο κάτω χαρακτηριστικά:
1. Γυαλίζουν από μακριά.
2. Το χρώμα του δέρματός τους είναι κάτι σαν σοκολατί.
3. Κυκλοφορούν με μικροσκοπικά μαγιό.
4. Συνήθως φορούν χρυσές καδένες στο λαιμό και στα χέρια.
5. Είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους μεσήλικες και άνω.
6. Φορούν εξεζητημένα γυαλιά ηλίου.
7. Παίζουν μανιωδώς ρακέτες με ομόσταυλούς τους λαδωμένους.
8. Δεν παλουκώνονται ποτέ, ενώ σπανίως μπαίνουν στη θάλασσα.

  1. Οι φιλενάδες:
    - Μαρία, ήταν καλά εχθές στην πλαζ;
    - Τι καλά ρε Τζένη. Δεν έφτανε το 1 εκατομμύριο κόσμος, ήταν και κάτι λαδωμένοι και παίζανε ρακέτες από πάνω μας 4 ώρες. Μας πρήξανε οι μαλάκες.

  2. - Κοίτα τον λαδωμένο. Δυόμιση ώρες ρακέτες το πουρό κι εμείς παίζουμε 5 λεπτά και τα φύγουμε ρε Γιώργο.
    - Χέσε μας ρε. Ασ' τους να κοπανιούνται και πάμε στην καντίνα να πάρουμε κανένα μπυρόνι.

xecutive... (από HODJAS, 16/04/10)(από Vrastaman, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας ή γυναίκα με πρόσωπο όχι απαραιτήτως άσχημο, αλλά που μοιάζει με καρτούν, έχει δηλαδή κάτι το αστείο, ή που θυμίζει ζωάκι, ή που, απλά, είναι συνηθισμένο μέχρι αηδίας. Κυρίως όμως λέγεται για ασχημόπαπα.

- Τι λέει η καινούργια γειτόνισσα;
- Γαμώ τα παιδιά.
- Ωραίο μουνί;
- Συμπαθητική.
- Με άλλα λόγια: μπάζο.
- Όχι μωρέ, απλώς είναι λίγο φάτσα καρτούν.
- Μανάρα;
- Στρουμφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που ξεχειλίζει από θαυμασμό, για την πολύ ψηλή καυλιάρα γυναίκα με την καλή την έννοια, τ. γυναικάρα, άλογο καμαρωτό, «πω ρε μάνα μου πα πα πα» σε φάση.

Λες τη λέξη και γεμίζει το στόμα σου απολαυστική λεβεντομουνιά: Ειδικά αυτή η κατάληξη -άρι παραπέμπει συναισθηματικά σε λέξεις που περιγράφουν μεγαλοπρεπείς και ευθυτενείς πραγματικότητες (βλ. στυλι-άρι από το στύλος, δοκ-άρι από τη δοκό, αλλά και πιο χαρακτηριστικά ματζαφλάρι, παλαμάρι κ.λπ.) - και βέβαια στο καμ-άρι...

Χρησιμοποιείται στο Μπραχάμι (το άκουσα επανειλημμένα σε χρήση και μου κόλλησε κιόλας), αλλά δεδομένου ότι το γούγλε τεστ βγήκε θετικό, εκτιμώ ότι παίζει να έχει διαδοθεί και πέρα από το ρέμα.

...............................................................

Προσπάθειες ετυμολογικής προσέγγισης συμπληρώνονται εκ των υστέρων συνοψίζοντας τα υπέροχα σχόλια που έχουν καταγραφεί – ειδική μνεία στους Vrastaman και sstteffannoss:

  • Αναφορά στα Ρομανί όπου dil’arela θα πει (περίπου) «κάποιος που σε τρελαίνει».
  • Αναφορά στα Τούρκικα όπου dilara θα πει (περίπου) «η ερωμένη, η λατρεμένη της καρδιάς».
  • Αναφορά στην Αμερικάνικη σλανγκ, όπου dilara θα πει (περίπου) «η βυζαρού που γουστάρει να ξεσαλώνει».

Θεγκζ γκάιζ.

- ... και είμαι στο φανάρι της Σουλίου και σκαλίζω τη μύτη μου περιμένοντας στο κόκκινο όλο βαρεμάρα και κάνω έτσι και τι να δω, πω μαλάκα, μια τύπα απίστευτη, ένα ντιλάρι ίσα με κει πάνω, μπαμ μπαμ μπαμ το τακούνι τη μπότα το μωρό το δίμετρο, να το μαλλί τίναγμα σλόου μόσιον, έχει πέσει το σαγόνι μου, ο μαλάκας από πίσω κορνάρει άναψε το πράσινο, εγώ κόκαλο και εκείνη την ώρα γυρνάει και με κοιτάει και συνειδητοποιώ ότι έχω μείνει με το κακάδι στο δάχτυλο που δείχνει τον ουρανό. Σκατά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φασίστας.

Το μαύρο είναι το χρώμα (και) του φασισμού: απεικονίζει αφενός τις στιλιστικές επιλογές των παλαιάς κοπής μελανοχιτώνων μου Μπενίτο και των σημερινών ναζών συνεχιστών του και αφεδύο το σκοτεινό πνεύμα που διακατέχει τις ιδέες και τις ψυχές των φασό.

- Ολοι οι πρωταγωνιστές της μαύρης τρομοκρατίας στην Ιταλία της δεκαετίας του '70 «συνέπεσαν» σε μια κρουαζιέρα στην Ελλάδα, το Πάσχα του 1968. Οχι μόνο για να προσκυνήσουν τη χούντα, αλλά και να εκπαιδευτούν στις τεχνικές υπονόμευσης της δημοκρατίας απ' τους πρώτους «διδάξαντες».
(από εδώ)

- η «Μαύρη Διεθνής», η φασιστική κίνηση που είχε πυρήνα το κόμμα Γιόζεφ Στράους στη Δυτική Γερμανία, άπλωσε τα πλοκάμια της και στην Κύπρο και στην Ελλάδα και κινεί τα νήματα της συνωμοσίας για πολιτική αναταραχή και οικονομικο – κοινωνική αναστάτωση στις δύο χώρες, με στόχο καθεστωτική αλλαγή, και προώθηση νόθων λύσεων στο Κυπριακό...
(από εδώ)

- Υπαρχουν μαυροι φασιστες, κοκκινοι φασιστες, θρησκευομενοι φασιστες κοκ.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμένα αποκαλούνται όσα παιδάκια παραδίδονται από τους κηδεμόνες τους σε μοναστήρια εν είδει δωροδοκίας προς τα θεία. Η ανάλυση του κτηνώδους αυτού σεξουαλικού εξαναγκασμού ανήλικων δεν είναι του παρόντος.

Σλανγκιστί, σαν ταμένα αποκαλούνται όσοι φέρουν το στυλιστικό λουκ της χριστιανόφατσας ή του μαρξορθόδοξου: τα φλώρικα αγόρια με τσάκιση στο μπλέ πολυεστερικό παντελόνι με το κουλό γκρι μπουφανάκι και τα ξεπλένικα κορίτσια με τις κλειστές ως το λαιμό μπλούζες, τα μακριά μανίκια, την χριστιανόφουστα με μήκος τουλάστιχον ως τη μέση της γάμπας, τις παντός-καιρού κάλτσες και τα μαλλιά τραβηγμένα σφιχτά σε κότσο ώστε να μην σκανδαλίζουν το χριστεπώνυμο πλήθος.

Εννοείται ότι το να είσαι παιδί του κατηχητικού ή λαδοπόντικας χριστιανοταλιμπάν δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να εμφανίζεσαι ως ταμένο. Σαν θεούσες άλλωστε ντύνονται και πολλά μούλτι-κούλτι ταγάρια και εθνίκια.

Ασίστ: Khan (ΔΠ), Μαριαχόμορφη.

- Καλά ρε μαλάκα η Αφροξυλάνθη σ' αρέσει; Άκου όνομα... Σαν ταμένο...
- Ε, δεν είναι για όλουσ οι Λιλιάνεσ...
- Περί ορέξεωσ τζιτζίκια γιαχνί...
(Μαριαχόμορφη, εδώ)

- Σαν ταμένο είναι στη μονή Βατοπεδίου που είναι και της μοδός…α πα πα….χάλια!
(Η Paris Hilton...ντυμένη!)

- εδώ, κάθε σχολείο έχει τη δική του στολή, οι οποίες εκτός από κακόγουστες είναι και πανάκριβες...Σαν «ταμένα» είναι τα παιδάκια μου...Χάλια σου λέω...
(από εδώ)

Ταινία Φουσκουθαλασσιές. Εδώ η Μ.Αρώνη παρουσίασε τις κόρες της στο ναυτικό πατέρα τους (Παπαγιαννόπουλος)...σα να \'ταν ταμένες (από GATZMAN, 16/10/09)Η θεία από το Σικάγο. Μια ταινία με...ταμένες...μέχρι την έλευση της θείας (από GATZMAN, 16/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα θεμελιώδες, που όλο το γυροφέρνουμε (δες εδώ, εδώ και εδώ) αλλά δεν έχουμε ακόμη αναμετρηθεί μαζί του στα ίσα. Δεν είναι δα κι εύκολο. Πάμε όμως.

Εν αρχή η ετυμολογία: εκ του αγγλικού freak, με παρετυμολογική επίδραση του ελληνικού φρίκη (πρβλ και χτικιό).

1Α. Κατά Μπαμπίνο, φρικιό είναι «νεαρό άτομο που ντύνεται και συμπεριφέρεται με τρόπο προκλητικά αντίθετο προς τις κοινωνικές συμβάσεις, συνήθως για να εκδηλώσει αμφισβήτηση, διαμαρτυρία κλπ».

1Β. Κατά τον παρεμφερή - αλλά ολίγον πιο αλανιάρικο και πολιτικά χρωματισμένο ορισμό του λεξικού της μικρής Βικούλας, φρικιό είναι:

Άτομο που μη θέλοντας να συμβιβαστεί - από δική του επιλογή και με πλήρη (;) συναίσθηση του περιβάλλοντος χώρου - αποστασιοποιείται και αποφασίζει να ξεχωρίσει από το κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο θεωρεί σαν σύνολο άβουλων ατόμων. Ντύνεται «διαφορετικά» και συμπεριφέρεται «διαφορετικά», για λόγους προσωπικής του ικανοποίησης ή για να αναπληρώσει ψυχολογικό κενό. Φυσιολογική κατάσταση που οφείλεται σε αντίδραση κατά του κατεστημένου.

Και στους δύο ανωτέρω ορισμούς, τονίζεται λοιπόν το στοιχείο της προθετικότητας (intentionality). Ο όρος αναφέρεται στις προθέσεις του δημιουργού ενός (βασικά γραπτού) κειμένου, ποιός όμως μπορεί να αμφισβητήσει πως και η φρικοειδής εμφάνιση / συμπεριφορά δεν αποτελεί ένα είδος άγραφου Κειμένου, μέσω του οποίου το φρικο-υποκείμενο επικοινωνεί συγκεκριμένες - πλην νεφελώδεις - αντιλήψεις και κοσμοθεωρήσεις;

  1. Άτομο με πολύ άσχημη εξωτερική εμφάνιση. Περιπτωσιολογία:

α. Σταφιδιασμένα γερόντια με χωρίς καθόλου δόντια, ή μ' εκείνες τις τεράστιες καμπούρες που είναι σαν να κάνει το σώμα ορθή γωνία. β. Σακάτηδες και λοιποί παραμορφωμένοι. Μπορεί να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ. Μπορεί τους έχουν κατεβάσει τη μάπα με άκουα φόρτε. Μπορεί να τους μάζεψε τα πόδια κανά τζετ σκι, όπως εκείνου του έρμου του Βασιλάκη Δοσούλα (που τώρα είναι μια χαρά το παλικαράκι). γ. Αυτοί που όταν ο Θεός έβρεχε ομορφιά, απλά κράταγαν ομπρέλα. δ. Χρήση του όρου για την περιγραφή πολύ άσχημης γκόμενας, θεωρείται μάλλον αδόκιμη και καταχρηστική, τη στιγμή που υπάρχουν τόσα και τόσα άλλα συνώνυμα.

  1. Άτομο γενικά κουλό, τόσο με την έννοια του ανίκανου, όσο κυρίως με την έννοια του περίεργου, του αλλόκοτου, του παράξενου, του sui generis, του ιδιότροπου, του υποχόνδριου, του μανιαμούνια, του απίθανου / ανύπαρκτου (με την κακή έννοια).
    Επίσης ο τυχοδιώκτης, ο άσωτος υιός, ο οτινανιστής, ο «όσα πάνε κι όσα έρθουν».

  2. Το μονόπλευρο, μονοδιάστατο άτομο. Άτομο που έχει φάει τρελή κόλλα με μια ορισμένη απασχόληση, η οποία τον έχει απορροφήσει σε βαθμό που να μην προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Συνήθως θεωρεί εαυτόν ως αυθεντία επί του θεμάτου, και ουδεμίαν αμφισβήτησιν των σχετικών του γνώσεων ανέχεται. Περιπτωσιολογία:

α. Techno(logy) freak. Πωρωμένος με ηχοσυστήματα, τηλεοράσεις υψηλής ανάλυσης, υπολογιστές. Μιλά συνεχώς για pixel, blue-Ray, χωρητικότητα κλπ. Συνήθως είναι και γκατζετάκιας.
β. Internet freak. Υποκατηγορία του προηγούμενου.
γ. Gym freak. Όχι απαραίτητα μπιλντέρι. Μπορεί να είναι κι απ' αυτές τις κολωνακιώτισσες κυράτσες που ολημερίς τραβιούνται σε solarium, pilates, power yoga, power plate και λοιπές παπαριές. δ. Sea freak. Έχει αγοράσει ένα φουσκωτό της πλάκας και μας τα έχει πρήξει για το πόσο θαλασσόλυκος είναι (βλ. και σκαφάτος).
Και πολλά άλλα.

Σημείωση τέλους: όλες οι παραπάνω κατηγορίες φρικιών, επικοινωνούν πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως μεταξύ τους. Πολύ συχνά ένα φρικιό εμπίπτει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερες από αυτές.

Ασίστ: ΆΛΛΟΣ από Δημόσιο Πρόχειρο.

Δες Μηδικούς Πολέμους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified