Further tags

Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.

Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.

(από Hank, 16/05/09)(από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολική καύλα που αρνείται να υποχωρήσει... (ακόμα και όταν προσπαθείς να κατουρήσεις )

Χρησιμοποιείται αστεία ως χαρακτηρισμός προσώπων που προκαλούν έντονη σεξουαλική όρεξη.

Καλά γνώρισα μια γκόμενα χθες... Τι καύλα ήταν αυτή!
Κατουρόκαυλα!... τι να σου λέω..

(από Khan, 09/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορθόδοξος παπάς (προφανώς λόγω ενδυμασίας).

Ακούστηκε από τον αποσχηματισθέντα πρώην Αρχιμανδρίτη Αργύρη Τσακαλία (θείο του Ξηρού της 17Ν).

-Κι αυτός ο Αρχι-μπάτμαν...
(ο Α. Τσακαλίας μιλώντας στην TV αναφερόμενος στον πρώην προϊστάμενό του Αρχιερέα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πολλές ελιές στο πρόσωπο.

- Ήταν μπροστά στην ουρά μαλάκα μια γκόμενα με απίστευτο κώλο, αλλά μόλις γύρισε, ξενέρωσα... Tίγκα στις θρούμπες, ίδιος Σημίτης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι για οποιονδήποτε. Ο γεράκος που έχει πλούσιο λευκό μούσι.

-Ποιον έχετε φυσική στο τμήμα σας;
-Τον Άη Βασίλη.
-Ποιόν;
-Τον Κωστιάδη ρε, τον παππού με το μούσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρελπις νέος ο οποίος διαθέτει υπερμεγέθη τζιβοειδή αφάνα ή ράστα, ύφος τύπου «Είμαι πολύ κουλ και άνετος» και μοστράρει επιδεικτικά το στυλ του. Ράσταμαν-μαϊμού. Θέλει να δείχνει ψαγμένος και συνοδεύεται συνήθως από 2-3 θαυμάστριες ανάλογης εμφάνισης και μικρού αναστήματος: μία για να κρατάει την κιθάρα, μία για να του στρίβει τα τσιγάρα και μία για να του θυμίζει πόσο όμορφος είναι.

Σε παραλία νησιού ή κάμπινγκ:
— Ε, Μήτσο, κόζαρε τον τύπο εκεί κάτω! Έχει απλώσει την αφάνα του σ' όλη την παραλία, γρατζουνάει το όργανο και μας το παίζει και γαμιάς...
— Άσε, τον είδα... Γέμισε ο κόσμος ρασταφάρια!

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.

Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντύνεται με γραβάτα-κοστούμι αλλά είναι ή εντελώς άσχετα και παράταιρα το παντελόνι με το σακάκι ή τη γραβάτα ή το πουκάμισο, ή είναι πολύ παλιάς μόδας, και γενικά τον φοράει το ρούχο και δεν το φοράει. Είναι ο τύπος που φοράει κουστούμι για να πάει στο σκυλάδικο και να το παίξει κάποιος ενώ στην καθημερινότητα ντύνεται με ό,τι βρει. Αυτός που προσπαθεί να το παίξει κυριλέ.

Ο Χ είναι γυφτοκυριλές, πάει στα μπαράκια με κολλημμένο μαλλί, κουστουμιά και άσπρη καλτσούλα και νομίζει ότι κάποιος έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστική έκφραση που αναφέρεται απαξιωτικά σε αρσενικά άτομα. Ο ατημέλητος, ο βρωμιάρης, ο γλοιώδης τύπος.

- Έρχεται στο γραφείο και ο Μήτσος ο χλέμπουρας που έχει να πλυθεί ένα μήνα και ανοίγουμε μετά τα παράθυρα για να ξεβρωμήσουμε.

Χλέμπουρας. Αρκάς, Show Business. (από patsis, 21/04/10)(από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: μπουρούχα, μουφλόζα, πατόζα.

- Δυστυχώς όλες οι φίλες της αδερφής μου είναι τελείως χαμούρες: δε βλέπονται με τίποτα!

Αστοδγιάλο από δω χαμούρα που να μη σώσεις. (από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified