Αυτός ο οποίος είναι ένα στάδιο μετά από τον τραγόμορφο. Η κατάστασή του είναι επικίνδυνη. Συνήθως απευθύνεται σε άτομα τα οποια δεν κάνουν τίποτα άλλο στη ζωή τους εκτός του να μπεκροπίνουν και να λένε σοφίες ενώ αναδεύεται το μυαλό τους.

Μοναδική τους έννοια είναι η «ρούφα» την οποια σκέφτονται όλη μέρα. Επίσης μπορεί να αναφέρεται και σε άτομα τα οποία είναι τελείως άσχετα με κάτι ή αχρηστοι γενικά.

-Πού θα βγείς το βράδυ ρε;
-Μας έχει τραπέζι ο κουρέπαρτος ο Γιάννης ...

-Χτες πάλι έγινε λιάρδα ο Γιάννης.
-Αφού είναι κουρέπαρτος μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει κάτι, αλλά στην ουσία είναι άσχετος. Κυρίως για αθλητικές δραστηριότητες.

-Άκουσες τι είπε ο Γεωργίου για το παιχνίδι;
-Έλα μωρέ τώρα με τον μυρωδιά τον Γεωργίου, νομίζει ότι ξέρει κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακός τεχνίτης.

Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανεκπαίδευτος και αστοιχείωτος επαγγελματίας, ο αλμπάνης.

Λέγεται και: ξυλοσκίστης.

- Θα πας στο γιατρό Χ;
-Τρελός είμαι να πάω σ' αυτόν τον ξυλοσχίστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πάρει «μυρωδιά», όσον αφορά στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Ανάλογα με την ασχετοσύνη, κλιμακώνεται ως εξής: μύρος, μυρώδης, αρχιμύρος, εκατομύριος, μύραρχος.

...

Βλ. και μυρωδιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προπονητής που είναι μυρωδιάς, ταβερνιάρης, δηλαδή, ως μη ώφειλε, δεν έχει τις γνώσεις και την κατάρτιση που χρειάζεται, οπότε δεν ξεπερνάει έναν ιδιώτη, έναν αγροίκο, έναν αδαή, άσχετο και μη καταρτισμένο περί τα ποδοσφαιρικά (ή περί την εξειδίκευση άλλου αθλήματος). Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται πιθανόν και στη συνήθεια ορισμένων προπονητών να επικοινωνούν με παίκτες τους μέσα από κλέφτικα σφυρίγματα που προσδίδουν ένα βουκολικό ζενεσεκουά στη γενική αδαημοσύνη τους.

Και γενικότερα, πέρα από την αθλητική σλανγκ, ο όρος τσοπάνης μπορεί να χαρακτηρίσει έναν άσχετο και αδαή ιδιώτη, που δεν έχει τις εξειδικευμένες γνώσεις ή τη σχέση με ένα αντικείμενο που θα έπρεπε. Και βέβαια μπορεί να χαρακτηρίσει έναν οποιοδήποτε αγροίκο με αδρούς τρόπους, που φέρνει με τη συμπεριφορά του σε Μπάρμπα-Jørgen.

Να πούμε, τέλος, ότι ακολουθώντας τον γούγλη διαπιστώνουμε ότι ένας προπονητής που δέχεται συχνά τον χαρακτηρισμό του τσοπάνη είναι ο Άγγελος Αναστασιάδης.

  1. Προπονητης με τοση εμπειρια στην α΄και να ψαχνει σχημα μεχρι το 85 ενω εχει βγαλει προετοιμασια δεν ειναι προπονητης... τσοπανης της κακιας ωρας ειναι! (Από το Φέισμπουκ).

2. Ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί ο ΠΑΟΚ! Ο Τσοπάνης έχασε τον έλεγχο-Απέκλεισε Βίτορ-Τζαβέλλα!! Καλά που πήρε τον Κλάους...

3. Τα πανηγυρια και τα ευχολογια εχουμε αγωνα σημαντικο την δευτερα και μπορει να ορισθει σαν ενα τεστ για πολλα πραγματα...να δουμε τελικα αυτος ο ΤΣΟΠΑΝΗΣ προπονητης που μας κουβαλησαν αν μπορει να καταφερι να κανει ενα θετικο αποτελεσμα μιας και ο περσυνος προπονητης μιστερ ουεφας αλλα ΜΥΡΩΔΙΑΣ σε μας τα σκατεψε.....ΠΑΟ Κ και ξερω οτι με την πρωτη στραβη θα βγαλετε ΧΟΛΗ ορισμενοι εδω μεσα....

Η τσοπανόφατσα του Άγγελου Αναστασιάδη. (από Khan, 18/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικός, συνήθως περιπλανώμενος ιατρός (τις παλαιότερες εποχές), ο σκιτζής ιατρός.

Παλιός, κλασσικός όρος, που δεν πρέπει να λείπει από το λεξικό αυτό.

- Δεν φταίει κανείς άλλος, φταις εσύ, που πίστεψες αυτόν τον κομπογαννίτη, ότι με την λοσιόν που σου πούλησε θα έβγαζες μαλλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παίζει ειδικός. Κάνει αλχημείες, μπαλώματα, πασαλείμματα, βλέπε και ξυλοσχίστης. Ρεμπέτικη έκφραση σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Την έλεγαν για όποιον έκανε φάλτσα σε κάποιο μουσικό όργανο.

Μου το γάμησες το τραγούδι στα λάθη. Φύγε απο δω ρε καλαμπόρτσο, θα μου το κλείσεις το γκρουπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δέν κάνει σωστά ή μεθοδικά τη δουλειά του. Συνώνυμα: σκιτζής, κομπογιαννίτης.

- Ωραίο το σπίτι ρε σύ, αλλα γιατί το έβαψες έτσι, αλλού εμετί αλλού κατουρλί;
- Άς όψεται ο ελαιοχρωματιστής.
- Και πού τον πέτυχες τέτοιον μπασματζή;
- Έ, ξάδερφος της Κούλας...
- Δουλειές με γυναίκες και συγγενείς δέν κάνουμε, ρέεε, σχολείο δέν πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει γρι Αγγλικά, αλλά προσπαθεί να κολλήσει σε οποιαδήποτε κουβέντα πετώντας κουφές λέξεις/φράσεις greeklish καταφέρνοντας μόνο να γίνει ο περίγελος της παρέας.

Η φράση προέρχεται από πραγματικό περιστατικό που ακούστηκε πρόσφατα σε συζήτηση σχετικά με την δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Prison Break». Ο τύπος που κατοχύρωσε τα δικαιώματα του όρου, πετάχτηκε σαν σφηνόπουτσα στην κουβέντα λέγοντας: «Παιδιά, βλέπετε κι εσείς πρίζο μπρέι;;». Έκτοτε έχει γίνει επίσημα slang όρος.

- Χάι μωρό. Μάι νέϊμ ιζ Μήτσος εντ άι σπικ ίνγκλαντ βέρυ μπεστ! Κεράσει ποτό;
- Πώπω ρε φίλε! Τι πρίζο μπρέι είσαι συ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified