Σκωπτικά ο Αγρινιώτης, θεωρούμενος ως άξεστο αγρίμι. (Δες).
Οι αγριμιώτες φωναζουν πέστε κάτω γιατι έρχεται 5αρα. Ευγενική χορηγία σε όλους τους κλακαδόρους του χβ και του μάγου της ερμιονίδας. (Εδώ).
Σκωπτικά ο Αγρινιώτης, θεωρούμενος ως άξεστο αγρίμι. (Δες).
Οι αγριμιώτες φωναζουν πέστε κάτω γιατι έρχεται 5αρα. Ευγενική χορηγία σε όλους τους κλακαδόρους του χβ και του μάγου της ερμιονίδας. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Εκ του ρήματος «βουτάω» που σημαίνει πέφτω από ένα επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο και βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο. Ωσεκτουτού η λέξη «βούτα» έχει τις εξής σημασίες:
Η παπάρα. Όταν δηλαδή βουτάμε ψωμιά μέσα σε σάλτσες, σαλάτες και ροφήματα.
Περιοχή - τμήμα της οδού Βουλιαγμένης όπου τις δύο κυρίως προηγούμενες δεκαετίες διεξάγονταν καγκουρ(γ)ιές, κόντρες, πραπρά και κυνηγητό με τους τροχαίους.
Περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης, αγνώστου αιτιολογίας σε μένα περί του τρόπου απόκτησης του συγκεκριμένου ονόματος (ας βοηθήσει κάποιος σύντεκνος).
Περιστέρι υβριδικής προέλευσης από το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand. Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάρη στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας (όπως λέει και η Βίκυ). Το πουλί αυτό ανεβαίνει πολύ ψηλά και στη συνέχεια, με εντολή του αφέντη-περιστερά, κάνει βουτιά με τεράστια ταχύτητα φρενάροντας ελάχιστα μέτρα πριν την προσταράτσωσή του. Το είδος έχει πολλούς φανατικούς φίλους στις τάξεις των περιστεράδων.
Το δοχείο νυκτός στην φυλακή, στο παρελθόν στην Ευρώπη, δυστυχώς όμως σε τριτοκοσμικές χώρες υπάρχει μέχρι και σήμερα μαζί με όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ. Τη βούτα αυτή την άδειαζαν οι νέοι κρατούμενοι στις ποινικές φυλακές, ενώ στις πολιτικές την άδειαζαν με τη σειρά.
Βούτα σε κρεοπωλείο: ψυγείοκαταψύκτης ομοιάζων με μπανιέρα, με γυάλινη επιφάνεια στην οριζόντια συρόμενη πόρτα του.
Βούτα σε βουλκανιζατέρ: λεκανοειδές περιστροφικό μηχάνημα που επισκευάζει στραβωμένα ζαντικά.
Βούτα σε επιμεταλλωτήριο: μπανιεροειδής δεξαμενή γαλβανισμού ή επιχρύσωσης-επαργύρωσης μεταλλικών αντικειμένων με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης.
Βούτα μηχανουργείου: μεταλλική δεξαμενή στην οποία μπαίνουν κυρίως μοτόρια για καθαρισμό με καθαριστικά υγρά, κυρίως για απολάδωση.
Βούτα σε αργυροχρυσοχοείο: πλαστική δεξαμενή γεμάτη με αραιωμένο θειικό οξύ για καθαρισμό των κοσμημάτων αφού αυτά περάσουν από την φωτιά.
Άσε τις βούτες κι έχεις γίνει σα μοσχάρα. Μετά σου φταίει ο θυρεοειδής σου!
Πάμε Βούτα να δοκιμάσω ρε το νίτρομπούκαλο; Έτοιμο το 'χω.
...
Συνομιλια από φόρουμ petbirds.gr:
Διαστάυρωση βούτας με ταχυδρομικό:«λένε ότι δεν βουτάνε όπως οι βούτες και «κολλάνε», αλλά έχουν μυαλό«. Σκέφτομαι να κάνω διασταύρωση και μετά να τα ξαναδιασταυρώσω με βούτα και με επιλογή να διαλέξω αυτά που συμπεριφέρονται σαν βούτα αλλα έχουν το ένστικτο του ταχυδρόμου...»
Έλα μικρέ, βούτα τη βούτα κι αμόλα να την αδειάσεις...
Αυτό είναι το νέας Ζηλανδίας μανδάμ, ολόφρεσκο. Το βάλαμε στη βούτα λίγο να δροσιστεί.
7, 8, 9 και 10.
- Μάστορα, έτοιμο το εργαλείο;
- Συγνώμη ρε Νιόνιο, αλλά κάτσανε στραβές. Το'χω ακόμα στη βούτα.
Got a better definition? Add it!
Ο Αμφισσαίος λόγω των ονομαστών κουδουνιών και καμηλών. (Δες).
Με στείλανε στους γκαμηλοκουδουνάδες.
Got a better definition? Add it!
Τόπος που ανάγεται στα επίπεδα του φανταστικού, του εξωπραγματικού. Η ωοτοκία αυγών αηδονιού από κούκο είναι κάτι αδύνατο και παράλογο, το ένα πουλί τραγουδάει όμορφα ενώ το άλλο είναι άσχημο. Η αναφορά στη συνουσία τονίζει τη σχέση δύναμης και επιθετικότητας που ενέχει η έκφραση. Το άκουσα ως φαντάρος στον Έβρο, όταν κάποιος ρώτησε υποτιμητικά στρατιώτη από τον Πύργο (ενώ ήδη γνώριζε ότι είναι από εκεί) από πού είναι.
- Ποιος είσαι εσύ ρε, από πού είσαι;
- Από εκεί που γαμεί κούκος και βγαίνει αηδόνι. Έχεις πάει ποτέ εκεί;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Υβριστικός χαρακτηρισμός για κάτοικο της Αιανής Κοζάνης. (Δες).
Κορακογάμηδες, πώς βρίζονταν οι οικισμοί μεταξύ τους. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το αρχετυπικό 70s-80s gay bar, όπως έγινε διάσημο από την ατελείωτη σειρά ταινιών «Η μεγάλη των μπάτσων σχολή» (Police Academy) που από το 1984 ως το 1994 αρίθμησε 6 συνέχειες της αρχικής ταινίας.
Μέσα στο μπαρ Blue Oyster (Μπλε Στρείδι, αλλά και κατά μια άλλη ελληνικότερη μεταγλώτισση Μπλε Σύκο) βρίσκονται σκληρά αν και ευαίσθητα αγόρια με μουστάκλες και δερμάτινες στολές, που έχουν τον τρόπο να μαλακώσουν ακόμα και τον πιο κακό μπάτσο και μάλιστα να τον χορέψουν και ένα ταγκό στον ρυθμό του gay ύμνου El Bimbo (που διασκεύασε και ο Πάριος χωρίς gay πρόθεση με τίτλο «Ποτέ δεν σε ξεχνώ»).
(από ανάλυση του «Relax» από Frankie Goes To Hollywood)
«Το βίντεο ξεκινά δυναμικά. Ο Holly Johnson καταφθάνει με ταξί τύπου man-slave σε ένα γκέι S&M den, όπου όλοι είναι ντυμένοι σαν τους θαμώνες του Μπλε Στρειδιού της Μεγάλης των Μπάτσων Σχολής. Εκεί, υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός χοντρού «bear» με στολή Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο τραγουδιστής μπλέκει σε κάτι που μοιάζει με καυγά αλλά δεν είναι και «αναγκάζεται» να μπουσουλήσει στα τέσσερα, face to face με μια τίγρη.»
(«Άσε τα μούσια!»)
«Σκέφτομαι να αφήσω μούσι, αλλά δεν ξέρω ποιο στυλ αρέσει στις γυναίκες.
Μάνος, με e-mail
Ευτυχώς που σε πρόλαβα πριν κάνεις καμιά τρέλα. Οι γυναίκες, κατά πλειονότητα, προτιμούν ένα καθαρό, ξυρισμένο πρόσωπο. Εχουμε και λέμε λοιπόν. Μουστάκια: Blast from the past. Εν τω μεταξύ, υποψιάζομαι πως το έσκασες από το κλαμπ «Μπλε Στρείδι» της Μεγάλης των Μπάτσων Σχολής. Μούσι: «Είμαι ακαμάτης και μ' αρέσει». Γένια: Αν δεν είσαι ο Κάρατζιτς και πρέπει να κρυφτείς από τις μυστικές υπηρεσίες, δεν έχεις λόγο να το κάνεις.»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα καλιαρντά είναι η υδρόγειος σφαίρα, δηλαδή είτε ο πλανήτης μας όλος, είτε η υδρόγειος σφαίρα που έχουν τα παιδιά. Μια από τις πολλές ποιητικές λέξεις των καλιαρντών, δείχνει τη μικρότητα των ανθρώπων που είναι σαν μυρμήγκια πάνω σε μια μπάλα στον κόσμο και ούτε. Στον γούγλη βρίσκω μερικά χτυπήματα εκτός καλιαρντής συνάφειας, τα οποία πάντως περιλαμβάνουν κττμγ την ποιητικότητα της λέξης.
Got a better definition? Add it!
Ο Πρεβεζάνος, επειδή η σαρδέλα είναι τοπικό προϊόν.
Δεν τους άντεξε τους σαρδελάδες.
Got a better definition? Add it!
«Μια υποθετική τοπολογική ιδιότητα του χωροχρόνου που σχηματίζει ένα τούνελ που συνδέει δύο απομακρυσμένα σημεία του. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα «κόψιμο δρόμου» δια μέσου του χωροχρόνου» (δες εδώ και εδώ για περισσότερα). Πας δηλαδή στο εξοχικό σου στη Λούτσα, κι άμα είσαι τυχερός να πέσεις πάνω σε σκουληκότρυπα, βρίσκεσαι αίφνης στην επιφάνεια του πλανήτη Άρη.
Και μιλώντας για Άρη, σκουληκότρυπα ονομάζεται το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης ή Χαριλάου λόγω του ότι οι οπαδοί και μέλη της ομάδας του Άρη (σκουληκι-άρη) αποκαλούνται σκουλήκια. Σχετικά συνώνυμα για το γήπεδο: σκουληκοφωλιά, σάπιο μήλο (ή σκέτο μήλο), αλλά και νταχάου
β. Διαστημική σκουληκότρυπα-εξπρές. Μελέτη Eλληνίδας ερευνήτριας εξετάζει τη δυνατότητα ταξιδιών στο σύμπαν μέσα από χωροχρονικά τούνελ. (Εδώ).
β. Δεν το φοβηθήκαμε το ματς. Αυτό θα έλειπε δηλαδή, ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ είμαστε! Και όταν βρεθήκαμε πίσω
δείξαμε χαρακτήρα και... πάθος, ώστε να γυρίσουμε το ματς και να φύγουμε από την σκουληκότρυπα όπως
πρέπει. Νικητές! (Εδώ).
γ. το ματς το πήγε στο Χ ο Novito που ήθελε πρόκριση στην σκουληκότρυπα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!