Further tags

Η Θεσσαλονίκη, επειδή συνηθίζεται εκεί πολύ η προσφώνηση καρντάσης / καρντασάκι.

  1. Γιατι αναφερεται σε κατηγορια γλυκισματων, πολυ γνωστα στα καρντασια και ΑΞΕΧΑΣΤΑ σε οσους εχουν περασει απ' την Καρντασουπολη. (Δες).

  2. Ναι, ήταν κυρίως λιμενεργάτες αχθοφόροι, και καπνεργάτες, οι πλούσιοι αστοί ήταν μειοψηφία, στο Ισραήλ θεωρούσαν τους εκ Θεσσαλονίκης παρακατιανούς Εβραίους.
    Υπήρχαν πολλοί φτωχοί Εβραίοι στην καρντασούπολη, την πιο φτωχή συνοικία τους δε την έκαψαν οι μπουγατσοκιμάδες κάπου στα 1933. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τον υπάρχοντα ορισμό, είναι μάλλον υποτιμητικός όρος για τον κάτοικο της Θεσσαλονίκης και τον οπαδό ομάδας της, κυρίως για τον οπαδό του ΠΑΟΚ. Προφ επειδή η Θεσσαλονίκη φημίζεται για τις μπουγάτσες της με γέμιση κιμά.

  1. Το ματς θα το πάρουμε, γιατί οι μπουγατσοκιμάδες θα φιεστάρουν ενώ θα λείπει κι καλύτερος αμυντικός τους, ο Κοντρέρας. (Δες).

  2. Υπήρχαν πολλοί φτωχοί Εβραίοι στην καρντασούπολη, την πιο φτωχή συνοικία τους δε την έκαψαν οι μπουγατσοκιμάδες κάπου στα 1933. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νήσος Κύπρος, λόγω της συχνότητας που οι Κύπριοι χρησιμοποιούν την έκφραση κουμπάρος, όπως υπέδειξε και ο acg.

Άντε να έρθει το λελοπλάνο να μας πάρει από την Κουμπαρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε προέκταση των γραφομένων υπό του acg, ως κουμπάρος μπορεί να χαρακτηριστεί ο Κύπριος μεταξύ των καλαμαράδων. Πρβλ. και χαλουμινάτι.

- Πού μας φέρανε εδώ μέσα στους κουμπάρους. Άντε να ακούσουμε καμιά λελοτουρμπίνα να τηγκανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς η λέξη λέγεται πολύ στην περιοχή των Ιωαννίνων, ενίοτε σημαίνει τον Γιαννιώτη, τον κάτοικο της περιοχής Ιωαννίνων, όπως τον χαρακτηρίζουν οι μη Γιαννιώτες, που χρησιμοποιούν την λέξη είτε καθόλου, είτε λιγότερο, λ.χ. στον στρατό. Βλ. και Τζεδούπολη.

Άντε να πάρω την μετάθεση να φύγω από τους τζέδες, γαμώ τον Αλη-πασά μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου είναι μαζεμένη μια μεγάλη ομάδα από μπάζα, δηλαδή από άσχημες γυναίκες. Καθόλου περίεργο, αφού δοθέντος του ενός μπάζου, που έχει τον ανθρωποδιώκτη, δεν θα την πλησιάζουν άντρες, ενώ όμορφες γυναίκες μόνο για να ανεβαίνει η αυτοεχτίμησή τους, οπότε με την τελευταία εξαίρεση είναι αναμενόμενο να ελκύσει στην παρέα της και άλλα μπάζα, που θα αρθρωθούν σε μπαζοσχηματισμούς καταλαμβάνοντες αρκετό χώρο σε μπαράκια κ.ο.κ. Κάτι παρόμοιο με τον αντρικό αρχιδόκαμπο κ.τ.ό.

Η οικοδομή, ωστόσο, αποτελεί καλή ευκαιρία για τον μπαζοφονιά, που έχει κάνει νόημα ζωής το αν δεν μπαζώσεις δεν χτίζεις και μπορεί σε αυτήν να αποτελέσει τον μπαζοβοσκό της. Από λογοτεχνικές αναφορές, να πούμε προς τιμήν του ότι ο Peter Handke έκανε πρόσφατα ένα ριμέικ του Δον Ζουάν, όπου ως Δον Ζουάν παρουσιάζεται ένας άντρας που ανακαλύπτει την ομορφιά σε μικρές λεπτομέρειες γυναικών που δεν είχε ποτέ κανείς προηγουμένως προσέξει, και ξυπνά μέσα τους ακόμη πιο άγριο πόθο.

Όποιος, λοιπόν, δεν γαμάει ας μην παραπονιέται, υπάρχει κι η οικοδομή!

Πάσα: Jeanoir.

  1. - Άκυρη η πρόσκληση γιατρέ μου, μην ξεσηκώνεσαι. Το άντρο με τις πιπινέζες αποδείχτηκε οικοδομή με πιπινόμπαζα. Πάμε για άλλα...

  2. κι εσύ θα αναγκαστείς να την αντικρίσεις πρωί και ξενέρωτος, τότε πια δεν θα έχεις αυταπάτες: ήταν άλλο ένα μπάζο, ήταν άλλη μια νύχτα στην οικοδομή. (Εδώ).

  3. την μαζικότητα του φαινομένου πεντάμορφη και τέρας την βλέπω παντού... και ελπίζω να φταίει για αυτό μου το συμπέρασμα το μη αντιπροσωπευτικό δείγμα...γιατί όπως βλέπω η επόμενη γενιά (με βάση τα ζευγάρια που θα την δημιουργήσουν) θα είναι κατα κυριότητα μπάζα και η Ελλάδα θα γίνει μια απέραντι οικοδομή (γιατί έχουμε γεμίσει και μέτρια γκομενάκια βρε αδερφέ στους δρόμους...ας φωνάξει κάποιος τον μπόγια να μαζέψει τις άσχημες τουλάχιστον)! (Εδώ).

μπαζοκόφτης, απαραίτητο αξεσουάρ του μπάζου, (από allivegp, 04/01/11)To περιοδικό Harper\'s Baza-ar (το πιάσαμε το υποννοούμενο, έτσι;) με τη Γενιφέρη Αναγνωστοπούλου. (από allivegp, 04/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταμεσονύχτιο μαγαζί που προσφέρει βαριά λαϊκή μουσική και ποτό αμφιβόλου ποιότητος ενώ προσφέρεται για υπερβολές και ασωτίες σε άτομα που θέλουν να καούν ή που είναι ήδη καμένα.

Τέτοια μαγαζιά είναι κυρίως συνοικιακά σκυλάδικα που οι τοίχοι τους έχουν ποτίσει από μυρωδιά τσιγάρου και οινοπνεύματος με χαρακτηριστικά λιτό ντεκόρ περασμένων δεκαετιών ενώ σε καμία περίπτωση δε διαθέτουν ζωντανή μουσική.

Δεν είναι κωλόμπαρα αλλά ούτε απέχουν και πολύ απ' αυτά ενώ διαθέτουν φανατικούς θαμώνες, αρκετούς με λερωμένο ποινικό μητρώο.

Συνώνυμα: μπιστολάδικο, μπουζουκλερί, γαβγάδικο κ.α..
Σχετικό: τελειωμενάδικο.

- Τι να απέγινε ρε 'συ ο Στέλιος ο δάσκαλος;
- Πάει αυτός, χάθηκε. Μέτα που βγήκε από τη στενή συχνάζει όλο σε κάτι καμενάδικα, σ' αυτά που σου βάζουν ουίσκι από μπουκάλι με δίχως μπίλια και ανοίγουν σαμπάνιες χωρίς αλκοόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο με τον «τελευταίο τροχό της αμάξης», αλλά σαφώς πιο μαγκιόρικο.

Ο Ολυμπιακός στο τσαμπιολής είναι η τελευταία τρύπα του κλαρίνου.-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο του «καυλωτικός», αλλά, σύμφωνα με μερικούς -εμού συμπεριλαμβανομένου- αρκετά πιο εύηχο και ραφινάτο.

- Τί καυλερό εμπιθρί είν'αυτό; Το θέλω!
- Το θέλεις δεν το θέλεις, στ' αρχίδια μου. Είναι δικό μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/01/11)

βλ. και καυλωτίκ, καβλωτίκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το μέρος εκείνο το οποίο εξυπηρετεί στην απόθεση και ομαλή προώθηση των ούρων, πολλές φορές και των κοπράνων, προς το αποχετευτικό σύστημα.

Είναι σύνθετη λέξη η οποία αποτελείται από το πιπί που, στα μωρουδίστικα, σημαίνει τσίσα (όπως τσιτσί είναι το κρέας, λολό το νερό, τουτού το αυτοκίνητο και άλλα τέτοια περίεργα) και το ρουμ (room), που στα Αγγλικά σημαίνει δωμάτιο.

Το λήμμα απευθύνεται σε κάθε είδους τουαλέτα στην οποία μπορείς να κάνεις και το ψιλό σου και το χοντρό σου και πολλές φορές ακόμα και να μπανιαριστείς.

Χρησιμοποιείται κυρίως για δημόσιες ή τουαλέτες εστιατορίων και καφετεριών, ενώ αν χρησιμοποιείται στις οικιακές τουαλέτες είναι γιατί ο συνηθέστερος λόγος που τις επισκέπτεται κανείς είναι για να κατουρήσει.

Το λήμμα πιθανόν να προϋπήρχε, άλλα μετά την δημόσια εμφάνισή του στο σίριαλ «της Ελλάδος τα παιδιά» (εκστομίστηκε από τον Μπέζο) η δημοτικότητα και η χρήση του εκτινάχθηκε στα ύψη.

Συνώνυμα: μέρος, βεσέ, καμπινές, καλ(λ)ιόπη κ.α..

«...με αγχωνει το γεγονος οτι πινω συνεχεια νερα και θελω να πηγαινω συχνα τουαλετα(στην τελευταια μου δουλεια με κοροιδευαν επειδη καθε 20 λεπτα πηγαινα στο πιπι-ρουμ...)» από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified