Further tags

Τρε καυλωτίκ υποκείμενο ή αντικείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό.

Αντώνυμο: ντεκαυλέ.

- Τι πατούρι είναι αυτό, τι καυλιδερό ψαρωμένο ύφος, πιπίνι σούπερ... από επιδόσεις φυσικά δεν έχω ιδέα γιατί δεν μπήκα. Αλλά κ γαμώ ...
(crash test μπουρδέλων, εδώ)

- το γκαζι ειναι το πιο καυλιδερο πραγμα σε ενα αυτοκινητο και οσο πιο πολυ μπορεις να παρεις τοσο το καλυτερο :rtfm:
(crash test αυτοκινήτων, εκεί)

- Πάρε το New dark age να ακούσεις πρόστυχο, επικό, καυλιδερό και ανυπόταχτο doom!
(crash test συγκροτημάτων, παραπέρα)

- Πως το λένε το καυλιδερό του Πέρι;
- Εεε, πιέρ;
- Όχι ρε, για το άλλο λέω...
(ως ουσιαστικό, περισσότερα εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χώρα ή ο χώρος (ιδεολογικός, πολιτικός, θρησκευτικός, αθλητικός και ταλιμπάν) όπου αυτοί που τον απαρτίζουν συμπεριφέρονται ως κοπάδι, δηλαδή ως άκριτοι κοπαδοί του ποιμένος-ταγού και της χιλιομασημένης κυρίαρχης ιδεολογίας, χωρίς να αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη και το ρίσκο της κριτικής αποστασιοποίησης. Και που φροντίζουν να εξοστρακίσουν όποιον τολμήσει να διαφοροποιηθεί.

Το β' συστατικό είναι το εξαιρετικά σλανγκενεργό -στάν που παραπέμπει σε χώρα της Ανατολής, και το χρησιμοποιούμε συχνά για να αναδείξουμε τον ανατολίτικο (με την κακή έννοια) χαρακτήρα της Ελλάδας ως Ελλαδιστάν. Και στην προκείμενη έκφραση αναπαράγεται το οριενταλιστικό στερεότυπο ότι προσιδιάζει στις χώρες -σταν της Ανατολής να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι ως άμορφα κοπάδια- μπουλούκια. Παίζει βέβαια εδώ και με την λέξη στάνη.

Έχει ενδιαφέρον, επίσης, ὀτι ενίοτε έχει επιρρηματική χρήση, βλ. παράδ. 4.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Πάσης φύσεως «κοπάδι» καταστρέφει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα.Αυτοεξορίσου από την χώρα του Κοπαδιστάν (Εδώ).

  2. υπάρχουν 3 κατηγορίες ομάδων αναρχοδιεθνιστούλιδων:
    γ) Το κοπαδιστάν. Καμμένα φοιτητάκια, μεταξύ των οποίων και γόνοι αρκετών ευκατάστατων και ευυπόληπτων οικογενειών, παρασυρμένοι αριστεριστές, κομπλεξικοί πάσης φύσεως, παρατρεχάμενοι, ρομαντικοί, ψυχικά διαταραγμένες προσωπικότητες, γραφικοί, εκ γενετής πυροβολημένοι, καθ' έξιν κάφροι και επιρρεπείς στην υποβολή, μανιοκαταθλιπτικοί μηδενιστές ... όλα τα άνθη του αγρού ριγμένα στο αντιεξουσιαστικό μπλέντερ και ελεχόμενα από «φύλαρχους» αναρχοπατέρες που κατά συντριπτικό κανόνα τα παίρνουν χοντρά από πρώην, νυν και αεί κυπατζήδες (η υποτυπώδης ιεραρχία μάλιστα που στήνουν οι εμπνευσμένοι αυτοί επαναστάτες για το «ποίμνιο» τους αποτελεί μνημειώδες οξύμωρο προς τα «ιερά θέσφατα» του αναρχισμού). Η χρηματοδότηση είναι φυσικά σταθερή (και αν το απαιτεί η περίσταση ακόμα και γενναιόδωρη)...μεταφραζόμενη σε έντυπα, αφίσσες, προπαγανδιστικό υλικό, εκ των έσω ενημέρωση για τις κινήσεις των 'αντιπάλων' και ότι άλλο λαδάκι χρειάζεται ο μηχανισμός για να πάρει μπρος. (Εδώ).

  3. Ένας που μου ρχεται στο μυαλό ΤΟΛΜΗΣΕ να τα βάλει με το κοπαδιστάν. Ακόμα τρέχει ο φουκαράς... (Εδώ)

  4. Μιλάμε για επιλεγμένα μεν αλλά νορμάλ εστιατόρια στο κέντρο των πόλεων (όχι τίποτα τουριστοπαγίδες που σε πάνε τα ταξιδιωτικά πρακτορεία κοπαδιστάν). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που απαξιώνει κάθε παραλία της οικουμένης, εντός και εκτός πλανήτη συμπεριλαμβανομένων των Αγίων Πάντων (Μαυρίκιος, Δομίνικος, Βαρβάρα, Βικέντιος, Νάπα, Φραγκίσκος Μπαρτς ο Καραϊβικανός κτλ κτλ) εάν δεν ανήκει στα 2 πόδια της Χαλκιδικής (1ο και 2ο) και την παρανυχίδα προ του Α. Όρους. Χρησιμοποιείται από ακροθεσσαλονικιούς που πηγαίνοντας σε οποιαδήποτε άλλη παραλία αναζητούν φραπεδιά με γάλλλα και «σπορ του βορρά».

Τα τοπωνύμια μαγευτικών παραλιών όπως Πυργαδίκια, Βουρβουρού, Φούρκα, Πούντα και πάει λέγοντας συντελούν στην μυθοποίηση του τόπου.

- Χαθήκαμε Κίτσα μου, πού ήσουν όλο το καλοκαίρι;
- Νάντια μου είχαμε πάει με τον Παναγή στο Κο Σαμούι.
- Ωραία φαντάζομαι ε;
- Ναι δεν λέω καταγάλανα νερά, ευγενέστατοι σερβιτόροι, ολόφρεσκα και φτηνά κοκτέιλς, αλλά σαν την Χαλκιδική δεν είναι.

(από Khan, 16/04/13)

Και σαν τη Χαλκιδική δεν έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή έχει προέρθει από τη ταλαντούχα Βούλα Βαβάτση την οποία την μάθαμε μέσα από πορνοταινίες. Το βαβατσελέ το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να εκφράσουμε κάτι με ένα επίθετο και δεν μας έρχεται κανένα! Τότε πετάμε ένα βαβατσελέ και τελειώνει εκεί.

Αυτό το πράγμα ήταν πολύ...πολύ...πολύ... βαβατσελέ ρε παιδί μου!

Για γερά νεύρα. (από Mr. Cadmus, 30/01/12)όρος που παραπέμπει λόγω επωνύμου και στον υπόγειο εδώ και κάμποσα τέρμενα,  Τώνη  (από GATZMAN, 31/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος του παιδικού ομαδικού παιχνιδιού «κρυφτό». Η φτούκα είναι το μέρος όπου «τα φυλάει» (δηλαδή μετράει, με κλειστά τα μάτια, μέχρι ξέρω γω το πενήντα, ώστε να έχουν χρόνο να κρυφτούν οι συμπαίκτες) αυτός που θα ψάξει τους κρυμμένους. Μπορεί να είναι ένα δέντρο, μια γωνία, μια κολώνα, ό,τι. Μόλις αυτός που ψάχνει απομακρυνθεί από την φτούκα για να ψάξει τους κρυμμένους, οι κρυμμένοι έχουν σαν στόχο να προλάβουν να τρέξουν στην φτούκα πριν τους βρει. Ο πρώτος που θα φτάσει στη φτούκα, θα την φτύσει και θα πει «φτού ξελευτερία!». Μ' αυτό τελειώνει το παιχνίδι και ελευθερώνονται οι κρυμμένοι.

Από κει μάλλον προκύπτει και η έκφραση (που έχει γίνει και αυτόνομο παιχνίδι) «κάνω φτούκα πρω» (δηλ. «φτούκα πρώτος /-η») που σημαίνει προλαβαίνω πρώτος. Λέγεται δηλαδή από αυτόν που θα προλάβει να παρουσιαστεί ή να μιλήσει πρώτος σε μια δεδομένη περίσταση, άρα θα έχει και προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους που ήρθαν δεύτεροι ή τρίτοι (και οι οποίοι λένε «φτούκα δε-», «φτούκα τρι-», κλπ). Είναι δηλαδή σαν μια έκφραση θριάμβου, ας πούμε.

Προφάνουσλυ η λέξη προέρχεται από το ρ. φτύνω.

  1. Κάθε απόγευμα έπαιζα αμπάριζα, κρυφτό.
    Η φτούκα ήταν μια μουριά με ασβέστη ασπρισμένη.
    Μετράγα ως το είκοσι έλεγα “φτου και βγαίνω”.
    Ξελευθερία φώναξες κι εγώ ξαναμετρώ.
    από το ποίημα «Το κρυφτό», Κώστας Βελιάδης (εδώ)

  2. ...δεν θα είμαι ο νονός γιατί έκανε «φτούκα πρώ» η Ελένη.

  3. Ο πολιτικός μας βίος λειτουργεί ως ένας τεράστιος «Καραγκιόζ μπερντέ». όπου ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης παίζουν το παιδικό παιγνίδι «φτούκα πρω» για το ποιος είπε πρώτος αυτό ή το άλλο, ποιος είναι ο «καλός» που υποχωρεί για να σωθεί ο τόπος και ποιος ο «κακός» που προβοκάρει με διαρροές το σχέδιο «κυβέρνηση σωτηρίας»...

(όλα ιντερνετικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χρησιμοποιείται πολύ στον στρατό. Σημαίνει μία μονάδα, ή λόχο, ή ειδικότητα, ή υπηρεσία (ή ό,τι) που είναι άνετη, χαλαρή, προνομιακή, και ωσεκτουτού επιφυλάσσεται για βύσματα, γι' αυτούς που έχουν τα μέσα, για να περάσουν καλά στη θητεία τους .

Δευτερευόντως, χαρακτηρίζει και τον φαντάρο που είναι βύσμα και έχει κονεδιαστεί με βυσματάρχες. Ενώ από τον στρατό περνάει και στην συνολική οικονομία, οπότε χαρακτηρίζει επαγγελματικές και κοινωνικές καταστάσεις, όπου δεν επικρατεί αξιοκρατία, αλλά οικογενειοκρατεία, πελατειοκρατία και νεποτισμός και όπου οι θέσεις καταλαμβάνονται από αλεξιπτωτιστές, ή και τους ευνοούμενους από αυτήν την παθολογία.

Τέλος, το έχω ακούσει και με την σημασία του πολύ ωραίου, του σένιου, του ανφάν γκατέ, στη λογική ότι φανταζόμαστε πως για να είναι τόσο ωραίο σημαίνει ότι στο Ελλαδιστάν μόνο λίγοι βυσματωμένοι προνομιούχοι θα μπορούν να το απολαύσουν.

  1. Ο Λόχος ο καλός, ο βυσματικός, το ξενοδοχείο (Lohotel). Εκεί που οι τουαλέτες τρίζουν από καθαριότητα, εκεί που το ζεστό νερό ρέει άφθονο. Ο Λόχος που όλοι φθονούν, αποστρέφονται και στραβοκοιτάζουν στην αναφορά Τάγματος, κυρίως επειδή δεν κατάφεραν να γίνουν μέλη αυτής της μεγάλης οικογένειας. (Εδώ).

  2. Το μηχανικό έχει αποκτήσει την φήμη του «βυσματικού», με άλλα λόγια έχει περάσει η πεποίθηση στον κόσμο ότι άπαξ και μπεις μηχανικό θα είσαι πιο χαλαρά και δεν θα ζοριστείς ιδιαίτερα. But ALAS my friends!!! Η εν λόγω φήμη μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα! [...] 3ος λόχος ο βυσματικός, οι ανθυπολοχαγοί τα έχουν όλα γραμμένα στην καραπουτσακλάρα τους, είναι χαλαροί(αρκεί να μην είστε προκλητικοί και να μην δημιουργείτε προβλήματα) και πάνω απ’ όλα είναι πιο ανθρώπινοι. (Εδώ).

  3. Ο καλός βυσματικός μαύρος θα πρέπει να θέσει σαν στόχο να πάρει την καλύτερη ειδικότητα, να κάτσει όσο περισσότερο μπορεί στο ΚΕΤΘ (μέχρι 2 μήνες αντε 2μιση) διοτι τελευταίοι μένουν οι ΟΔΜΑ και παίζει εμπλοκή. Στην συνέχεια μια καλή μετάθεση στις λιγοστές βυσματικές ΕΜΑ ή ΕΑΡΜΕΘ, και τέλος αν δεν το επιτρέπουν τα μόρια, βυσματική μετάθεση στο ΚΕΤΘ σαν οργανικός (οργανικός = τέλος θητείας)!!! (Εδώ).

  4. Γραπτός διαγωνισμός πέρα των πανελληνίων και του ΑΣΕΠ είναι βυσματικός. (Εδώ).

  5. Εχεις ηδη ετοιμη καμια δουλεια του μπαμπα-θειου-γειτονα. Εισαι βυσματικος σε κανα μαγαζακι τεχνικος ή πωλητης και εισαι ευτιχισμενος. (Εδώ).

  6. - Γιατρέ μου θα σε πάω σ' ένα πολύ καλό κλαμπάκι με θέα σ' όλο τον κόλπο της Καλαμάτας.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά, (που διαμορφώθηκαν εν πολλοίς στα μέσα του 20ού αιώνα), υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ευρωπαϊκής πρωτεύουσας: Αφενός το Παρίσι, που θεωρείται ότι έχει πολλές γυναίκες και πόρνες, και ονομάζεται γι' αυτό Μουτζότοπος εκ του μουτζό (βλ. εδώ για ετυμολογία). Και αφεδύο το Λονδίνο, που έχει πολλούς γκέι και ονομάζεται γι' αυτό Τζιναβότοπος εκ του συστατικού τζιναβο-, που σχετίζεται με την κατανόηση και την πονηριά (βλ. τζινάβω), αλλά και με την μύηση στον κόσμο των καλιαρντών και των γκέι.

Οι δύο λέξεις διασώζονται στο γνωστό βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου.

- Κόντρα πασιόζα τζόρνα άβελε ριτόρνο αποκατέ από Μουτζότοπο ο μουτζωτός. (= προχτές γύρισε από Παρίσι ο γυναικάς).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά, είναι ο τόπος ο γεμάτος με τζιναβοτούς , δηλαδή με ομοφυλόφιλους. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο κλασσικό βιβλίο του Τα Καλιαρντά ορίζει ως Τζιναβότοπο το Λονδίνο, που θεωρείτο (μιλάμε για μέσα του 20ού αιώνα στο περίπου) ως η κατ' εξοχήν gay-friendly πόλη, τίγκα στις αδερφές κιέτσ', σε παραδειγματική αντίθεση προς το Παρίσι, που είναι ο Μουτζότοπος, δηλαδή η πόλη με τις ωραίες γυναίκες- μουτζές και πόρνες. Ο όρος, όμως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες Μέκκες του γκεϊλικίου και προορισμούς εμιλουγκρέδων. Λ.χ. τζιναβότοπος είναι η Μύκονος, που αποκαλείται και Τζιναβονήσι.

Το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Πετρόπουλο μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβοτός είναι ο πονηρεμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο.

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΤΖΙΝΑΒΟΝΗΣΙ Του Τέου Ρόμβου

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει κοντορελιά. Πρώτα δικέλω για τσαρδί to let κι ύστερα ν’ αβέλω λούνι, τέλος πουλοβιδώθηκα τζάκα λούτσια σ’ ένα χαλότσαρδο για να προχαλέψω κατιτίς. Παρήγγειλα φρίσο και κει που έχαλα, δικέλω ντικ μια γκουρουμωτή τσαρδόφατσα που τζουρντάρει και με καρκαμπινιάζει. Τεκνό τα μπουτ λατσό, χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσό τσαρδόγυαλο και στο σλιπολούνι μπόλικη φωτογένεια. (Αποκατέ).

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ άλλες κλείνουν κι άλλες βαράν κανόνια, αυτή γνωρίζει μεγάλες πιένες. Κι όχι άδικα.

Όταν άρχισαν να επιβεβαιώνονται οι φήμες πως ο λαϊκατζής πουλούσε Λουί-Γυφτόν και αναβαθμισμένα σινουά στο πέμπτο της τιμής από ότι κυριλέ μπουτίκ, ένα ακόμη καταναλωτικό ταμπού κατέπεσε για το απειλούμενο από τροϊκανούς και σία είδος «μέση Ελληνίδα».

Με ζαρζαβατικά στο ένα χέρι, ξεκίνησε από τις ντάνες με τις πετσέτες, τσίμπησε βρακιά (για το σύζυγο) και μετά από τα απαραίτητα τεστ πλυντηρίου και σιδερώματος, την έπεσε στα μπλουζάκια και τα ζακετάκια (που φαίνονται). Άμφια και νυφικά ακόμη λείπουν από τους πάγκους, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Ακούγεται και με τα αρχικά της: L.A.

1.
Σήμερα πχ στη παραλία παρατηρούσα τις γυναίκες. Ήταν μία σαν ρινόκερος το κέρατο της έλειπε. Μιλάμε για πάχος και δίπλες τρίπλες. Πήρε και έφαγε και ένα σάντουιτς νααααα (με το συμπάθειο) Ήταν μία άλλη σαν καμηλοπάρδαλη (μάλλον μπασκετμπολίστρια ήταν ) δίμετρη και ατσούμπαλη. Σκεφτόμουν για να τη γλύψεις αυτή τη γυναίκα θα έβγαζε η γλώσσα σου ρόζους. Δεν έλειπαν και οι φοραδίτσες. Με σανδάλι δεκάποντο σεξουαλικό μπικινάκι από τη Μπουτίκ Λάικα απαραίτητα το κινητό ε; χαϊμαλιά κλπ γυαλί Ρέιμπανμπαν και όλο χάρη. Να σιέται η παραλία. Και τσιγαράκι πάντα σλιμ. Και οι κατσικούλες βέβαια εκείνα τα πιπινάκια με το μπλαζέ ύφος τη φραπεδιά με το μπικίνι χωμένο στο κώλο για να μαυρίσουν οι μαγούλες. Και φυσικά πάμπολλες φώκιες εκείνα τα κοντόκωλα με χαμηλό διαφορικό και κυτταρίτιδα ζωάκια που ξαπλώνουν στις παραλίες.

2.
Μωρέ κι εμάς θεία του καλού μου έφερε σεντόνια από μπουτίκ λάικα σε σακούλα καταστήματος. Πήγα να τα αλλάξω και μου έπεσαν τα μούτρα...

3.
(…)χωρίς να θέλουμε, βοηθάμε στο κατρακύλισμα της μικρομεσαίας ελληνικής επιχείρησης είτε αυτή είναι ένα κατάστημα είτε, μια μικρή βιοτεχνία που με τη σειρά της και αυτή, κάποια μέρα θα κλείσει. Ευθυνόμαστε εμείς όμως γι' αυτό; Ο συνταξιούχος των 450 ευρώ, αυτός των 300; Ο άνεργος με 300 ευρώ επίδομα, ή μήπως ο μισθωτός των 580 ή και 800 ευρώ; Με αυτούς τους μισθούς μπορούν άραγε να ψωνίζουν από τις βιτρίνες; Λέτε άραγε ο συνταξιούχος ή ο μισθωτός, δεν ξέρει ποιο είναι το καλό και ποιοτικό ρούχο και ποιό το σκάρτο; Δεν προτιμά να κάνει τις αγορές του από τα καταστήματα και έτσι, από βίτσιο και μόνο ψωνίζει από τις «ντάνες» της «Μπουτίκ Λάικα»; Δεν φταίει ούτε ο Έλληνας καταναλωτής, ούτε ο μικροπωλητής των λαϊκών, ούτε ο Κινέζος που κατάφερε να πουλά και να ευδοκιμεί η επιχείρησή του σε βάρος των ελληνικών.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published

Γραφόμενο με ένα λάμδα θα μπορούσε να σημαίνει τη μπουρδελότσαρκα, κατά το περατζάδα. Συνήθως, όμως, γράφεται με δύο λάμδα και σημαίνει την Ελλάδα ως χώρα- μπουρδέλο, ως μπουρδελιστάν, όπου επικρατεί αναρχία, χάος, ανομία και μαφιόζικες πρακτικές.

  1. Μπουρδελλάδα
    Λοιπόν, αρκετά.
    Μπορεί να βγήκα από Ελληνικούς όρχεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το σέβομαι απόλυτα εδώ και μερικά χρόνια.
    Πώς βρέθηκα εγώ σε μπουρδέλο;
    Γιατί μου έλαχε τέτοιο λαχείο;
    Υπάρχει περίπτωση να γίνει το μπουρδέλο κάτι άλλο;
    Μια γκαλερί έργων τέχνης λένε κάποιοι, με εκθέματα τις εκατοντάδες -χιλιάδες σπερματεγχύσεις χαλασμένης φαιάς ουσίας. (Εδώ).

  2. ΜΠΟΥΡΔΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΚΩΜΑ
    Ζήτω «το μπουρδέλο η Βουλή»… φώναζαν οι διαδηλωτές, μάλλον … «να καεί να καεί το μ… η Βουλή »!φώναζαν.
    Εμείς λέμε ζήτω η Τρομο-δημοκρατία των βουλευτών!
    Ζήτω οι ιερές οικογένειες του Ελληνικού καταντήματος!
    Ζήτω το Ελληνικό κατάντημα!
    Ζήτω η ολιγαρχικές Χούντες που μας κυβερνούν από το 1821!
    Ζήτω οι εθνο-νεκροθαύτες που τα παίρνουν και πάλι χοντρά ,ανεξέλεγκτα.
    Ζήτω οι συνταξιούχοι εθνο-νεκροθαύτες που ζητούν και αναδρομικά εκατομμύρια.
    Ζήτω οι γλειψιματίες –κολητοί της Βουλής που εξακολουθούν να βόσκουν στα προνόμια τους.
    Ζήτω οι «αθώοι» των σκανδάλων, των καταχρήσεων, της αρπαχτής, του Χρηματιστηρίου, των ομολόγων, του Βατοπεδίου, της Ζήμενς, των εξοπλισμών , του παραδικαστικού, των ακτοπλοϊκών.
    Ζήτω τα διαπλεκόμενα και οι μαφιόζοι απανταχού του Δημοσίου.
    Ζήτω οι επιχορηγήσεις της ΓΕΝΟΠ και των αρχοντοσυνδικαλησταράδων τύπου Φωτόπουλου-Ρίζου-Παναγόπουλου-Παπασπύρου.
    Ζήτω και το αθάνατο Ελληνικό χουλιγκανοκλωτσόσφαιρο του Κόκαλη του Μαρινάκη του Μπέου
    Ζήτω τα μαύρα, τα αφορολόγητα, τα αδήλωτα, τα κλεμένα ,τα ξεπλυμένα ,τα γαμημένα.
    Ζήτω τα ρετιρέ πάσης φύσεως όπως οι αποστρατευμένοι του ΟΤΕ, του Λιμενικού…
    Ζήτω το «Μίγμα» οι φερέλπιδες της Δεξιάς επανεκίνησης , της επανίδρυσης και των υπερβάσεων.
    Ζήτω ο Πεταλωτής που χαϊδεύει τον Γιωργάκι.. και νομίζει ότι μας δουλεύει.
    Ζήτω το ήθος , το ανάστημα και η Μπουρδελο-συζήτηση Μειμαράκη.
    Ζήτω τα εκατομμύρια βόδια που ακόμα καθόμαστε και τους κοιτάμε αντί να τους στήσουμε σε μαζικό Γουδί.
    Ζήτω η Ελληνική Δικαιοσύνη που είναι τυφλή, κουφή, κουλή ,κουτσή, τετραπληγική σε αφασία
    Ζήτω και το δικό σου, δικό μου ... μπουρδελοκόμμα
    Ζήτω η μπουρδελλάδα που είναι σε κώμα!.
    Ζήτω κι εγώ ο μαλάκας που επαιζα τη ζωή μου ρουλέτα για να ρίξω τη Χούντα το 73-74! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published