Further tags

Αντί επιφωνήματος, χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που είναι τόσο ηλίθιες, ξεκάρφωτες, κουλές ή απλά παράλογες που κανείς δε μπορεί να σχολιάσει και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναφωνήσει: «Ό,τι νά 'ναι!».

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν επίθετο.

- Ρε... καλά δε παίρνει γραμμή αυτός ο Γιάννης! Τού 'χουν βάλει κεφαλάκια από σπίρτα μέσα στα τσιγάρα, ανάβει, και το τσιγάρο γίνεται πυρανάλωμα, και αυτός όχι μόνο δεν το καταλαβαίνει αλλά γυρνάει και λέει ωΧμμ... Έχουν ένα παράξενο άρωμα αυτά τα τσιγάρα!»
- Αχαχαχά! Σοβαρά;;; Πώωω... ό,τι νά 'ναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του αρχιδόμαντρου. Μαγαζί γεμάτο από μουνιά.

- Μπράβο ρε μαλάκα Μπάμπη. Σε μουνώνα μ' έφερες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί γεμάτο άντρες.

Πάμε ρε μαλάκα να φύγουμε από' δω μέσα που με έφερες. Αρχιδόμαντρο ειναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από ψαγμένους που αρέσκονται να εμπλουτίζουν με όλο και περισσότερα αγγλικά αρκτικόλεξα, χρησιμοποιείται στη θέση του LαχανΑγορά (επαγγελματίες) και του Lαϊκή Αγορά (ιδιώτες).

- Πάμε για καφέ αύριο;
- Δεν μπορώ. Είναι άδειο το ψυγείο και πρέπει να πάω LA πρωί-πρωί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το παραδοσιακό μποντιμπιλντεράδικο γυμναστήριο, όπου μαζεύονται οι hard-core του είδους για να φάνε σίδερο να μασήσουνε ατσάλι. Εννοείται ότι η πλειοψηφία είναι σβάρτσοι και ότι το σιδεράδικο είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου ευδοκιμούν οι απαγορευμένες ουσίες (αναβολικά). Καμία σχέση με ομαδικά προγράμματα αερόμπικ και τα συναφή.

  1. (απ' το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, στις 11/05/2008)
    «Όλοι αυτοί οι υπερμυώδεις γίγαντες, [...] έχουν περιοριστεί σε μερικά μόνο τετραγωνικά. Και όχι ότι δεν υπάρχουν. Απλώς, αυτούς τους συναντάς περισσότερο στα «σιδεράδικα», τα κατ' εξοχήν γυμναστήρια body building, με τους φουσκωτούς άντρες που νομίζεις ότι θα σε κάνουν κιμά έτσι και σε ζουλήξουν.»

  2. (από το διαδίκτυο)
    «Μα γιατί προσπαθούμε πάντοτε οι Έλληνες να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου;
    Εδώ το ένα σιδεράδικο γυμναστήριο στην Ελλάδα κλείνει πίσω απ' τ' άλλο γιατί δεν έχει κόσμο, ένα σωϊκό μαγαζί με συμπληρώματα δεν υπάρχει, ΚΑΛΑ ΚΑΛΑ ΟΙ ΓΥΜΝΑΣΤΕΣ ΔΕ ΞΕΡΟΥΝ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥΣ, και λες και είμαστε η χώρα που έχει βγάλει καμιά δεκαριά Mr. Olympia, έχουμε 500 ομοσπονδίες για το Bodybuilding!
    Νισάφι πια!»

Σχετικό: σιδεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μέρος τίγκα (καρά-) στους άντρες (-πουτσαριό).

Συνώνυμα: σβερκαρία, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Τι να σου πω ρε συ, περίεργο πράμα: κάθε φορά που βγαίνω με τη δικιά μου σ' ένα μαγαζί, γίνεται μουνοθύελλα... Όταν πάλι πηγαίνω με κανέναν φίλο στο ίδιο μαγαζί, τίποτα, καραπουτσαριό...
- Λοιπόν το ίδιο παθαίνω κι εγώ! Μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω κούκου: ερεθίζω, ενδιαφέρω (συνήθως σεξουαλικά ή ερωτικά).

  2. Φευγάτος, τρελαμένος. Συνώνυμα: γεια σου, γκάου, τζαζ, τσίου, φεύγα.

Οι καθηγητές που είχα σε όλα τα θετικά μαθήματα, δεν μου έκαναν κούκου και οι ίδιοι ήταν και πολύ κούκου. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείο / καφετέρια, συνήθως συνοικιακό, όπου επικρατεί πλήρης ανία και αποχαύνωση (δες και εδώ). Από τα χάπια και κατ' αναλογία προς το καφέ σαντάν.

- Έλα, οι άλλοι είναι Ετουάλ - πάμε ν' αράξουμε ... - Όχι, ρε μαλάκα, πάλι καφέ αρντάν ... τι να κάνουμε ... να κόβουμε φλέβεςόλοι μια παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.

-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.

-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.

Βλ. και επικίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σήμερα θα κάνουμε ένα μάθημα γερμανικών μεγάλης αξίας. Στα γερμανικά λοιπόν, το ρήμα καθαρίζω (δηλ. ξεβρωμίζω) είναι το εξής πολύ όμορφο: putzen, και προφέρεται /πούτσεν/.

Με βάση λοιπόν το ρήμα πούτσεν, έχουμε την πούτσφραου (putzfrau), την καθαρίστρια -μην πάει αλλού ο νους σας- και χίλια δυο άλλα παράγωγα.

Ωσεκτουτού, πολλοί αποκαλούν το στεγνοκαθαριστήριο πουτς ινστιτούτ (putzinstitut), αν και η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά.

Αν πάρουμε λοιπόν αυτό το ηχητικό γλωσσικό δάνειο, συνειδητοποιούμε πόσο ευρεία εφαρμογή μπορεί να έχει στα ελληνικά δεδομένα. Πουτς ινστιτούτ μπορεί να είναι, εν Ελλάδι, τα εξής:

  1. η εφορεία
  2. ένα κωλόμπαρο
  3. μια μπακουροπαρέα
  4. ένα γκέι μπαρ
  5. μια γυναικοπαρέα
  6. ένα μπουρδέλο
  7. μια εταιρεία παραγωγής πορνοταινιών
  8. ένα ινστιτούτο ανδρικής καλλονής
  9. το καραπουτσαριό
  10. το κωλοχανείο
    και πάει λέγοντας.
  1. - Πού ήσουνα χθες;
    - Είχα πάει μια βίζιτα σε ένα πουτς ινστιτούτ να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.
    - Καλά ρε μαλάκα, ακόμα στην εποχή των μπουρδέλων ζεις;;;

  2. -Αμάν ρε Σάκη, γαμώ το φελέκι μου γαμώ, απόψε επιστρέφουν οι γονείς και συ κανονίζεις μπαφοκατάσταση; Πάλι εγώ θα μαζεύω τελευταία στιγμή σαν την τρελή το πουτς ινστιτούτ που θα αφήσετε εσείς οι τελειωμένοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified