Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Ο παλαιός Κρης, εις την προσπάθεια να θίξει το αεικίνητο ενούς συμπατριώτη του, χρησιμοποιούσε τοιαύτη φράση, δεδομένου του ότι ο «διάολος» (δηλ. ο δαίμων) αεικίνητος και ακατάπαυστος εστί. Πόσω μάλλον οι χίλιοι διαόλοι! Καμία σχέση δεν υπάρχει μετ' εξορκισμών, μαγείες τε και βουντού. Έμφαση δίδεται εις τον τονισμόν της αρχικής φράσεως, τουτέστιν η φράση εκφέρεται ως εξής: «ΣΣχχίλιοιοιοι διαόλοιοι μέσα σουου!»

Καυλαγόρας: -Τοιαύτο κλαμπ φοβερό εστί! Κοίταξον χορός! (ακολουθεί αερότουμπα και θραυσματoχορός ήτοι break dance)
Τσιμπουκίων: - Μα κάθισε κάτω πλέον και απήλαυσε το ποτό σου!«
Καυλαγόρας (εν μέσω θραυσματοχορού, κινήσεων καράτε τε και Ταρζάν): - Δε δύναμαιααιαι!
Καυλαγόρας: - Χίλιοι διαόλοι μέσα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγικό ξόρκι που χρησιμοποιούσαμε στο δημοτικό όταν παίζαμε κρυφτό και αμέσως ελευθερώνονταν όλοι οι φυλακισμένοι. Όταν έφτανες στο σημείου που φύλαγε ο αντίπαλος, έφτυνες δείχνοντας έτσι την αποστροφή σου στο πρόσωπό του και ο τελευταίος έπρεπε να πει «φτου ξελευθερία για όλους» ώστε να ελευθερώσει, σαν άλλη διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, τους πιασμένους στο παιχνίδι.

Φτου ξελευθερία για όλουυυυυυυυυυς!!! Πάλι καλά που είμαι εγώ και σας ελευθέρωσα παιδιά! Νίκο.. ξαναφυλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούτη η παλαιά έκφραση, με την οποία οι ελληνόφωνοι εφιστούσαμε και εφιστούμε την προσοχή ο ένας στον άλλο εν όψει κινδύνων, τείνει πλέον να μετατραπεί σε απλό φιλικό αποχαιρετισμό, κι εν μέρει να αντικαταστήσει το τα λέμε προς φίλους, μιας και προς αυτούς αυτό το «τα λέμε» ακούγεται λίγο και περιττό («σιγά που δε θα τα ξαναλέγαμε») -αντισταθμιστικά, το «τα λέμε» ακούγεται όλο και περισσότερο ως κατακλείδα σε εφήμερες μη φιλικές γνωριμίες, αν και είναι σαφές ότι δεν θα ξαναϋπάρξει συνάντηση, μισή υποκρισία δική μου, μισή δική σου, δλδ. (στην Αγγλία λένε αυτό το φρέντλι «see you» έτσι χαζά, ακόμα και στα τηλεφωνικά κέντρα, και δε χρειάζεται να πω ότι αυτό το c u έχει συμβάλει και στην καθιέρωση της καθ΄ ημάς «τα λέμε»- culture ).

Επανερχόμενος στο λήμμα: οι χρήσεις στις οποίες εστιάζω είναι εκείνες κατά τις οποίες αυτό το «το νου σου» ακούγεται σκέτο στο τέλος ενός διαλόγου -αντικαθιστά, δηλαδή, ακόμα και τα «γεια σου», «άντε γεια» κ.τ.ο. καμιά φορά- και, κυρίως, ενώ δεν δικαιολογείται από την περίσταση (δεν έχει, δλδ, επισημανθεί, συζητηθεί κάποιος κίνδυνος, ενώ δεν συντρέχει κάποια άμεση εύλογη απειλή).

Κοινωνιοψυχοανθρωπολογικά αν το δει κανείς, το «το νου σου» αυτό δεν είναι παρά η σλανγκική έκφραση της Κοινωνίας του Ρίσκου, εσχάτως και του Πανικού, την οποία έχουν αναλύσει οι κοινωνιολόγοι και διανοητές της ύστερης κυρίως νεωτερικότητας. «Το νου σου» παναπεί κατά βάση «πρόσεχε», ο κίνδυνος είναι καταστατικό στοιχείο της ζωής (η οποία, βέβαια, ζωή ΣΟΥ είναι και πολύτιμη, αν έχεις γεννηθεί από τη σωστή πλευρά των εσωτερικών και εξωτερικών συνόρων). Παναπεί επίσης: πονηρέψου μη σε φάνε, μην επαναπαύεσαι γιατί την πούτσισες. Παναπεί τελικά κοινωνία = κίνδυνος, μην εμπιστεύεσαι κανέναν -α, και μαλακίες έλεγα, κοινωνία δεν υπάρχει.

Το «το νου σου» που περιγράφω, θεωρώ ότι έχει δυο ορίζουσες:

α) η μια είναι η ανάγκη να υπάρξει ένα αντίστοιχο του αγγλοσαξονικού αποχαιρετισμού take care = πρόσεξε τον εαυτό σου. Η τάση των αγγλοσαξόνων, ρεκτών καθετί χυδαίου τις τελευταίες δεκαετίες προς την κουλτούρα της ασφάλειας (safety, security), γιγαντώθηκε μετά τους δίδυμους πύργους, κι έτσι φτάσανε στα ντεκαβλέ have a safe trip και τους λοιπούς δολοφονικούς του ζην επικινδύνως και της χαράς της ζωής γλωσσικούς αυτοματισμούς. Ως γνωστόν η κουλτούρα μας είναι αμερικανοποιημένη ως ένα βαθμό...

β)... κι έτσι έχουμε κι εμείς πλέον αυτό το «το νου σου» που, ναι μεν είναι πιο λαϊκότροπο και μάγκικο ως προέλευση, καθώς μάλιστα προς το παρόν εκφέρεται από άτομα που είναι ή -κυρίως- φαντασιώνονται ότι είναι της πιάτσας, άρα και παίρνουν «ρίσκα», και αισθάνονται καθήκον να εφιστούν ο ένας στον άλλον την προσοχή.

Δεν είναι, λοιπόν, τόσο φλώρικο όσο το take care αυτό το «το νου σου», αλλά αυτά είναι προσχήματα, υφολογικοί φερετζέδες, φόβο εκφράζουν και τα δύο.

Πολιτισμικά θα έλεγα εν τέλει ότι, ως αποχαιρετισμός, χρησιμοποιείται είτε από κάγκουρες και ανακλά την πρόθεσή τους να φανούν σχετικά εκλεπτυσμένοι («το νου σου, κι εμένα που με βλέπεις έχω πολλές φορές μπλέξει, σκατοκοινωνία, αλλά μπορείς να επιβιώσεις, αν έχεις... το νου σου»), η οποία τάση του κάγκουρα αλληλεπικαλύπτεται με την εκμάγκευση του φλώρου που προσπαθεί να επιβιώσει υπό αντίξοες πλέον συνθήκες -ανταγωνισμός, κοινωνικοποίηση της εξαπάτησης, επισφάλεια κλπ («το νου, μην είσαι μαλάκας, θέλει κωλοπετσοσύνη και μυαλό για να επιβιώσεις»).

Τέλος, να επισημάνω ότι το «το νου σου» ως αποχαιρετισμός απευθύνεται σε ένα άτομο και εκφράζει αυτήν ακριβώς τη συνθήκη του ατομισμού. Το «το νου σας» χρησιμοποιείται ως ειλικρινής προειδοποίηση και συνδηλώνει συνήθως μια συλλογική μορφή αλληλεγγύης.

- Πού πας φίλος;
- Σπίτι δικέ μου...
- Εδώ μένεις;
- Ναι ρε συ, δυο στενά πιο κάτω...
- Άντε, το νου σου!

(από jesus, 05/03/10)(από xalikoutis, 11/05/14)

Βλέπε και το νου σ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστομωτική απάντηση σε κάποιον που διορθώνει τα λεγόμενα μας, σε γραμματική, συντακτικό, και νόημα.

Αντικατοπτρίζει τον πρωταρχικό λόγο ύπαρξης της γλώσσας, την επικοινωνία. Στην επικοινωνία, κάποια λαθάκια συγχωρούνται, ιδίως στον προφορικό λόγο. Σκεφτείτε ακόμα και το αδόκιμο της συγκεκριμένης ατάκας.

Επίσης, κλασική απάντηση σε λάθος προφορά ξένων λέξεων.

ΥΓ: Αν ζοχαδιάζετε όταν σας διορθώνουν, χώνετε και το «ρε μαλάκα», ώστε μαζί με το μήνυμα να επικοινωνήσετε και την αγανάκτηση σας. Συνήθως η προσθήκη γίνεται όταν διορθωνόμαστε από κάτι γεροντοκόρες φιλόλογους ή από σπασοκλαμπάνιες τελειομανείς ή ψώνια ξενομανείς, που ως μοναδικό στόχο στη ζωή τους, έχουν βάλει την σωστή εκφορά του λόγου. Και οι οποίοι διορθώνουν συνήθως κάτι λάθη που δεν υπάρχουν.

  1. Από κόμικς του Αρκά :
    (ποντίκι σε θεόρατο γορίλλα)
    - Ρε, δεν ντρέπεσαι, ολόκληρος άντρας δύο μέτρα, να σε λένε πινγκ-πονγκ;
    - Κινγκ Κονγκ...
    - Το ίδιο κάνει!

  2. - Ρε Μπάααμπη, θα φέρεις τον καφέ επιτέλους;
    -θα τον φέρω, αλλά με λένε Χρήστο.
    - Το ίδιο κάνει...

  3. - Χθες πέρναγα απο την πλατεία Βάθη και
    - Πλατεία Βάθης!
    - Το ίδιο κάνει ρε μαλάκα. Αφού κατάλαβες από που πέρναγα. Θα με αφήσεις να τελειώσω;

  4. - Θυμάσαι τι ωραία περάσαμε στην Μπατισλάβα;
    - Μπρατισλάβα ρε βούρλο...
    - Το ίδιο κάνει!

(από electron, 12/10/09)Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο. (από patsis, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπαρολόγος ολκής. Επιπέδου Παβαρότι.

-Θα πάμε από του Μιχάλη να δούμε το ματς;
-Και δεν πάμε. Απλά ελπίζω να μην είναι ο παπαρότι ο ξάδελφος του, εκεί. Θα μας πρήξει στην ανάλυση.
-Έχει γέλιο μωρέ ο τύπος. Θυμίζει λίγο Αλέφα. Τα πάντα όλα, τι να λέμε τώρα....

(από electron, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, οι σάλτσες είναι όλα αυτά τα γευστικά αλλά μη απαραίτητα στοιχεία με τα οποία εμπλουτίζουμε τον λόγο μας για να τον κάνουμε πιο ελκυστικό. Συνήθως βάζουμε σάλτσες όταν αφηγούμαστε μια ιστορία, όταν περιγράφουμε ένα κατόρθωμά μας ή όταν λέμε ένα ανέκδοτο.

Βασικό συστατικό της σάλτσας στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι υπερβολές προς την κατεύθυνση που μας βολεύει. Οπωσδήποτε, όμως συναντώνται και οι άσχετες λογοτεχνίζουσες αναφορές και περικοκλάδες του λόγου μας. Ο όρος χρησιμοποιείται όταν υπάρχει έστω και μια μπουκιά πραγματικό φαγητό πάνω στο πιάτο, δηλαδή ένα γεγονός ή μια άποψη, διαφορετικά έχουμε περάσει στην παπαρολογία.

Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, στην έκφραση βάζω σάλτσες, αν και ο γράφων έχει ακούσει να χρησιμοποιείται και ο ενικός. Πρβλ. και άσε τις σάλτσες και έλα στο ψητό και άσε τα φιλοσοφικά.

Πρόκειται για πολύ παλιά χρήση της λέξης «σάλτσα» που, περιέργως, δεν βρέθηκε καταγεγραμμένη στον Τριανταφυλλίδη (βλ. εδώ, όπου και η κυριολεκτική σημασία και ετυμολογία). Όχι, δεν έχω άλλα λεξικά να το κοιτάξω γιατί είμαι ένας φτωχός πλην τίμιος σλανγκιστής...

  1. - Λέγε ρε, από γκόμενα ζειπέ ποτατί;
    - Ναι φίλε! Τραβιέμαι με μία από τη σχολή τώρα. Χθες ήρθε πρώτη φορά από το σπίτι.
    - Και;
    - Είχαμε βγει για ένα ποτάκι παραλία, μετά κλαμπάκι, χορέψαμε λίγο, εντωμεταξύ έχει μια κορμάρα κόλαση. Μας χάζευαν όλοι σά πεινασμένοι. Φορούσε ένα μπλουτζίν κολλητό, κάτι πόδια, τι να σου λέω, από τον κώλο μέχρι το πάτωμα πόδια. Είχε και κάτι στρασάκια πίσω, ακόμα μπροστά στα μάτια μου τά 'χω. Μού 'κανε κάτι κουνήματα, κάτι ματιές, μιλάμε τρελή για μένα με καραγουστάρει η κοπέλα.
    - Και;
    - Ε, την έβαλα σ' ένα ταξί, αυτή όλο μού 'λεγε πρέπει να πάω σπίτι και θ' ανησυχεί η συγκάτοικος και τέτοια, αλλά άλλο που δεν ήθελε. Εγώ είχα μάθει γι' αυτήν ότι κάνει την δύσκολη στην αρχή, μου τά 'χε πει ο Μπάμπης απ' το Παιδαγωγικό που την πηδούσε ένα φεγγάρι αλλά τα χαλάσανε γιατί...
    - Ρε μαλάκα άσ' τις σάλτσες, γάμησες ή όχι;
    - Ε ναι ρε φίλε, γάμησα!
    - Α να γεια σου πια! Ο προστάτης μου θά 'σκαγε!

  2. - Ωχ! Τι έγινε στο στενό, τι φασαρία είναι αυτή;
    - Κάποιον μαζεύει το περιπολικό. Στάσου, έρχεται ο Ντάνης. Ρε Ντάνη, πήρε το μάτι σου τίποτα, τι παίχτηκε;
    - Γκάιζ, πήγα στον Νοστιμούλη να χτυπήσω ένα σαντουϊτσάκι...
    - Ναι;
    - ...και δεν είχε κοτόπουλο και του είπα βάλε ένα μπιφτέκι...
    - Ν-ναι;
    - ...ήτανε κι ο Τζόνις εκεί, από το ΤΕΛ...
    - Ντάνη, άσε τις σάλτσες, με τον τσαμπουκά τι έγινε;
    - Δεν ξέρω, δεν πήρα πρέφα τη φάση. [Σ.σ.: Ο Ντάνης αποδείχτηκε παπαρολόγος και όχι σαλτσολόγος.]

  3. - Γιάννη τελικά πώς ήτανε η μονάδα σου στην Ξάνθη;
    - Ψιλογαμησάκι ρε συ... Αγγαρείες, σκοπιές, αγήματα, εμπλοκή δεκαπέντε-μία...
    - Τι πίπες μας λες ρε; Ο Μπιλάκος που ήτανε μαζί σου μας είπε ότι σας πήγαινε δύο-μία!
    - Νταξναούμ, έβαλα και λίγη σάλτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληγή, το χτύπημα, στη μωρουδοσλάνγκ...

- Μαμάααααααααααααααααααααααααααααααααααα!
- Τι, ΤΙ;;;
- Βαβάαααααααααααααααααααααααααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Μπούουουουουουουουουουουουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οκ, είναι το κατάστημα, αλλά και γενικότερα λέμε έτσι οποιαδήποτε επιχείρηση, χώρο, κατάσταση, κύκλο κλπ. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά και μάλλον υποτιμητικά. Εκτός αν χαριτολογούμε, αλλά πρέπει να το κάνουμε λιανά στον άλλον προς αποφυγή παρεξηγήσεων...

Όταν, δηλαδή, δώσουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό σε κάτι από τα προαναφερθέντα, σημαίνει ότι το εξισώνουμε με μια «μπακάλικη» επιχείρηση, δηλαδή σε κάτι στεγνά και στυγνά κερδοφόρο και επιχειρηματικό, χωρίς μεγάλες αξιώσεις. Η ειρωνεία έγκειται προφ στο ότι μέσα στο «μαγαζί» υπάρχει και καλά κάτι πολύτιμο, ενώ στην ουσία δεν παίζει κάτι τέτοιο.

Ως εκ τούτου προέκυψε και η έκφραση: ανοιχτά τα μαγαζιά

- Ρε φίλο, μη λες τέτοια, θα μας το κλείσεις ρε το μαγαζίιιι!

= θα μας κλείσεις το μαγαζί / την επιχείρηση (κυριολεκτικά)
= θα μας χαλάσεις την παρέα / την συνεννόηση
= θα κάνεις ζημιά στο σπίτι / την οικογένεια = θα μαγαρίσεις την ομάδα μας / τον σύλλογό μας / το μπλογκ μας

κλπκλπκλπκλπ, είναι απεριόριστη η χρήση του όρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταληκτική φράση από τις «τρεις αδελφές» του Τσέχοφ. Οι τρεις αδελφές, μάλλον δεν θα βρεθούν ποτέ ξανά στη Μόσχα, και το νοσταλγικό όνειρο θα μείνει εκεί, να τις μελαγχολεί, να θυμίζει τα μεγαλεία, και διηγώντας τα να κλαιν.

Η φράση πέρασε στη σύγχρονη εποχή για να περιγράψει κάτι που δεν πρόκειται να γίνει. Σε όλα τα επίπεδα.

Επίσης χρησιμοποιείται και σαν χιουμοριστικό λογοπαίγνιο, όποτε θυμάται κάποιος τη Μόσχα, το κολλάει κι αυτό, για να δείξει ότι δεν είναι κι αμόρφωτος, αλλά επειδή και το αδελφές πάει συνειρμικά αλλού.

Άλλη μια χρήση, η οποία εκλείπει, έχει να κάνει με την ουτοπία του κομμουνισμού, σε σχέση με το κέντρο αποφάσεων για όλα τα ΚΚ του κόσμου, που ήταν η Μόσχα.

Στη Μόσχα Αδερφές μου, στη Μόσχα!
Καλά, όχι κι αδερφές. Άγγλοι ναι, ενίοτε (συχνά βασικά) κομπλεξικοί, αλλά όχι κι αδελφές. Τουλάχιστον, αυτοί που θα πάνε στη Μόσχα δεν μας κάνουν και τόσο gay...

....Οι τρεις αδερφές δε θα πάνε ποτέ στη Μόσχα, όπως ο Γκορμπατσώφ δε θα ολοκληρώσει ποτέ το όραμα της “περεστρόικα”(αναδόμηση-ανασυγκρότηση)...

(από ιστότοπους)

-(σινιόρα electron) Θα πάμε αγάπη μου διακοπές φέτος; Σαββατοκύριακο στο Παρίσι να βρούμε εκείνον το συμφοιτητή σου; Η στη Ραβένα, που μας περιμένει η ξαδέλφη μου; Τι λες;
-Στη Μόσχα αγάπη μου, στη Μόσχα....
-(σινιόρα electron) Δεν πάω εκεί, να με τρέχεις να ψάχνουμε τα αρχεία της Καγκεμπε, για τον Ζαχαριάδη. Και πάρτο απόφαση. Κομμουνισμός δεν θα γίνει.
-Αρμεγε και κούρευε... -(σινιόρα electron) Αντε πια! Από τότε που παντρευτήκαμε.... (ακολουθει συζήτηση που άπτεται προσωπικών δεδομένων)

(από το σπίτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως σε παρελθοντικούς χρόνους και έχει τη σημασία του αντιλαμβάνομαι κάποιον του οποίου η εν λόγω ιδιότητα είναι καλά κρυμμένη.

Συνώνυμο το σακουλεύομαι.

  1. Τον έφαγες τον λίτη στη γωνία;

  2. Στάνταρ σ' έχει φάει ότι ξέρεις τι μούφες πουλάει και γι' αυτό ξέκοψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified