Η «ζωή» στην γλώσσα των βιντεογκέιμερς στα ουφάδικα της δεκαετίας του '80.

Προέλευση:

Ενδέχεται να προέρχεται από κάποιο πολύ δημοφιλές παιχνίδι από τα πρώτα του είδους, όπου οι «ζωές» απεικονίζονταν στη σχετική μπάρα με κανονάκια.

- Ρε μαλάκα, ο άνθρωπος τέλειωσε το μπούμπλε με οκτώ κανονάκια άθικτα.
- Στο είπα, ο Βαγγέλης είναι διάνοια.

(από granazis, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H λέξη αυτή προέρχεται από τον ομώνυμο παραδοσιακό χορό και χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον, κατά τη διάρκεια παιχνιδιού, ότι τον εξευτελίσαμε, ή να πούμε ότι κάποιος εξευτέλισε κάποιον.

- Ο Γκασόλ, τι παιχταράς είναι!
- Εντάξει, καλός είναι.
- Μόνο καλός; Στους τελικούς του NBA, τον Γκαρνέτ, τον έχει χορέψει κάτι καρσιλαμάδες...

Καρσιλαμάς - λέμε τώρα. (από poniroskylo, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από παλιά δυσφήμηση.

Αλλά έχει κολλήσει και στην καθημερινότητά μας.

Λέγεται όταν είμαστε αρκετά σίγουροι (όχι απόλυτοι) για κάτι που γνωρίζουμε ότι συγκριτικά με άλλα ομοειδή είναι πολύ ανώτερο.

Είμαστε τόσο σίγουροι που λαμβάνει χώρα αυτό το κάτι που όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες (δηλαδή αυτή η οδοντόκρεμα, «το κάτι», είναι καλύτερο από τις άλλες οδοντόκρεμες).

Όπως και η έκφραση ανώτερο και από τους κεφτέδες

Και είχα μια τρελή νύχτα με την Μαίρη - ξυλάγγουρο, ξεξυλάγγουρο ήταν ανώτερη και από τους κεφτέδες. Όλες οι άλλες είναι απλές οδοντόκρεμες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπτει ως κατηγορούμενο και προήλθε από την σύντμηση της φράσης «είναι μπροστά από την εποχή του», σε ελεύθερη μετάφραση «τεν γήερς άφτερ». Αναφέρεται σε κάτι το ψαγμένο, κάτι το οποίο θα γίνει κατανοητό από τους υπόλοιπους σε βάθος χρόνου, κάτι του οποίου η αναγνώριση θα έρθει μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, όπως έχει γίνει άπειρες φορές στην ιστορία της τέχνης, της τεχνικής και της μαλακίας. Χρησιμοποιείται και γενικότερα ως σχολιασμός για κάτι που μετράει, που τα σπάει και τα ρέστα.

Εναλλακτικοί και ενδεχομένως λιγότερο διαδεδομένοι τύποι: έμπροσθεν, μπροστινός, το ρηματικό μπροστινεύω και το ουσιαστικό μπροστινιά.

Αφιερούται τω πάτσει. Άιντε, και στο μαυρόγιαννο, να γίνει και λίγος τζόγος στα σχόλια:Ρ.

  1. Ό,τι και να λέμε, ο Σεφερλής ήταν μπροστά. Απενοχοποίησε την καΐλα στο μυαλό του μέσου έλληνα.

  2. - Πώς σου φαίνεται το ρολογάκι;
    - Μπροστινό, θείο. Φόλεξ είναι;

  3. - ...και τσάααακ, μου κατεβαίνει η ιδέα στα πέντε λεπτά πριν πάρουν τις κόλλες, κάνω τα δικά μου και πήρα το πτυχίο νύχτα.
    - Μπροστίνεψες αγόρι μου.

  4. Καλά, το παυλόνερο* μπροστινιά σκέτη ρε πούστη. Κάνεις και τον καμπόσο στα γκομενάκια αν κάτσει το κόλπο στο σερβίρισμα.

  • η μπύρα παουλάνερ, χαϊδευτικά.
  1. Έμπροσθεν η φωτό θείο πάτσι.

  2. - Τι σου λέει η χρηστική αισθητική;
    - Ε, είναι μπροστά.
    - Λες, ε;
    - Και τέσσερα γκεστάαλτ μη σου πω...
    - Χώσε, τσάμπα είναι.

Όταν είσαι μπροστά είναι αλλιώς. Ειδικά αν τα κορίτσια είναι πολύ μπροστά. Μπερδεύτηκες; (από Galadriel, 12/10/11)

Βλέπε και προχώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσταγμα ή προτροπή που προτρέπει τον πλησίον να αφήσει τα δύσκολα μονοπάτια, και να κάνει κάτι ευκολότερο από αυτό των δυνατοτήτων του. Εμπνευσμένο από το γνωστό παιχνίδι μπουλώ (bouleaux) ή αλλιώς γνωστό ως πιλλότα, όπου το να παίξεις τα κόζια ή αλλιώς ατού, δείχνει την σίγουρη και απλή κίνηση.

- Σήμερα άμα πάμε για μπάλα, θα παίξω στόπερ...
- Ρε παίξε κόζια, που θες να παίξεις στόπερ, μέχρι χτες δεν ήξερες τι σχήμα έχει η μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα υπάρχει θα πάρω την απίθανη ασίστ της «ανώνυμης» για να εμπλουτιστεί.

Το σουάγκ κυρίως σημαίνει level up. Δηλαδή να ανεβάσεις επίπεδο, που χου από το τσιγάρο στο πούρο, από τον αλβανό στο σκανκ, από το χιουντάι στο μερσέντες...

Αυτό το level up δεν είναι ανάγκη να έχει σχέση με χρήματα. Μπορείς να κάνεις λέβελ απ και χωρίς μερσέντες και πούρα, εσωτερικά. Είναι πιο πολύ ένα αίσθημα το οποίο σε κάνει να διαφέρεις από τους υπόλοιπους και να νιώθεις αφ' υψηλού.

Αυτά όσον αφορά την εμφάνιση, το στυλ και τον «αέρα»...

Όσον αφορά τον ήχο, το σουάγκ «παίζει» σε ρυθμούς κάτω από 80bpm με νότες είτε βουβές, είτε reverbαρισμένες (αυτό που λέτε εσείς οι djs reverb)...το ριβέρμπ δίνει ένα βάθος στον ήχο και τον κάνει και ακούγεται σαν σε διαμέρισμα χωρίς έπιπλα.

Ο στίχος είναι κυρίως αργός και η θεματολογία μπορεί να είναι είτε αφηρημένη (σνικ, hatemost) είτε glamour (ypo, billy sio)...

Εγώ πάντως προτιμώ την άλλη ερμηνεία του σουάγκ:
S- Secretly
W- We
A- Are
G- Gay

Κάποιος να γλείψει το σουάγκ της «ανώνυμης» που έδωσε ρέστα στον ορισμό κορίτσια;;;

Cali Swag District (από Khan, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αβάντα < ιταλική avanti, εμπρός, ή τουρκική avanta < ιταλική avanto κέρδος, (σύγχρονο: avanzo): όφελος, επιλήψιμο, αθέμιτο κέρδος ή -συνήθως με κακή έννοια- υποστήριξη

Έχει αβάντα τον βουλευτή.

Επίσης το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται ως πλεονέκτημα.

Θα ξεκινήσω να διαβάζω από τώρα να έχω αβάντα χρόνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified