Further tags

Προβαίνω σε ταλιμπανιές ήτοι, μεταξύ άλλων:

- Ξέρω ότι ταλιμπανίζω λέγοντάς τα αυτά, αλλά ως άνθρωπος (και όχι ως άτομο) δείχνω έμπρακτα τον σεβασμό μου στους μη αρτιμελείς συντοπίτες μου -πχ. με το να μην παρκάρω το ρημάδι μου στη διάβασή τους- και όχι ευνουχίζοντας τη γλώσσα μου (εδώ).

  • Είμαι πάρα πολύ εργατικός και αφοσιωμένος στην δουλειά μου, σε εκνευριστικό μάλιστα βαθμό (βλ. ταλιμπάν).

- Το φραπενείο βάρεσε κανόνι και έχω μείνει χωρίς δουλεία, τον δονητή μου μέσα!
- Δεν στέλνεις κάνα κουκουρίκουλουμ στο σλανγκρρ, μαθαίνω ότι προσλαμβάνουν μοντέλα. Εγώ έστειλα!
- Σιγά μην προσλάβει χλαμούτσες σαν εμάς ο Ρουμάνος! Εκεί δέχονται μόνο δίμετρα ουκρανάϊζερ που ταλιμπανίζουν μοντάροντας από το πρωί μέχρι το βράδυ!

- Νεοορθόθοξος είναι κάποιος που ταλιμπανίζει μετά από μεγάλες δόσεις αθεΐας, κι ανακάλυψε την Ορθοδοξία και τρελάθηκε (εδώ).

- Ταλιμπανίζω επικίνδυνα τώρα τελευταία. Ας ελπίσουμε οτι είναι περαστικό και οτι οφείλεται στην συσσωρευμένη αγανάκτηση και οργή (εκεί).

Κλείνοντας, πέον να καταγραφούν και οι ασόβαρες λολοπαιγνιώδεις αναφορές κυρίως ωσαννά φορά στο ταλιμπανιστήρι (εκ του ταλιμπάν και του μπανίζω).

- Η φευγαλέα θέα του αστραγάλου κάτω από την μπούργκα (το παραδοσιακό ταλιμπανιστήρι) αποτελεί πλέον παρελθόν. Στην απελευθερωμένη Καμπούλ το κυρίαρχο σύνθημα είναι: «Μπόμπα, τσόντα και καμπάνα» (Τζιπάκος, εδώ).

- Ποιος πάει για τουρισμό στο Πακιστάν; Να δει τι;
- Πάνε για …ταλιμπανιστήρι!!!! (διάλογος σε φλώρουμ, εκεί).

- Ταλιμπανιστήρι (ουσ. ουδ.): Τηλεχειριζόμενο αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροπλάνο χωρίς πιλότο για την παρακολούθηση των Ταλιμπάν (παραπέρα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Θεσσαλονίκη λέγεται έτσι το αμάνικο ρούχο. Από το περσικό καβάδ (=πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια) και την κατάληξη -ούρα. (από δω)

ΦΛΟΡΑΛ ΦΟΡΕΜΑ ΚΑΒΑΔΟΥΡΑ

  1. σαρεσει αυτός με τα κροκς και την πορτοκαλι καβαδουρα με ρωτάει, όχι φυσικά, ναι αλλα έχει σκηνή που ανοίγει με μια κίνηση, αμμμμμμ
  2. Ο βλαξ ο γείτονας με φουξ καβαδούρα & χαμηλόμεσο D&G διαβάζει στον κήπο το 2ο τεύχος τής fake Ραδιοτηλεόρασης, με ψευδοδηλώσεις .lak Γαβαλά.
  3. Χωριό, φύση, πρασινάδες, ιπτάμενα πράματα, "αμε να βάλεις καμια καβαδούρα κάνει ζέστη" η μάνα μου, ζωάρα
  4. τοπικός σαλονικιος καλονος, με βρακα ασπρι, καβαδουρα, μπανανα τσαντακι στη μεση και φουλ τριχα μας τρελαινει τωρα στους duran duran!
  5. γυναίκα με μπαμπάτσικο μπράτσο μπορεί να φοράει καβαδούρα (όχι και το καλύτερο)..άντρας με ασχημάτιστο μπρατσάκι 12χονου..ποτέ :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιότητα του να είσαι ακραία γκάου, μαλάκας και γύφτουλας (bête et méchant, που λένε και στο χωριό μου).

Εκ του κάφρος (< αραβ. qafir, ο άπιστος, μη μουσουλμάνος. Βλ. και την ρατσιστική ταξινομία kaffir για τους μελαψούς αγγλοσάξονες τση Ν. Αφρικής) και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -λίκι (< τουρκ. -lık που προσδιορίζει ιδιότητα).

Σλανγκοπρεπέστερα αλλά σπανιότερα: η καφρικιά.

1.
Τα ψευτονταηλίκια και το καφριλίκι στην Ευρώπη δεν περνούν. Στην Ελλάδα μπορεί να μην έχει μείνει τίποτα όρθιο στο ελληνικό ποδόσφαιρο, στην Ευρώπη όπως οι νόμοι εφαρμόζονται και η UEFA έκανε απλώς το αυτονόητο τιμωρώντας τον ΠΑΟΚ.

2.
Καφριλίκι: Αντιθατσερικό «πάρτι» στην Τραφάλγκαρ. Τέσσερις ημέρες πριν από την κηδεία της Μάργκαρετ Θάτσερ εκατοντάδες πολίτες, πολιτικοί αντίπαλοι της «Σιδηράς Κυρίας», πραγματοποίησαν χθες βράδυ μεγάλη συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, για να γιορτάσουν το θάνατό της.

3.
ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ ΣΕ ΜΑΓΑΖΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ...ΤΟ ΚΑΦΡΙΛΙΚΙ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΤΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τύπος μικρού ξύλινου πλοιαρίου στη περιοχή κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου, χαμηλού και άφρακτου (χωρίς κατάστρωμα) που κινούταν με κουπιά και ιστία (πανιά), φέροντας τρία λατίνια και αρτέμονα» (δες). Ετυμολογείται από το ιταλικό feluca και ίσως πρόκειται για αντιδάνειο < γαλλικό felouque < αραβικό felūka < ελληνιστικό ἐφόλκιον = βαρκάκι που ρυμουλκείται από το καράβι (δες).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι χρησιμοποιείται ως βρισιά παλαιάς κοπής, με την οποία προσάπτουμε ευτέλεια στον υβριζόμενο. Κατά τον πασαδόρο Gatzman δηλώνει κυρίως επιπολαιότητα.

Εϊτίλα αθάνατη:
Τρέχει προς τον Λάκη Τρέχει προς τον Τάκη
Συναντιούνται στα μισα
Αντρικά, βαριά, ζόρικα, κολλάνε τα χέρια χειραψία, ΚΛΑΤΣ, έτσι να ακουστεί ρε παιδί μου, αγκαλιάζονται στο πολύ βαρβατίλα, σαν την αρκούδα που πιάνει θήραμα ρε παιδί μου. χτυπάει ο ένας την πλάτη του άλλου και το παιχνίδι ανεβαίνει λέβελ, φτάνοντας στην επικοινωνιακή ολοκλήρωση.
Που είσαι μωρή τσιμούχα
Ελα μωρή κελεμπία
Καλά;
Καλά!
Που γυρνάς μωρή φελούκα, σε φάγανε οι γκόμενες και χάθηκες
Ααααααααααααντε μωρή γλυμούτσα, τα μάθαμε και τα δικά σου
Αραξε το όχημα να πιούμε καμμιά μπύρα να δροσιστούμε.

(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To σίσα (shisha) πρόκειται για τον γνωστό (ν)αργιλέ. (συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης).
Λέγεται και χούκα (hookah).

Ψήνεσαι να πάμε να καπνίσουμε κάνα σίσα στον Πειραιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργη λέξη με πολλές σημασίες. Επίρρημα.

Στον Βόλο και στην ευρύτερη περιοχή λέγεται ακόμα και σήμερα με τη σημασία πράγματι, όντως.

Στη Μεσσηνία και στην Αρκαδίασημαίνει παρά ταύτα.

Άλλος το δίνει τέλος πάντων από το αραβοτουρκ. akibet (συνέπεια, αποτέλεσμα).

Στην Αχαΐα το λένε για το επιτέλους ή το ντε και καλά.

Στην Αιτωλοακαρνανία (βλ. παρ. 3) μπορεί και να έχει την έννοια ήδη.

Τη λέξη αναφέρει και ο Μακρυγιάννης.

και ναι, δεν είναι σλανγκ...

  1. Δεν ακούς, σου είπα ότι θα σπάσει εκεί όπου το έβαλες και ακουμπέτι έσπασε!

2, Ακουμπέτι, να μην τα πολυλογούμε και για να μη βαρυγκομάς, για όλα τούτα, Βεζύρη μου, έχεις, στ' αλήθεια, άξιο πιά, για το Γριπονήσι αρματολό...
«Το χρονικό μιας Μικρής Πολιτείας κι ενός Μεγάλου Ήρωα», Γ. Παπαστάμου

  1. Τι επάθανε οι ερμαδιακιές και δε γεννάνε, δεν ξέρω. Εφάγανε ακουμπέτι ούλο το αραποσίτι, εγιομίσανε τον τόπο κοτσιλιά και αυγό μπίτι.
    Δρυμώνας, Αύγουστος 2009, τοπική εφημερίδα, Βασίλειος Η. Σκανδαλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και η καλή έννοια. Αυτός που δε μασάει. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Το σκληρό καρύδι. Το αγύριστο κεφάλι, και όχι υποχρεωτικά ακραίος, αλλά πάντως μοναχικός, ως άτομο ή ομάδα. Που έχει την άποψη και τις ιδέες του και τις υπερασπίζεται αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

- Να πιάσουμε τον δασάρχη ν’ αποχαρακτηρίσει την έκταση και μετά βγάζουμε και την άδεια. - Εδώ έχεις μπλέξει φίλε, ο δασάρχης δεν πιάνεται, είναι ταλιμπάν.

(από joe909, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που συνηθίζεται απο τους αντι-Λαζοπουλικούς και σημαίνει το προφανές.

- Τι λέει πάλι αυτός ο αηδίας, ο αλ τσαντίρ μαλάκ; Πότε θα πάψει επιτέλους να ασχολείται με το κάθε παρτσακλό;

(από FARSOKOMODIA, 18/12/09)Τα λεφτά, λεφτά μην ξεχνιόμαστε... (από FARSOKOMODIA, 18/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γκόμενα με την ευρύτερη έννοια, συμπεριλαμβανομένης και της συνομοταξίας μουνάρα. Βλ. και τα πολλά παράγωγα του συνθετικού -μούνα.

  2. Κάποιο αντικείμενο θαυμασμού, πόθου ή φετιχισμού.

  3. Σε σεσινεπασλάνγκ, γυναικείο Αραβικό όνομα (منى ) που σημαίνει «επιθυμίες».

  1. - Κάποια στιγμή διαπίστωσα ένα γυνακείο βλέμμα να έχει καρφωθεί πάνω μου, ήταν μια σαραντάρα περίπου, μούνα με ενα εξώπλατο φόρεμα που το σκίσιμό του άφηνε ακάλυπτο όλο το μπούτι, το έκφυλο βλέμμα της με είχε κυριολεκτικά αναστατώσει.
    (από εδώ)

  2. - Εγω σου λεω να βαψεις μαυρο (αλλα οχι ματ) ζαντες, σασι και καπακια μοτερ πορτοκαλι τα πλαστικα και αμα εχεις λευτα κανε ενα νικελ το πιρουνι και το ψαλιδι. Πιστεω πως θα ειναι πολυ μουνα αμα θες κανε τις ζαντες διχρομια οπως λες!!!
    (από εδώ)

  3. - Εδώ στο πρόγραμμα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Ιορδανία, η Μούνα συνεχίζει τον αγώνα της να ξαναπερπατήσει. Σήμερα, η Μούνα θα βάλει ξανά τα τεχνητά της μέλη... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified