Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.
-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.
-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.
Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.
-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.
-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.
Got a better definition? Add it!
Το νταλαβέρι, το ντιλεριλίκι, εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. Ο πληθυντικός παραπέμπει προπαντός στο μικρεμπόριο που κάνει το βαποράκι, προς εξασφάλιση της δόσης και τέρψη των φίλων του. Μεταγενέστερη είναι η εισαγωγή του ντιλ στον ενικό, που υιοθετήθηκε εδώ και καμιά δεκαετία νομίζω, το οποίον αναφέρεται σε νταλαβέρι εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ και άνω, υπάγεται στο χώρο του μεγάλου οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, με πολιτικούς, μίζες κλπ. και όχι της μικροπαραβατικότητας.
Got a better definition? Add it!
Παρμένο από την αγγλική λέξη drugs, που σημαίνει ναρκωτικά.
Παίζει παρτάκι με ντρόγκια το Σάββατο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.
Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.
(από την Ελευθεροτυπία)
«Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».
(Από βλόγιον)
«Σνιφάρω κρατισμό.»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.
Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.
Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...
βλ. και σπινταριστός
Got a better definition? Add it!
Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.
Εκ του αγγλικανικού fix.
- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)
- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)
- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.
Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.
Ρήμα: χαρμανιάζω.
«Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)
Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.
Got a better definition? Add it!