Selected tags

Further tags

Άι παράτα μας, χέσε μας.

Έμεινε στην ιστορία μετά από τη γνωστή δικαστική αντιπαράθεση Γιώργου Νταλάρα - Τζίμη Πανούση. Πασίγνωστο σε όλη την χώρα.

- Ελάτε μαζί μου σήμερα, θα είναι γεμάτο γκόμενες το μαγαζί ρε, γκαραντί!
- Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα... κάθε φορά τα ίδια μας λες και όποτε ερχόμαστε το μέρος είναι αρχιδόκαμπος!

Βλ. και δε μας χέζεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατηγορία έντεχνης ελληνικής μουσικής χαρακτηριζόμενη από την ευαισθησία των στίχων και των ήχων αλλά και την κυρίαρχη ακουστική κιθάρα και την παντελή έλλειψη ρυθμού. Κύρια νοηματική συνιστώσα των τραγουδιών του είδους το γεγονός ότι οι ήρωες αγαπούν με πάθος αέρινες υπάρξεις με ονόματα όπως Ιφιγένεια, Κλεονίκη και Φανή, αλλά και την πλάση γενικότερα παρότι ο κόσμος είναι σκατά και η ΚΝΕ δεν είναι πρώτη δύναμη στα πανεπιστήμια. Οι παραπάνω πραγματικοί λόγοι μάλλον είναι οι αιτίες που οι ακούγοντες κατσιμηχέσω σπάνια επιτυγχάνουν να συνουσιασθούν με ετέρους. Πιθανός λόγος για τους άρρενες φαν είναι και το γεγονός ότι δεν ήτανε αυτοί για αεροπλάνα. Συναντάται σε μαγαζιά γνωστά και ως ναμαγαπάδικα. Αγαπημένο μουσικό άκουσμα δευτεροετών φοιτητών φιλολογίας από τα Τρίκαλα και το Άργος Ορεστικόν.

Κύριοι εκφραστές: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας. Πυξ Λαξ, Λαυρέντης Μαγειρίτσας, Βασίλης Χαζούλης.

Αιτία του Κακού: Διονύσης Σαββόπουλος.

- Ρε Μάιν, θα πάμε σήμερα καφέ Κρις να δούμε κάνα γκομενάκι;
- Σώπα ρε Μάκη... Σιγά μην πάμε εκεί που παίζει Κατσιμηχέσω... Πάλι να κλαίμε;

Το θέμα είναι να εκτιμάς την ποιοτική μουσική. (από Galadriel, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.

  1. - Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!

  2. - Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!

(από GATZMAN, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μοιάζει με κινέζο.

Χθες το απόγευμα είδα έναν κινέζο που νόμιζα ότι ήταν αδελφός του Σημίτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σα να λέμε... κατινιές ή... πουτανιές (!). Αναφέρεται στη γνωστή παρουσιάστρια, η οποία είχε δηλώσει σε μια εκπομπή: «Όχι Τατιανιές σε μένα!...»

Όχι Τατιανιές στην Τατιάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραβέλι.

- Εγώ πάντως αυτόν τον Τζον Τραβόλτα δεν τον γαμάω.

(από Khan, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξει την έκπληξη ή την ταραχή κάποιου στο άκουσμα μιας αναπάντεχης είδησης.
Επίσης υποδηλώνει τον υπέρμετρο σεβασμό στο πρόσωπο του χαρακτηριστικού ελληνάρα Αποστόλη που τον εξισώνει με τον υιό του Θεού.

- Ο γκόμενός μου την έχει 25 πόντους.
- Ο Χριστός και ο Απόστολος Γκλέτσος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα παλιού ποδοσφαιριστή, επικράτησε ως επίθετο που χαρακτηρίζει τον ορμητικό, ασυγκράτητο.

Έμπαινε γιούτσο, μην μασάς σε παίρνει!

Από το 1968 (από poniroskylo, 03/06/08)Από το 1973 (από poniroskylo, 03/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.

Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.

(από acg, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified