Selected tags

Further tags

Ο δημοσιογράφος ή δημοσιοκάφρος, κυρίως ο τηλεοπτικός τοιούτος, ως αναληταράς αναλισκόμενος σε μπλαμπλά σε τηλεοπτικά παραθύρια. Εν ολίγοις αυτός που μιλάει για πολλά χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό, καταφεύγοντας συχνά σε μηντιακούς τουκανισμούς.

  1. Επίσης, τα Δελτία Ειδήσεων, ΔΕΝ έχουν… ειδήσεις, πια. ΔΕΝ αφορούν γεγονότα, κατά 90%- για να είμαι και λαρτζ. Κύκλοι και περιβάλλοντα, είτε της ελληνικής τρόικα είτε της ξένης, διαρρέουν επιθυμίες και σχέδια σε ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ και ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ δημοσιομπλαμπλάδες (αυτοί που θέτουν την ατζέντα κάθε μέρα, ΔΕΝ γράφουν, πουθενά, τίποτα, παρά, μόνο μιλάνε), τα οποία τα αναλύουν για μέεεεερες τα «βαριά χαρτιά» των ΜΜΕ, οι αναλυταράδες αληταράδες (= σφουγγοκωλάριοι ιδιοκτητών, -που είναι σφουγγοκωλάριοι πολιτικών κι οι τελευταίοι γιουσουφάκια τραπεζιτών). Θυμίζω: θα πάρουμε ή δεν θα πάρουμε τη δόση; Από το τέλος των διακοπών, τέλος Αυγούστου, πρώτο θέμα, διαρκώς. Μέχρι το τέλος του χρόνου! Πρόσφατη διαρροή: «κατώτατος μισθός» και «απολύσεις στο δημόσιο».
    Είδηση είναι το γεγονός: ποιος, πού, πότε, γιατί. Είδηση είναι, πχ, ότι: χθες, στην Λάρισα, ΔΥΟ παιδιά, ΕΙΚΟΣΑΡΗΔΕΣ φοιτητές, πέθαναν και άλλα ΤΡΙΑ συνομήλικά τους χαροπαλεύουν, λόγω ΦΤΩΧΕΙΑΣ (= ΔΕΝ είχαν λεφτά για ηλεκτρικό ή πετρέλαιο). (Εδώ).

  2. Όμως, αντι γι' αυτά, το βράδυ θα ακούμε τους δημοσιομπλαμπλάδες να ουρλιάζουν για πράγματα που όχι μόνο το 85% του κόσμου, αλλά ούτε ΚΑΝ οι ίδιοι δεν ξέρουν! Και δώσ' του για PSI, EMFS, default, «κουρέματα», «κλειδώματα», απομειώσεις, επιτόκιο 4,8% ή 8%, βρετανικό δίκαιο, παράγωγα και δομημένα ομόλογα ασφαλιστικών ταμείων... (Εδώ).

  3. Θα πρέπει να σταματήσουν να λέγονται, -αφού δεν είναι-, δημοσιογράφοι, όσοι δουλεύουν στην Τηλεόραση. Τι σχέση έχει ένα “κανάλι” με μια εφημερίδα ή περιοδικό; Οι μεν μιλάνε οι δε ΓΡΑΦΟΥΝ. “Δημοσιομπλαμπλάδες” θα ήταν ένας περιγραφικότατα ταιριαστός όρος. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, γιατί οι πραγματικοί δημοσιογράφοι, αυτοί που ΓΡΑΦΟΥΝ καθημερινά κι εδώ και χρόνια, ΔΕΝ προσβάλλονται- θίγονται μ’ αυτήν την κατάσταση. (Εδώ).

  4. Λεβέντης, όταν πήγε ο πονηρίας βαψομαλιάς και δημοσιομπλαμπλάς, τότε, να του κάνει πλάκα με μια πίτσα. (Εδώ).

(από Khan, 06/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επαναλαμβάνει κάτι χωρίς καμία πρωτοτυπία. Επίσης, αυτός που γίνεται φερέφωνο μιας ιδεολογίας. Λέγεται ιδίως για δημοσιοκάφρους που γίνονται τηλεντελάληδες του συστήματος διαχέοντας εκδοχές της πραγματικότητας και αξιολογήσεις που υποβοηθούν ένα καθεστώς. Λέγεται, όμως, και για κομματόσκυλα γραμμιτζήδες που διαδίδουν τη γραμμή που έχει περάσει από τη μονταζιέρα του κώματος.

1. Λεφτά (πάντα) υπάρχουν! Για συστημικά παπαγαλάκια

2. Γιατί άραγε ξεσηκώθηκε τόση φασαρία για τα πράσινα παπαγαλάκια;

(από Khan, 06/02/15)Blast from the past - πράσινα παπαγαλάκια (από σφυρίζων, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλος-χρόνος-κλασική ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου της Χύνος-Φιλμς.

Ο Κώστας Χατζηχρήστος μετά από ένα μεγάλο κάζο επαναλαμβάνει μηχανικά: «Πω πω Μανώλη, πω πω τι πάθαμε Μανώλη! Πω πω Μανώλη!». Μέχρι να το γαμήσει και να ψοφήσει.

Το λέμε όταν παθαίνουμε μεγάλο κάζο, μεγάλη νίλα, ζημιά, ιδίως αν είμαστε φαν του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

Πέρι: Πω πω Μανώλη τι φιστίκι ήταν αυτό! Πω πω Μανώλη! Πω πω τι πάθαμε Μανώλη!
Μπρίλιος: Μα δεν με λένε Μανώλη, χρυσέ μου. Μπρίλιο με λένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης μονοστέκι. Το απόλυτο ρησπέκ στο μπιλιάρδο. Όταν ένας παίχτης καθαρίσει το τραπέζι με τη μία, χωρίς να παρεμβληθεί καθόλου ο αντίπαλός του. Αναφερόμαστε φυσικά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, αλλά και στο βρετανικό σνούκερ (γενικώς σε όσα μπιλιάρδα υπάρχουν τρύπες).

Το μονοστέκι αποτελεί την μπιλιαρδάδικη εκδοχή του γενικού όρου παρθένα (flawless victory). Π.χ. σε πήρα μονοστεκιά = σε πήρα παρθένα.

Πιο αναλυτικά η διαδικασία που ακολουθείται για ένα σωστό και ξεγυρισμένο μονοστέκι: καταρχήν πρέπει να επικρατήσεις στο μέτρημα, ένα είδος δοκιμασίας κατά την οποία κρίνεται ποιος εκ των δύο μονομάχων θα γευτεί την ηδονή του εναρκτήριου σπασίματος. Το σπάσιμο επιβάλλεται να είναι δυνατό αλλά και τεχνικό, ώστε οι μπίλιες να ανοίξουν και να τοποθετηθούν σε ευνοϊκά προς εκτέλεση σημεία.

Κατόπιν, κι αφού έχεις καυλώσει απ' το ηχηρό κρακ που κάνουν τα κόκαλα καθώς εξακοντίζονται στα 4 σημεία του ορίζοντος, περνάς με τεμπεσίρι (κιμωλία) την άκρη της στέκας σου, αργά αργά πάντοτε και χωρίς να βιάζεσαι. Time is on your side.

Αφού τεμπεσιριάσεις καλά τη στέκα για να αποφευχθούν πιθανά επαίσχυντα τσαφ (ήτοι στραβοστεκιές), κάνεις ντου στο τραπέζι. Με όχημά σου την λευκή μπίλια, αρχίζεις να εκτελείς τις υπόλοιπες άτυχες μπίλιες μία προς μία, στέλνοντάς τις σπίτι τους, στην τρούπα τους (κλασική αμερικλανιά: send 'em home, babe!). Το ζητούμενο σε κάθε στεκιά είναι, εκτός βέβαια από την ευστοχία, να πλασαριστείς καλά για το επόμενο χτύπημα, δλδ η άσπρη να κάτσει σε ευνοϊκή θέση ως προς την επόμενη μπίλια. Αυτό ακριβώς το πλασάρισμα ονομάζεται τζόγος, και τζόγο φέρνεις όταν ξέρεις να χρησιμοποιείς τα κατάλληλα φάλτσα (να μη βαράς δλδ ξερά την άσπρη μπίλια στο κέντρο της, αλλά στις άκρες, δίνοντάς της την επιθυμητή περιστροφή).

Σε κάθε πετυχημένο χτύπημα, καυλώνεις όλο και πιο πολύ (όσο κι αν προσπαθείς πάντα να μη το δείξεις, ώστε να φαίνεσαι και καλά έμπειρος και συνηθισμένος σε τέτοιου είδους χαϊλίκια). Στο μεταξύ, ο αντίπαλός σου βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην καρέκλα του, καθώς βλέπει το κωλοδάχτυλο της ήττας να του γνέφει απειλητικά. Κι αν ήταν μόνο η ήττα πάει στο διάλο. Είναι επίσης η ξεφτίλα του να μην έχει ακουμπήσει καθόλου μπίλια, κι ακόμη πιο πολύ η βασανιστική σκέψη πως πληρώνει απ' την τσέπη του για να χαίρεται ο άλλος - εφόσον το στοίχημα είναι ο πάγκος - ενώ ο ίδιος κάθεται και τα ξύνει. Εννοείται πως κι ο υφιστάμενος το μονοστέκι, σκίζεται να κάνει τον αδιάφορο, και καλά σα να μην τρέχει κάστανο. Διότι ακόμη μεγαλύτερο ξεφτιλίκι απ' το να χάσεις με μονοστέκι, είναι να δείξεις αδυναμία και να χάσεις την ψυχραιμία σου.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποστολής κάθε μιας μπίλιας στο σπιτάκι της, το τραπέζι έχει πλέον καθαρίσει. Ο νικητής ριλαξάρει στας δάφνας του, έχοντας προσθέσει ακόμη ένα μονοστέκι στο παλμαρέ του (κι είναι πολλοί αυτοί που μετράνε τα μονοστέκια που έχουν κάνει στης ζωή τους, σαν τις γκόμενες που γάμησαν). Ο ηττημένος μανάβης έχει το άχαρο σαν το Χάρο καθήκον να κάνει τελάρο, ήτοι να στήσει ξανά τις μπίλιες προς σπάσιμο, με τη βοήθεια του ειδικού τριγώνου.

Όλα αυτά τα μικροκομματικά που εκτέθηκαν ανωτέρω, ισχύουν ασφάλουσλυ μόνο στη σφαίρα του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου. Εκεί, στο σφαιριστήριο της γειτονιάς, ένα μονοστέκι αποτελεί συνήθως εξαιρετικό γεγονός (σα να σκάει λάστιχο από φορτηγό σε επαρχιακή πόλη κυριακάτικα ένα πράμα). Περιποιεί δόξα και τιμή στον πραγματοποιήσαντα τον άθλο, ανεβάζοντας κατακόρυφα τις μετοχές του στο μικρόκοσμο των αλητόβιων της παρακείμενης πλατείας.

Αντιθέτως, σε επαγγελματικό επίπεδο, μονοστέκια είναι κάτι το συνηθισμένο (πάντα μιλάμε για αμερικάνικο μπιλιάρδο, το σνούκερ είναι άλλη ιστορία πιο αμαρτωλή). Υπάρχουν πολλές παρτίδες που λήγουν π.χ. με 7-0 σετ, με 7 συνεχόμενα μονοστέκια. Το περίεργο όταν κονταροχτυπιούνται προφέσορες, είναι να μην τελειώσει κάποιο παιχνίδι με μονοστέκι.

(στο σφαιριστήριο)

- Για πε ρε μαλάκα τι έγινε χτες που δεν ήρθα, έχασα τίποτα;
- Τι να σου λέω τώρα... ζωγράφιζα ο πούστης, Βαν Γκογκ πρέπει να με φωνάζουν απο δω και πέρα.
- Που πάει να πει;
- Που πάει να πει τρία μονοστέκια έριξα του Λάζαρου και δύο στο Γιωργάκη τον κατσαρίδα. Τους μάδησα σε λέω, τους πήρα και τα σώβρακα, μόνο τα κλάματα δε βάλανε, ειδικά ο Λάζος.
- Αυτός ρε μαλάκα δεν είναι απλά άσχετος, είναι ο Φον Γίδης αυτοπροσώπως..
- Και λοιπόν τι να λέει; Εγώ μια φορά μόνος μου έπαιζα. Ζήτημα να πιάσανε στέκα 5 φορές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αδυναμία κάποιου, μεγάλου συχνά σε ηλικία ανθρώπου, να περπατήσει. Η παραγωγή του παραπέμπει στο κούτσα κούτσα, με διπλασιασμό της καταληκτικής συλλαβής και μετατροπή του ψιλού συμφώνου κ σε γκ για εμφαντικούς λόγους.

Συνώνυμο: κουτσαίνοντας.

- Και καθώς πήγαινε, γκούτσατσα γκούτσατσα η γριά στην εκκλησία, παραπατάει και... πάρ' την κάτω!
- Εμ, ο γέρος ή από πέσιμο θα πάει ή από χέσιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα κατέχει στον προφορικό λόγο την ίδια θέση που έχουν τα ομοιωματικά στον γραπτό. Το χρησιμοποιούμε, δηλαδή, για να αποφύγουμε τον κόπο να επαναλάβουμε κάτι που μόλις αναφέρθηκε, και το οποίο, όπως συμβαίνει με το πρωτότυπο και τη φωτοτυπία, δεν θέλουμε να αλλάξουμε ούτε κατά κόμμα.

Γκαρσόν: Τι θα θέλατε να παραγγείλουτε;
Πελάτης 1: Ένα τζιν τόνικ με τρία παγάκια και λεμόνι.
Γκαρσόν: Όπως αγαπούτε. Και εσείς;
Πελάτης 2: Μια φωτοτυπία.

(από Hank, 09/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειπώθηκε σε τηλεφωνική φάρσα στην εκπομπή του Κακλαμάνη. Βασικά ήταν και το μόνο που ειπώθηκε. Δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, είναι μια λέξη που κολλάει πάντα και παντού. Δείτε το μήδι για να νιώσετε.

- Καλησπέρα!
- Φρανκ.
- Ε;
- Φρανκ. Απλά πράματα.
- Και 'γω σ' αγαπώ...
- Φρανκ φρανκ!!!

(από AN21, 14/01/10)(από Jonas, 14/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναλαμβάνω σε παρέα διατυπώσεις (ανέκδοτο, επιχείρημα, άποψη και λοιπά) που έχω πει πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο στο παρελθόν στην ίδια παρέα, ή που η παρέα έχει ακούσει πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο στο παρελθόν από άλλους.

Λέμε λοιπόν για κάποιον ότι έβαλε την κασέτα (ενν. να παίζει), όταν πλέον τα χιλιοειπωμένα λεγόμενά του θεωρούμε ότι είναι τόσο ενδιαφέροντα όσο ενδιαφέρον μπορεί να είναι ακόμα το χιλιοακουσμένο «Φάιναλ Κάουνταουν» στην κασέτα που είχαμε ήδη λιώσει απ' το δημοτικό φορτώνοντας πριν να πάμε για μπάσκετ στο σχολείο. Επιπλέον το λέμε αντιδρώντας σε λεγόμενα που δεν μας πείθουν πια και τείνουμε να τα ακούμε βερεσέ, τείνουμε να θεωρήσουμε δε και τον ομιλητή φερέφωνο άλλων –φοριέται ιδιαίτερα από σχολιαστές δημόσιων ρητόρων.

Συνώνυμα: λέω το παραμύθι

  1. Περιέγραψα στον τεχνικό υπάλληλο την κατάσταση στην οποία παρέλαβα το προϊόν χωρίς αρχικά να αναφέρω τα έγγραφα που βρήκα μέσα. Ο υπάλληλος έβαλε την γνωστή κασέτα ότι πρέπει να το στείλω για τεχνικό έλεγχο και ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο εάν δεν το ελέγξουν. (από φόρουμ)

  2. Ο κ. Παπανδρέου έβαλε πάλι εμπρός την κασέτα «εκλογές τώρα» [...] και φόρτωσε όλα τα δεινά του τόπου στην Ν.Δ., καταχειροκροτούμενος από την κοινοβουλευτική του ομάδα. Επί της ουσίας τίποτα. (από ιστολόι)

  3. Α: [...] πρέπει να πέσουν κεφάλια άσχετο με το αν φταίνε. Ακόμα και να αυτοκτόνησε ο στρατός μάλλον τον ώθησε σε αυτό!
    Β: Δεν είναι και πολύ λογικό αυτό που λες (το πρώτο).
    Όσο για το δεύτερο άλλο πράγμα είναι το «μεγεθύνω τα όποια προβλήματα» (λογικό και αναμενόμενο) και άλλο «ωθώ στην αυτοκτονία» (δύσκολο εώς απίθανο)...
    Γ: Έβαλες την κασέτα πάλι; Αφού δεν πιάνει εδώ μέσα η προπαγάνδα σου, δεν το έχεις καταλάβει τόσο καιρό; Πήγαινε να τα πεις σε τίποτα βλάχους πάνω στα χωριά αυτά μπας και σε πιστέψουν. Άκου εκεί λογικό και αναμενόμενο κι απίθανο!
    (από σχολιασμό σε θέμα αυτοκτονίας φαντάρου στον Έβρο, στο Όμηροι τζι αρ)

Βλ. και κασέτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι το αποβαλλόμενο δέρμα των ερπετών που αποτελείται μόνο από νεκρά κύτταρα και που όλοι έχουμε δει κάποια φορά σε περιήγηση στην εξοχή. Λέγεται και «πουκάμισο» ή φιδόντυμα.

Επίσης κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα αμφίβια, αλλά και με τα έντομα, όπως τα τζιτζίκια, που το δέρμα τους το συναντάμε το καλοκαίρι στα δέντρα και είναι πορτοκαλί (παράδειγμα 1).

Σλανγκικώς όμως, έτσι χαρακτηρίζεται συγκεκριμένο ρούχο, συνήθως μπλουζάκι, από όλους τους βλέποντες (καμιά φορά κι από τυφλούς που έχουν οξυμένη την όσφρηση), όταν ο κάτοχός του το φοράει συνέχεια -αφενός διότι είναι πτωχός κι έχει, βαριά, άλλο ένα, αφεδύο διότι είναι τσίπης και δεν πάει να αγοράσει κάνα ρούχο και αφετρία επειδή είναι πολύ κολλημένος (στα όρια του αυτισμού) και θέλει να φοράει μόνο αυτό το ρούχο σε σημείο που όλοι να τον θυμούνται εξ ανακλητικής μνήμης με το συγκεκριμένο.

Οι μασχαλιαίες περιοχές βέβαια σφύζουν από αμμωνιαζόλ και, όταν το βγάζει το βράδυ για να κοιμηθεί, το ακουμπά στο πάτωμα διότι πλέον στέκεται όρθιο δίκην θώρακος πανοπλίας (παράδειγμα 2).

  1. Το δεύτερο δέρμα
    Όταν το παλιό «πουκάμισο» της κολουβρίδας ξεραθεί,
    το φίδι το αποβάλλει, μιας και το δέρμα αυτό, που αποτελείται
    από στρώματα νεκρών πλέον κυττάρων, δεν αναπτύσσεται μαζί με το ερπετό.
    Με τον ίδιο τρόπο αποβάλλουν το παλιό τους δέρμα και τα αμφίβια.
    Μετά το στάδιο της νύμφης, τα έντομα εξελίσσονται σε τέλειους οργανισμούς.
    Αντίθετα τα θηλαστικά και τα πουλιά σχηματίζουν εκ νέου μικρές
    ομάδες δερματικών κυττάρων, αποβάλλοντας τα νεκρά κύτταρα.
    Τα μαλάκια, όπως τα σαλιγκάρια, δεν παύουν να αναπτύσσονται ποτέ,
    κάτι που φαίνεται από τις ραβδώσεις στο καβούκι τους.
    Αντίθετα, τα σπονδυλωτά αναπτύσσουν τα οστά τους σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής τους.

  2. - Είδες τον Γρηγόρη;
    - Μπα! Έχω να τον δω τρεις-τέσσερις μέρες.
    - Νά' τος ρε έρχεται καμαρωτός με το δεύτερο δέρμα του...
    - Τον πούστη, ακόμα το φοράει ρε, θα 'χει κολλήσει απάνω του.
    - Και θα στέκεται και όρθιο, γάμησέ τα, ευτυχώς που έχω δέκα μποφόρ ιγμορίτιδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί έκφραση υπερθετικού βαθμού του ξανά μανά. Προφέρεται ως μια λέξη και πολλές φορές εκφράζει την τσαντίλα κάποιου με τον συνομιλητή του.

Σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για να εισάγει αναφορά σε θέμα που έχουμε αναλύσει σε προηγούμενη φάση μιας συζήτησης, αλλά επανερχόμαστε είτε για να δώσουμε έμφαση είτε γιατί ο συνομιλητής δεν κατάλαβε.

Σε πολλές περιπτώσεις συνδυάζεται με το «μπράβο» ως εμφατικό.

  1. - Θα με παντρευτείς Μιχαλάκη μου;
    - Άντε ξαναματαπάλι η ίδια μαλακισμένη συζήτηση!

  2. ...(sic) και ξαναματαπάλι υποκλινόμενος σε αναβιβάζω σε μεγάλη γάτα, αμέσως αντελείφθεις τον ιδικόν...
    (www.filosofia.gr)

  3. Kαι θα ξανασυμβεί και πάλι και πάλι και ξαναματαπάλι ... (σε διάφορα forums)

  4. Μπράβο, μπράβο και ξαναματαπάλι μπράβο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified