Further tags

Συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή συγκυρία. Η συγγένεια της χρήσης με τις κυριολεκτικές εμφανής, καθώς οι δόσεις οποιουδήποτε πράγματος (φαρμάκου, πληρωμή, ό,τι) συμβαίνει σε χρονική κλίμακα μικρή σε σχέση με την κλίμακα που μας απασχολεί στα γεγονότα που συμπέφτουν χρονικά. Η δόση του φαρμάκου μας απασχολεί στιγμιαία, η δόση του δανείου μια ζωή (έτσι, για να γαμηθεί η θεωρία μου), ο δοσάς κάθε τρεις και λίγο αλλά τον ξαποστέλνουμε.

Απ' την άλλη, δεν «έχεις καρκίνο σε κάποια δόση»...

Αντικατέστησε σχεδόν πλήρως το πιο έητιζ συνώνυμο φάση, η φάση όμως έχει επιζήσει με τις άλλες έννοιές της, καθώς μπορεί να αποδώσει χρονική διάρκεια, κάτι που η δόση αδυνατεί.

Νομίζω απαντά αποκλειστικά στις φράσεις «σε μία / κάποια δόση».

ΥΓ: Το «οι δόσεις...συμβαίνει» μη μου το πειράξετε, είναι δυϊκός αριθμός.

  1. - Ρε συ, ο Κώστας πού εξαφανίστηκε;
    - Δεν έχω ιδέα ρε μαλάκα. Τον είδα σε κάποια δόση να πηγαίνει στις τουαλέτες άσπρος σαν το πανί, τον είδα να βγαίνει κυριλέ και μετά τον έχασα.

  2. - Και βλέπω, μαλάκα μου, σε μια δόση μια καρέκλα να περνάει ξυστά πάνω απ' το κεφάλι μου, ένα αμόνι να πέφτει στον μπάρμαν απ' το υπερπέραν, την Τζίνα την σερβιτόρα να του φέρνει αμμωνία, και μετά έφαγε ο μπάρμαν σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Ξύλο μετά μουσικής και όλοι εναντίων όλων.
    - Ε, με τα μπομπίδια που μας ποτίζουν, όλο και κάποιος θα τά 'παιρνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκμετάλλευση στα κομμέ, -δεν ξέρω αν είναι αυθεντικό κομμέ, είναι περισσότερο κάτι σαν το ψυχανάλα, θεωρείται κάπως πιο μαγκίτικο να κόψεις αυτή την κατάληξη που καθιστά τη λέξη κάπως λόγια.

Το βρίσκουμε ήδη (1954) στο άζμα σε στίχους Χρήστου Γιαννακόπουλου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ "Σβήστε με απ' τον χάρτη".

Σβήστε μ’ απ’ το χάρτη
μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη
μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη
Είμαι για κρεμάλα
για φιγούρα μ’ ήθελε και για εκμετάλλα
για φιγούρα μ’ ήθελε και για εκμετάλλα
Είμαι για κρεμάλα

Μιχάλης Σουγιούλ

Ασφαλώς έχει και πολιτικοοικονομική διάσταση "εκμετάλλα αθρώπου από άθρωπο" κτλ. Γενικά είναι μεν παλαιός μαγκίτικος σχηματισμός, αλλά λέγεται και σήμερα για να αποφορτίσει μια συζήτηση μαγκίτικα να μη φανεί ότι χρησιμοποιούμε υπερβολικά τεχνικούς όρους ξέρωγω.

  1. Kαι έρχομαι εις το θέμα αποκομιδή σκουπιδιών. Kαλά, εδώ είναι που πέφτει η χοντρή η εκμετάλλα, καθότι το σκουπίδι, σκουπίδι είναι και ως σκουπίδι να πούμε, η ευαισθησία μεγαλύτερη, όπερ κι η εκμετάλλα μεγαλύτερη. Eκμετάλλα και παραπληροφόρησις. (Χάρρυ Κλυνν σλανγιωτατίζων εδώ).
  2. Δύσκολο πράμα να το καταλάβει ο εργατάκος, και ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβει ότι στο σύστημα που ζούμε πέφτει εκμετάλλα. (Από Κομμουνιστικό Ιστολόγιο Ενημέρωσης).
  3. Με τους καταδότες και τους ψευτόμαγκες, τους γιαλαντζί αρσενικούς αγαπητικούς, τους μπασκίνες, τα χασίσια, τη βρομιά, την εκμετάλλα. (Ιστορία της Τρούμπας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες, αμφότερες και οι δυο εξαφανισθείσες από προσώπου γης:


  • Η παρανοσηλεύτρια κυρα-περμαθούλα που σε επισκεπτόταν κατ'οίκον κραδαίνοντας μια τεράστια γυάλινη σύριγγα με γαιδουροβελόνα για να σου κάνει ενέσα ή εμβόλιο στον κώλο. Υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος του παιδιού, αλλά και το ένοχο φετίχ του μερακλή παππού. Κάθε γειτονιά είχε και την δική της ενεσού με τ' όνομα. Το επάγγελμα εξέλειπε κάπου στα 70αζ.

- Μού θυμίζει την κυρά Εφταλία την «ενεσού», που μού κόλλαγε στον ποπό κάτι τεράστιες βελόνες, όταν αρρώσταινα μικρός. Μάλιστα, η κυρά Εφταλία, επειδή δεν έβλεπε καλά, μια φορά μού έκανε απόστημα και είδα το Χριστό φαντάρο (θου-βου Κύριε, φυλακή τω στόματί μου κ.λπ.) μέχρι να το ξεπεράσω. (εδώ)

Συμπράγκαλα της ενεσούς

- "Η κυρά-Λένη η ενεσού". Οι περισσότεροι καλαμακιώτες είχαν νοιώσει σε κάποια στιγμή το γλυκό της τσίμπημα. Πάντα με χαμόγελο έλεγε " Μην φοβάσαι, δεν θα σε πονέσω. Έχω ελαφρύ χέρι" . Εκείνη την εποχή, αρκετά φάρμακα έβγαιναν μόνο σε μορφή ενέσιμη, οπότε η κυρά Λένη ήταν απαραίτητη. (εκεί)

- Και, στη συνέχεια, έκανε την εμφάνιση της μια άλλη γειτόνισσα, η "ενεσού", πάντοτε γλυκομίλητη, έχοντας υπομάλης το τσαντάκι με τα σατανικά σύνεργα της, κάτι τεράστιες σύριγγες με ανατριχιαστικές βελόνες. Τις έβραζε, για απολύμανση, στην κατσαρόλα, πάνω στην γκαζιέρα που είχε ετοιμάσει η μητέρα σου (κι αυτή στο κόλπο), μια και οι σύριγγες μιας χρήσεως δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη... (παραπέρα)


  • Τα αυτοκίνητα της παλιάς γερμανικής automotoβιομηχανίας NSU που έφεραν κινητήρeς Βάνκελ. Εξαιρετικά γκαζιάρικο, το ενεσού υπήρξαν αγαπημένα πουτσύλατα του ραλίστα και της καγκουριάς των 50αζ, 60αζ, άντε και 70αζ. Η εταιρεία εξαγοράστηκε από την VW το '69 και στη συνέχεια συγχωνεύτηκε με την Audi. Το σύγχρονο Audi TT κλείνει το μάτι στο παλιό ενεσού ΤΤ.

Ενεσού ΤΤ

- Με ένα παλιό Ενεσού τριγυρνούσε και συνεχώς κινδύνευε να του το πάρουν οι σκουπιδιάρηδες του δήμου που μαζεύουν τα παρατημένα. (εδώ)

- Έτρεχα συνεχώς.Στην αρχή με τα πόδια κατοστάρια για να ζεσταθώ,μετά έπαιρνα το πατίνι του ποκοπίκο,μετά το ποδήλατο του δημητράκη, μετά το τρακτέρ του μπαρμπά τάσο, κατόπιν έκλεβα το αυτοκίνητο το κορτίνα του πατέρα, μετά το ενεσού του θείου, μετά τη φοράδα του άλλου θείου που την πηδούσε ο ταβερνιάρης από ότι λέγανε και είχε ανάψει το ζώο και μετά πάλι από την αρχή. (εκεί)

Σύμφωνα με τους λαίουρες, ενεσούδες αποκαλούντο την εποχή εκείνη και οι κολλημένοι aficionados τση NSU.

- Οι «Ενεσούδες» -όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλούσαν οι συναθλητές τους και οι φίλοι των αγώνων- στη χώρα μας ήταν πολλοί. Για να αποδώσουμε καλύτερα το κλίμα και τις προσπάθειες της εποχής αλλά και την ευρηματικότητα των Ελλήνων στο επίπεδο της προσαρμογής του αυτοκινήτου στα δικά μας δεδομένα, μιλήσαμε με δύο από αυτούς, το Γιάννη Μπαρδόπουλο και το Δημήτρη Μαρασλή. Τα εύσημα, φυσικά, ανήκουν σε όλους όσοι ξεκίνησαν, εμπλούτισαν ή συνέδεσαν την αγωνιστική ζωή τους με το ΤΤ... (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ελαφρώς ρομαντζούρα και ντεμοντίλα, που χρησιμοποιείται εχθεσήμερα κι εδώ και τώρα για να δηλώσει ασάφεια χώρορ (άκλιτο είπες vikar), χρόνου και περσόνας.

Προέρχεται νομίζω απ' το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο, "Κάποιος, κάπου, κάποτε" (1955). Στίχοι Γ. Γιαννακόπουλος, μουσική Μ. Θεοφανίδης. Απ' την επιθεώρηση "Διπλοπενιές" του θεάτρου Βέμπο:

Κάποιος κάπου κάποτε στην καρδιά μου μίλησε
με στοργή κι αγνότητα και λατρεία τόση
κάποιος κάπου κάποτε φλογερά με φίλησε
θέλοντας τα χείλια μου να μου τα ματώσει

Τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
κάποιος κάπου κάποτε που να τον θυμάμαι
τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι

Σοφια Βεμπο - Καποιος καπου καποτε

Θυμάμαι τη μάνα της ντολτσεβιτίστριας Coύλτωc να κάνει κι από παλιά σλανγκική χρήση σιγουτραγουδώντας τον πρώτο στίχο, ♫ κάποιος κάπου κάποτε στην καρδιά μου μίλησε ♫, για να απαντήσει σε ερωτήσεις τ. ποιος;/πού;/πότε;

Απ' τον τουίτη:

  1. ο αλλος το παιζει ψυχολογος και ξερει για καπου καποιος καποτε εναν Φροϋδ και ηταν και γερμανος κιολας. Παναθεμα σε με λιγωσες σαρδαναπαλε

  2. Μερικοί το κανουν για πλακα, αλλοι απλα ειναι παπαρες. Η ουσία ειναι μια κάποιος καπου κάποτε θα βρεθεί να στα κανει τουμπανο

  3. Φήμες λένε ότι κάποιος, κάπου, κάποτε, είδε κομμωτρια με όμορφα μαλλιά

  4. Κάποιος, κάπου, κάποτε, ας μετρήσει πόσες φορές από το 2010 έχουμε: 1) Λίίίίγο για να βγούμε απ'το Μνημόνιο, 2) Χρεοκοπήσει...

  5. Κάποιος, κάπου, κάποτε ας κατατάξει τους ανθρώπους ανάλογα με τον καφέ που πίνουν. Τι δουλειά έχουν να μπλέκουν οι φραπέδες με τα macchiato?

  6. Κάποιος, κάπου, κάποτε το έχει ξαναγράψει οπότε ξεκαβαλάτε.

  7. - Είναι υποχρέωση του κ. Τσίπρα, θεσμική κ εθνική, να έρθει στη Βουλή και να πει επιτέλους που βαδίζει η Κυβέρνησή του. …
    - Θα μάς πει. Κάποιος...κάπου....κάποτε.....

  8. (απ' εδώ): Βέβαια μην ξεχνάμε και έναν ακόμα λόγο που σε βάζει στο τριπάκι να σκεφτείς σοβαρά αν θα μπεις σε μια τέτοιου είδους σχέση. Αυτό αφορά κυρίως μια ειδική κατηγορία ανθρώπων, τους γλωσσομαθείς. Κάποιος κάπου κάποτε είπε πως η γλώσσα μαθαίνεται στο κρεβάτι. Αυτό ακριβώς ακολουθούν αρκετοί και καταφέρνουν να μάθουν από τον σύντροφό τους μια ξένη γλώσσα. Μην το υποτιμάς καθόλου, άλλωστε δε λένε το τερπνών μετά του ωφελίμου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τους δεξιούς στο ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα (τουλάχιστον) το άκουγες από στόματα αριστερών και πασοκατζίδων για τους νεοδημοκράτες, νωρίτερα για τους ερετζίδες και λοιπούς δεξιούς της εποχής.

Ετυμολογείται από το σλαβομακεδόνικο/βουλγάρικο Охрана που σημαίνει "προστασία".

Στο Β'ΠΠ στη Βόρεια Ελλάδα έλεγαν επισήμως Οχράνα τα ένοπλα τμήματα δεξιών σλαβόφωνων Ελλήνων που τάχτηκαν υπέρ της Βουλγαρίας. Επειδή όμως η ελληνική δεξιά τα είχε συνήθως καλά με τους καταχτητές και είχε τη τάση συνεργασίας με αυτούς, αλλά και με τους Βούλγαρους και Έλληνες σλαβόφωνους φασίστες στην κατοχή, οι βορειοελλαδίτες έβγαλαν τους Έλληνες δεξιούς οχράνες. Δεν συσχετίζεται με τη ρωσσική Οχράνα των Τσάρων. Δεν γνωρίζω αν πλέον χαρακτηρίζουν έτσι και τα ναζίδια.

-Κουπούκι, οχράνα, δραμινέ θα σι πιτάξω τη τσάσκα στο κιφάλι άμα ξαναπείς τέτοια για τον Αντρέα (σ.σ. Αντρέα Παπανδρέου), άιντε από 'δω παλιοκουπούκι ακάθαρμα...

:S

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified