Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.

Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.

- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα από τεμπελιά, αμέλεια, κατά το ξερόλας. Αυτός που έχει αναγάγει σε δόγμα το μην κάνεις σήμερα, ό,τι μπορείς να αφήσεις για αύριο.

- Πότε θα πλύνεις τα πιάτα;
- Αύριο!
- Ο αυριόλας ξαναχτυπά!

Σχετικά λήμματα: ασαυρία, Xες αύριον τα σπουδαία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και μουσικό όργανο, είναι και λουλούδι, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως βρισιά, προερχόμενη με αποκοπή από το μαλακοβιόλα ή πιο σεμνά από το χαζοβιόλα. Στα συν του ως βρισιά το ότι ομοιοκαταληκτεί με το καριόλα.

  1. Είστε όλες ένα τσούρμο βιόλες, άλλες πουτάνες, κι άλλες καριόλες! (Ανδρική θυμο-σοφία με ρίμα).

  2. Γύρευε με ποια ξενέρωτη βιόλα τριγυρνάει.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφθαλμοφανώς θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι ακριβώς το ίδιο με τον καριόλη. Δεν είναι όμως! Ο καριόλας είναι κάτι ανάμεσα σε καριόλη και καριόλα. Είναι ο ομοφυλόφιλος καριόλης άντρας με θηλυκή συμπεριφορά / εμφάνιση.

Κάποιος τηλεθεατής κάποτε σε παλαιότερη εκπομπή του Ευαγγελόπουλου / Εθνικού Σταρ αποκάλεσε έτσι έναν θηλυπρεπέστατο ομοφυλόφιλο καλεσμένο (βλ. σχετικό μήδι).

- Κοίτα φάτσα ο καριόλας!

(από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σπασοκλαμπάνια. Αν ο σπασοκλαμπάνιας είναι ο σπασαρχίδης, συνεπάγεται ότι τα κλαμπάνια είναι τ' αρχίδια, ρωτήστε και τον jorje26 που το κατέχει το μαθηματικό. Η κατάληξη -όλας / -όλα υποδηλώνει συνήθως μεγάλο μέγεθος όπως στην περίπτωση των μουσικών οργάνων όπου η βιόλα είναι μεγαλύτερη από το βιολί (βλ. σχετική φωτό). Ο κλαμπανιόλας λοιπόν είναι αυτός που μεγαλώνει τ' αρχίδια άλλων διά της μεθόδου του πρηξίματος αυτών.

Εκτιμώ ότι το παράδειγμα του νταή στο λήμμα σπασοκλαμπάνιας εξαντλεί το θέμα.

(από acg, 10/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεχρίτισσα, η βρωμιάρα, η παρακμιακή.

Με αυτές τις λεχρόλες που έβγαινε, πώς δεν το είχε τσιμπήσει το αφροδίσιο νωρίτερα θαύμα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο ανίκανο να αναλάβει τα αντρικά του καθήκοντα.

Έιδα τη Δήμητρα με έναν μπιριμπόμπολα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μάτι, ο οφθαλμικός βολβός, κατά Πίνδο μεριά.

- Στάκα, για μου μπήκε σκόνη στον μπόμπολα.

Ωχ, το μάτι μου! (από Vrastaman, 22/10/09)Γιώργος Μπόμπολας (από Khan, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντιστοιχία με την λέξη ξερόλας, εκείνος που τα μπορεί όλα.

- Μην τον εμπιστεύεσαι τον μπορόλα, πάλι θα σε κρεμάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει συνέχεια μπούρδες.

- Ο Μήτσος είναι μπουρδόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified