Γενικός αφορισμός/ανάθεμα όταν θέλουμε να ρίξουμε κάπου το φταίξιμο και δεν ξέρουμε ποιος μας φταίει. Καθώς οι λαδέμποροι (με κλασσικό εκπρόσωπο τον γερο-Λαδά του Ν. Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται») έχουν ταυτιστεί με τη μαύρη αγορά, την αισχροκέρδεια και την εκμετάλλευση, λίγοι είναι αυτοί που θα διαφωνήσουν.

Νέα περικοπή στις παροχές υγείας των ασφαλιστικών ταμείων; Κατάρα στον λαδέμπορα!

(από perkins, 21/05/10)Μαλβίνα Κάραλη, MALVINA HOSTESS. Στο 2:29. (από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα, να μη χρονίσεις, να σε πιάσει πούντα και να πεθάνεις.

αντίθ: σπολάτη

Από Ανδρίτσαινα μεριά, δεν ξέρω γι' αλλού.

Που να μείνεις αχρόνιαγος και ξεπουντουλωμένος, παναθεμά σε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μισοσοβαρή-μισοαστεία κατάρα από Αιτωλοακαρνανία μεριά.
Το παλιούρι είναι ένας γεμάτος αγκάθια θάμνος, εναντίον του οποίου δεν συνιστάται η κατά μέτωπον επίθεση, κοινώς γιούργια. Προφάνουσλυ, ένας αγκαθωτός διάολος που κόβει βόλτες στα σωθικά του αποδέκτη της κατάρας δεν είναι και ό,τι καλύτερο...

Πηγή : Ο φάδερ.

Μωρέ φαταούλα, μισό μπακλαβά είχα φυλάξει να γλυκάνω το δόντι μου, και μόλις γύρισα την πλάτη μου τον σαβούρωσες; Μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και να 'ναι φορτωμένος παλιούρια, κερατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοθάνατος, επίθ. Ο έχων κακό θάνατο, αυτός που πέθανε με άσχημο τρόπο.

Χρησιμοποιείται κυρίως στη Νάξο ως βρισιά-κατάρα και όχι ως έκφραση λύπης. Μπορεί να συνδυαστεί με το αδικοφονεμένος (=αυτός που φονεύθηκε άδικα). Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις αντί για το μαλάκας (ή αντί της [μούντζα]ς), ειδικά σε περίπτωση που τα έχεις πάρει κρανίο σε δημόσιες υπηρεσίες, σούπερ μάρκετ κτλ. Όπου νιώθεις αδικημένος -στιγμιαία- ψιθύρισέ το χαμηλόφωνα μέσα απ'τα δόντια. Αποκλείεται να καταλάβουν τι λες.

1.Πήγα να πάρω τη δήλωση και η κακοθάνατη η υπάλληλος με είχε να περιμένω 2 ώρες στην ουρά.

  1. Α τον κακοθάνατο σου έλεγε ψέματα τόσο καιρό!

  2. Κακοθάνατη! (βρισιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα βγαλμένη από τις σκοτεινότερες γωνίες των ανά την επικράτεια χριστιανικών ναών. Απευθύνεται σε παιδάκια, κυρίως τα ανυπάκουα.

Επίτροπος ναού: Τα χαϊβάνια ρίξαν τη μπάλα μες την εκκλησία και έφτασε μες την Ωραία Πύλη, γκρέμισε μανουάλια, γκρέμισε εικόνες, τα γκρέμισαν όλα, να τ'ς παρ' ο διάολος την κούνια...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα σημαίνει άι στον διάβολο.

Ρε τύραννε! Άι στορόντο, χρονιάρες μέρες, που θα μου βγάλεις την ψυχή!» / «Ρε μάνα! Τι στορόντο σ’ έπιασε τώρα;» (Χρήστος Μυλωνάς, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι κατάρα που σημαίνει να μην βγάλεις τον χρόνο ζωντανός.

Αχρόνιαος να 'σαι!

Got a better definition? Add it!

Published

Η άσχημη βρισιά, η κατάρα που ξεστομίζουν άτομα πολύ αθυρόστομα, νευρικά και μειωμένης υπομονής και νοημοσύνης. Συνήθως τους φταίει ο Θεός, η Παναγία και ο Χριστός γι' αυτό και τα «ακούνε» πρώτα Αυτοί.

Μα καλά που τον βρήκαν τέτοιο διεθυντή; Έχεις ακούσει πώς μιλάει στους υφιστάμενους του; Ένα λάθος να κάνουν και τους αρχίζει πρωί - πρωί στα καντήλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί ή βυζούνι, ή, επίσης, η κύστη κόκκυγα.

Η έκφραση αποτελεί συνήθως κατάρα ή / και χαρακτηρισμό κάποιου που μας σπάει τ' αρχίδια, που μας γίνεται τσιμπούρι, βδέλλα, κεχαγιάς στ' αρχίδια μας κλπ.

Παραπέμπει δε -πιθανόν- και στο αγγλικό pain in the ass, που λέγεται για τον ενοχλητικό τύπο (έκφραση που περιγράφει μεταξύ άλλων και τις αιμορροΐδες).

  1. - Είδες που στά 'λεγα;
    - Μπα που να βγάλεις κακό σπυρί στον κώλο σου μαλάκα, γρουσούζη, τι ήθελες και το μελέταγες;...

  2. Τι θα γίνει πια με αυτόν τον Στράτο; Κακό σπυρί στον κώλο μου έχει γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα. Δηλαδή, ο κατηραμένος να έχει ετεροχρονισμένες στύσεις πάντα και μόνο σε χρόνο ακατάλληλο. Ήτοι, όταν ουρεί να κατέχεται απο κατουρόκαβλα, ενώ όταν επιδίδεται στο σεξάκι, η τσαπού του να γίνεται τρυφερότερη κι απο την καρδιά ενός μαρουλιού...

Εξυπονοείται η πρόταση: Που να σου γίνει / που να σου καμωθεί / που να την έχεις κτλ (πριν την κατάρα).

- Τελικά, σ' έκλασε ο Χρήστος. έ;
- Ναι, πανάθεμάτονε και τα' φτιαξε και με κείνη τη σακαφιόρα τη Ντέππυ, που μολύβι στο κατούρημα, μπαμπάκι στο γαμήσι να την έχει, ο πούστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified