Το νησί Μύκονος, όπου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτος άλλων, αποτελεί κοινό τόπο προορισμού ομοφυλόφιλων.
- Πάμε Μύκονο το καλοκαίρι;
- Πας καλά ρε; Στο πουστράδικο δεν πατάω. Να τον φάμε στα γεράματα;
Το νησί Μύκονος, όπου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτος άλλων, αποτελεί κοινό τόπο προορισμού ομοφυλόφιλων.
- Πάμε Μύκονο το καλοκαίρι;
- Πας καλά ρε; Στο πουστράδικο δεν πατάω. Να τον φάμε στα γεράματα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μετά την κλιματική αλλαγή οι εποχές στην Ελλάδα έγιναν δυο:
Σεπτέμβρης - Φλεβάρης: καλοκαίρι
Μάρτης - Αύγουστος: καλυτεροκαίρι
Κάποιο καλυτεροκαίρι... τυχερό αστέρι...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει, μεταξύ άλλων:
- Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.
- Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
- Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
- Αράχοβα;
- Όχι, Μεγάλο Πεύκο...
- Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.
- Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!
- Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
- Γιατί ρε γαμώτο;
- Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
- Καλά κι εμείς τί φταίμε;
- Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
- Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!
- Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
- Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
- Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...
- Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για το πολυαγαπημένο μπητς μπαρ, στο μονολεκτικότερο και νεοελληνικότερο.
- Πάμε στη διπλανή παραλία, έχει κι ένα γαμάτο μπητσόμπαρο.
- Τι είναι το μπητσόμπαρο;
- Το πολυαγαπημένο μπητς μπαρ, στο μονολεκτικότερο και νεοελληνικότερο.
- Έχεις και κότερο;
Got a better definition? Add it!
Αποκαλούνται οι πολεμιστές θηλυκού γένους, οι οποίες απαρτίζουν τις σκανδιναβικές θηλυκές ορδές που κατακλείουν τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, και οι οποίες βρίσκουν τρε καβλωτίκ, τον μαυροτσούκαλο και τριχωτό τύπο του νεοέλληνα.
Βεβαίως πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στο σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης, που εμποτίζει αυτά τα χαριτωμένα ξανθά κεφάλια (εμάς βέβαια ως φυλή, μας ενδιαφέρει το υπόβαθρο), με την έννοια του φιλελληνισμού. Διότι όλα ξεκινούν από το μυαλό.
- Τι έγινε χθες το βράδυ;
- Προσπάθησα να κρατήσω την εικόνα του έθνους ψηλά, αλλά παραδόθηκα...
- Δηλαδή;
- Αντί να τη ξεζουμίσω εγώ την Πενίλα, με ξεζούμισε αυτή. Μετά το τρίτο, αποκοιμήθηκα, και αυτή συνέχισε μόνη της.
- Γιατί δεν τηλεφώναγες ρεεεε;
- Ρε τσίσια, να βρεις την δικιά σου βίκινγκ ζουλιάρη. Ε, ζουλιάρη. Ζέχνει ο τόπος!
Got a better definition? Add it!
Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.
Got a better definition? Add it!
Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).
Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.
Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...
(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).
Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).
- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...
Got a better definition? Add it!
Ρυπαρή δημόσια πισίνα ή παραλία. Εκ του γνωστού ιερού ποταμού των Ινδών, όπου μαζί με τους λουομένους επιπλέουν κατανυκτικώς, πτώματα ζώων, τοξικά λύματα, κουράδες κτλ υπό τα γαλήνια βλέμματα των πιστών.
Οι πάλαι ποτέ πανέμορφες ελληνικές παραλίες, όλο και γαγγοφέρνουν η μια μετά την άλλη απ' τη μπίχλα, το σκουπίδι και το απόβλητο, επαληθεύοντας τις θεωρίες των ιστορικών, περί ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως των Ελλήνων, τουλάχιστον κατά το ήμισυ.
Συνώνυμα: χαβούζα, βούρκος, σκατόλακκος κτλ.
- Πάμε για μπάνιο στον Άλιμο ;
- Πού ρε, στον Γάγγη; Ξέχασέ το φίλε! Τώρα τελείωσα τη θεραπεία για μυκητίαση που κόλλησα πέρυσι ...
Got a better definition? Add it!
Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει το τσαντάκι μέσης που χρησιμοποιείται κυρίως το καλοκαίρι.
- Έχεις τσιγάρα;
- Στην μπανάνα.
- Φωτογραφική, δύο κινητά, πορτοφόλι, ipod, καπότες. Αυτό δεν είναι μπανάνα, το τσαντάκι του σπορ μπίλυ είναι.
- Ναι, αν γαμούσε ο σπορ μπίλλυ...
- Απ' το λύκειο δεν τις έχεις τις καπότες;
Got a better definition? Add it!
Χειρότερο από το μαύρισμα του οικοδόμου και το ταριφόχερο. Είναι το απαίσιο μαύρισμα που αποκτά κανείς υπηρετώντας καλοκαίρι στον ελληνικό στρατό φορώντας όπως προβλέπεται μακρύ παντελόνι παραλλαγής, T-shirt παραλλαγής και χιτώνιο με γιακά και σηκωμένα μανίκια. Το αποτέλεσμα είναι να μαυρίζουν μόνο το κεφάλι, ο μισός λαιμός και τα χέρια μέχρι τον αγκώνα. Παλιότερα δε που προβλεπόταν φανέλα με τιράντες κάτω από το χιτώνιο έμενε ακάλυπτο ένα τριγωνικό μέρος κάτω από τον λαιμό το οποίο μαύριζε σχηματίζοντας το λεγόμενο μουνάκι.
(Από εδώ)
«ένα καλό (μη βισματικό) φανταρικό αρκεί για να γίνουν εφιάλτης τα ταξίδια από και προς τη μονάδα(λόγω στολής) αλλά και τα καλοκαιρινά μπάνια (το γνωστό μαύρισμα του φαντάρου: τριγωνάκι εβένινο στο στέρνο και δερμάτινο μανίκι σκιά στα χέρια).»
(Από εδώ)
«Έχω κ ένα υπέροχο μπρούτζινο μαύρισμα.
Εχμμ, όχι ακριβώς παντού.
Από τα γόνατα έως τους αστραγάλους κ από το σβέρκο έως τα αυτιά.
ΤΟ σημείο της σάρκας δηλ. που άφηναν ακάλυπτο τα παπούτσια, το σόρτς κ η μακρυμάνικη μακό.
Χειρότερο κ από το μαύρισμα του φαντάρου, δηλ. εάν με δεις χωρίς ρούχα.
Όλη μέρα σε ένα σκάφος, έχει κάποιες παρενέργειες είναι η αλήθεια.»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified