Έκφραση με την κλασική ξενόφερτη κατάληξη -εξ.
Δηλώνει αρνητική, μειωτική, αδιέξοδη κατάσταση.
- Η κατάσταση είναι πουτσέξ!
- Ο μισθός μου είναι πουτσέξ και χρειάζομαι επειγόντως δεύτερη δουλειά!
Έκφραση με την κλασική ξενόφερτη κατάληξη -εξ.
Δηλώνει αρνητική, μειωτική, αδιέξοδη κατάσταση.
- Η κατάσταση είναι πουτσέξ!
- Ο μισθός μου είναι πουτσέξ και χρειάζομαι επειγόντως δεύτερη δουλειά!
Got a better definition? Add it!
O Επενδύτης εκστρατείας M65, κοινώς τζάκετ.
Παρότι κάποιοι τυχάρπαστοι στρατοί ανά τον κόσμο χορηγούν υλικά
τεχνολογίας Gore-tex στους στρατευμένους τους, ο ΕΣ προτιμά
υλικά τεχνολογίας Ve-tex.
Ως γνωστό το βετέξ διακρίνεται δια την υδατοαπορροφητική του ικανότητα, όπως και το Μ65.
- Πάω να αλλάξω τον Παντελίδη!
- Πάρε και το βετέξ, ρε όρνιο! Ξυρίζει στα καύσιμα!
Got a better definition? Add it!
Το συμπληρωματικό του Ελλαδιστάν και του Γιουνανιστάν. Τα δύο τελευταία είναι η ανατολικότροπη Ελλάδα με το ραχάτι, την μοιρολατρία και τον σταρχιδισμό. Το Ελλαδέξ είναι το άλλο μισό της εικόνας. Η Ελλάδα ως μεταπράτης της Δύσης. Που παίρνει έτοιμα και εισαγόμενα τα αποτελέσματα της βιομηχανικής επανάστασης και τα «μετακενώνει» (κατά Κοραή) - προσγειώνει στον ελλαδικό χώρο χωρίς μετοχή στις διεργασίες και τις ζυμώσεις που τα γέννησαν στην Δύση.
Το Ελλαδέξ είναι μια χώρα προκάτ, που μοιάζει με τα αντίστοιχα προϊόντα με πέραση στις περασμένες δεκαετίες, όπως Ούλτρεξ, Σπορτέξ, Πυρέξ, Αφρολέξ, Λατέξ, Μουλινέξ κ.ο.κ. Η πατρότητα του όρου ανήκει στον πολύ Γιώργο Σεφέρη! Τον χρησιμοποίησε σε βινύλλιο και ο Λογοθετίδης στα '70ς. Και τον χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Χρήστος Γιανναράς, αλλά και διανοούμενοι και στο άλλο άκρο του ιδεολογικού φάσματος.
(Από «ΗΜΕΡΗΣΙΑ»):
Ελλαδέξ. Αυτήν ξέρετε, αυτήν εμπιστεύεστε!
(Ειρωνική διερώτηση Γιανναρά σε συνέντευξη):
«Απορώ γιατί καθυστερούν τα Σκόπια να μας αλλάξουν το πλασματικό »Ελλάδα« σε κυριολεκτικό «Ελλαδέξ».
(Από το e-rooster):
Στο Ελλαδέξ πλέον, δεν είναι το κράτος που έχει το “μονοπώλιο της βίας”, αλλά η αριστερά, μόνο αυτή μπορεί να βιαιοπραγεί και μάλιστα ατιμώρητα, συνεπώς πρέπει να αναλάβει και τις ευθύνες της αστυνόμευσης, αφού θεωρεί την αστυνομία επικίνδυνη και λίγο-πολύ ζητά την κατάργησή της.
Got a better definition? Add it!
Κλανιά που δεν ακούγεται (δεν έχει κροτέξ), παρά μόνο μυρίζει.
Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή σχεδόν πάντα με το: (δεν) της έβαλα κροτέξ.
- Πω πω, ρε φίλε!! τι έριξες πάλι, ζέχνει μιλάμε!!
- Τι να σου πω ρε φιλαράκι, της έβαλα μόνο βρωμέξ!!
Got a better definition? Add it!
Κλανιά που θα συγκλονίσει όσους είναι τριγύρω με τον παρατεταμένο και νερουλό ίσως ήχο που θα κάνει, παραδόξως όμως δεν θα μυρίσει καθόλου γιατί δεν έχει βρωμέξ.
- Καλά, ρε φίλε, είσαι απίστευτος, τί έφαγες το μεσημέρι;;
- Αντί να λες πάλι καλά που της έβαλε μόνο κροτέξ!!
Got a better definition? Add it!
Αυτό που είναι πολύ καύλα, καυλέ.
Το μωρό φορούσε μια άσπρη μπότα καυλέξ μέχρι πάνω από το γόνατο και κουνιότανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:
Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.
1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.
2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;
Got a better definition? Add it!
Λέξη συγγενής με το περιπτερέυμπαν, μόνο που χρησιμοποιείται για ρολόγια τα οποία αντί για μπαταρία παίρνουν μπανάνα.
Εδώ δεν κινδυνεύεις από αρρώστια, αλλά αν πιστέψεις ότι το φόλεξ που πήρες είναι κινέτικ, θα χάσεις το ραντεβού με τη γυναίκα της ζωής σου και θα αναρωτιέσαι γιατί, παρ' όλο που συνέχεια βλέπεις τσόντες με τον μούργο στο χέρι, οι δείκτες μένουν ασυγκίνητοι.
- Ρολογιά ο ανάπηρος!!!!
- Και γαμώ τα φόλεξ, έτσι;;; Με ένα κουτί τσίχλες το πήρα.
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε γκόμενα 20-30 χρονών, κάτοικο βορείων προαστίων, που οδηγεί γκολφ, και έχει βαμμένο μαλλί με ξανθές ανταύγειες. Όπως καταλάβατε, ο όρος ευδοκιμούσε την δεκαετία του 90. Συνήθως οι γκόμενες αυτές γνώριζαν και γαλλικά και ολίγον πιάνο.
Η λέξη όπως είναι προφανές, προέρχεται από την πρόσθεση της κατάληξης -εξ στο επίθετο πλούσια.
Εγώ που λες Μήτσο, θέλω η γυναίκα που θα παντρευτώ να είναι πλουσιέξ. Να έχει ένα εξοχικό, το αυτοκινητάκι της, και τι με νοιάζει αν δεν μαγειρεύει; Θα έχουμε υπηρέτρια που θα πληρώνει ο πεθερός, για να μην κουράζεται η κορούλα του. Θα μου παίζει και καμιά σονάτα στο πιάνο το βράδυ ν' αποκοιμιέμαι. Γιατί θα πρέπει να έχει και πιάνο!!
Σύγκρινε με: αρχοντομούνα, κυριλογκόμενα, μοσκομούνα.
Got a better definition? Add it!
Ζευγάρι αθλητικών υποδημάτων που δίδεται στους νεοσύλλεκτους του στρατού ξηράς την 1η ημέρα της κατάταξης, μαζί με τον υπόλοιπο εξοπλισμό.
Η προέλευση της λέξης γιωτέξ είναι από το αγγλικό λήμμα sportex ή sport-x και απαντά μόνο σε πληθυντικό αριθμό.
Χρησιμοποιούνται κυρίως από τους γιωτάδες ή γιωτόμπαλα και λιγότερο - κυρίως τις πρώτες μέρες - από φαντάρους που τους έχουν «χτυπήσει» οι αρβύλες. Παλαιότερα τα γιωτέξ ήταν χρώματος λευκού με μπλε σόλα. Τώρα πια διατίθενται σε διάφορα χρώματα.
- Ρε γιωτά, πάλι με τα γιωτέξ κυκλοφορείς! Βάλε και καμιά αρβύλα...
Got a better definition? Add it!