Selected tags

Further tags

Ο ποιητής θέλει να πει: «Κόψε την πρωινή μαλακία». Η ατάκα αυτή έχει νόημα να λέγεται πρωινές ώρες. Πίσω από τα λόγια του ποιητή υπάρχει η θεώρηση μεταξύ της συσχέτισης της πεοκρουσίας και της αποδιοργάνωσης του νοητικού κέντρου ελέγχου, με αποτέλεσμα η κυριολεκτική παραγωγή μαλακίας να μπορεί να οδηγήσει τόσο σε λεκτική μαλακία, όσο και σε άλλες μαλακισμένες πρακτικές.

Κάποιο πρωί σε ένα στρατόπεδο: Ο μονιμάς λοχίας έχει δώσει εντολή σε νεοσυλλέκτους να εκτελέσουν κάποιες συγκεκριμένες ασκήσεις ακριβείας, ασκήσεις που τις εκτελούσαν καλά την προηγούμενη αλλά τώρα η επίδοση τους είναι πολύ κάτω του μετρίου. - Τι μαλακίες κάνετε ρε γκάβακες; Κόφτε επιτέλους την πρωινή. Φαίνεται καθαρά πως σας πειράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική πασπαρτού προτροπή να μην κακομαθαίνουμε τα υποκείμενα της περιφρόνησης μας γυναίκες, χωριάτες, τουρκαλβανά, γουατέβα γιατί μοιραίως θα ανέβουν στο κρεβάτι μας να μάς γαμήσουν.

Η αρχική διατύπωση («τον Τούρκο και τον πούτσο, όσο τον χαϊδεύεις σηκώνεται») αποδίδεται στον Γεώργιο Καραουϊσκάκη.

- Ο χωριάτης είναι σαν τον πούτσο. Όσο τον χαϊδεύεις, τόσο σηκώνεται.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»)

- Η γυναικα ειναι σαν τον Πούτσο ... οσο τη χαιδευεις σηκώνει κεφαλι!!!
(φεησμπουκάκι)

- Οι συνδικαλιστές στην Ελλάδα είναι σαν το πουλί σου. Όσο τους χαϊδεύεις, τόσο σου σηκώνονται.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι και εκσπερματίζω συνεπεία μοναχικού αυνανισμού, εκ του ιταλικού solo (= μόνος) και του φλόκια.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο αυνανισμός, η μαλακία, ως ένα εργόχειρο που το κάνει κανείς μοναχός του.

Δε μου λες μαρη κεινο το καλογεροκέντημα στα πρηξε ονόματα δε λεμε συμαθητριες δε θίγουμε; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανισμός στα κρητικά.

Έπαιξα έναν γρόθο.

Got a better definition? Add it!

Published

Νέος ο οποίος έχει επιδοθεί μετά ζήλου στον αυνανισμό. Σε διάθεση χλέυης μπορεί κανείς τότε να υποθέσει ότι το πέος του αθλητή πρέπει να έχει αρχίσει να ξεφλουδίζει.

-Πήγαινε ρε Πετράκη να της μιλήσεις αφού σε κοιτάει.
-Καλά εντάξει, άσε με.
-Πήγαινε ρε μαλάκα ξεφλούδα στο τέλος δε θα μπορείς να μιλήσεις ούτε στη μάνα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Η μαλακία, το τρομπάρισμα, η χειροτεχνία και χειράντλησις,η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος υπο την προυπόθεση οτι επιτελείται απο τον ερωτικό σύντροφο,με πλήρη ερασιτεχνισμό και τεμπελιά και δε συνοδεύεται απο περαιτέρω ερωτικές περιπτύξεις.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στείρα, απαθή ερωτική πράξη και προδίδει την έλλειψη θέλησης του ερωτικού συντρόφου που την επιτελεί, να προχωρίσει περαιτέρω το μπαλαμούτι.Εφαρμόζεται κυρίως στην αρχή και τα πρώτα ραντεβού μιας σχέσης και παραλληλίζεται ως προς τη δυσαρέσκεια του δέκτη με την αερόπιπα

-Τί έγινε ρε μαλάκα με το Ποπάκι, έβαλες; -Μπά, αρχίδια...Με τα χίλια ζόρια μου έκανε μια πεοχειραψία -Ούτε λίγο στοματάκι η καριόλα; -Γάμησέ τα..

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ

-Ρε συ Θοδωρή, τι χρωστάω να πάω σπίτι να βάλω κάνα γκολακι τώρα που έχω φουσκοδεντριες? Γιωργάκη να ξέρεις ότι οι αυτογκολτζηδες κερνιουνται τακτικά στο μπαράκι ετουτο----

1ον.Ο κατά φαντασία εραστής, αλλιώς καληνυχτακιας, που ενώ διαφημίζει τις πολλαπλές κατακτήσεις του και τα αλλεπαλληλα γκολ που υποτίθεται βάζει, καταλήγει στην πατροπαραδοτη αυτοϊκανοποιηση στη συντριπτική πλειοψηφια των περιπτώσεων. 2ον.Ο εντελώς και μακροχρόνια παντρεμένος που ελπίζει γυρνώντας σπίτι, συνήθως μετά από οινοποιία, να βάλει κανα γκολακι στη σύζυγο, μα φευ, καταλήγει και αυτός στην ατομική ανακούφιση.

Got a better definition? Add it!

Published

1) όταν μία ομάδα αντρών κάθονται σε έναν κυκλο, παίζοντας ο ένας το πουλί του άλλου

2) όταν ένα μάτσο πολυλογάδων - συνήθως πολιτικών - εμπλέκονται σε ένα debate αλλά καταλήγουν να συμφωνούν μεταξύ τους όλο και περισσότερο φτάνοντας τα όρια του πλεονασμού, χαιδεύοντας ο ένας τον εγωισμό του άλλου σαν μία προέκταση των γενετικών τους οργάνων (1)

Όταν πήγαινα κατασκήνωση κάναμε συχνά κυκλαύνανο με τους ομαδάρχες και τους υπόλοιπους κατασκηνωτές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γδέρνω κάποιον κυριολεκτικά ή μεταφορικά, δηλαδή του αφαιρώ πολλά λεφτά ή τον κατατροπώνω σωματικά ή λεκτικά.

«Με ξεπέτσιασε η θεια Χρίσταινα. Κόντεψε να μου πάρει τα μισά. Προξενήτρα είναι αυτή ή λαιμητόμος;» (Εδώ)

2.Γδέρνω το πέος μου από υπερβολικό αυνανισμό, αυνανίζομαι. Συνήθως ως τον έχω ξεπετσιάσει.

Πρέπει να βρει γυναίκα επειγόντως, γιατί τον έχει ξεπετσιάσει.

Got a better definition? Add it!

Published