Further tags

Ο καφές στα καλιαρντά. Μάλλον λόγω του ότι εννοείται ο καφές που όλοι ονομάζουν «τουρκικό», ενώ εμείς τον λέμε ελληνικό (βλ. λίνκι για την πιθανή του προέλευση).

Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. (Αποκατέ).

Diedwste! (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο καυλιάρης, για την ακρίβεια αυτός που έχει γεμάτα τα αρχίδια του, τα μπελερίνια του, τα (μ)πελέ του (εκ της ρομανί). Το πλένο- ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ισπανικό pleno για το γεμάτο, ενώ ανάλογα έχουμε σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες.

- Μωρὴ Γεωργία ποιό τεκνὸ βουέλεις κατετζόρνα; % - Τὸ Μανωλιὸ τὸν πλενομπελέ, ποὺ ἀβέλει μποὺτ πακέ.
- Ἀχούύύύ! Τί ἀθοριτομπενάβεις μωρὴ τζασλή; Τοῦ ἄβελα κοντιερὴ γιὰ νὰ φασωθοῦμε στῆς Μπέτης τῆς χοντρῆς καὶ μᾶς βγῆκε φιόγκος!! (Παράδειγμα Αἴαντος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ του γαλλικού bonbon. Σημαίνει την καραμέλα και μεταφορικώς την πεολειχία.

Μπουτ λατσό το τσόλι.. Σαρμελιά γδούπα... Κουραβέλτες... και απανωτές κουραβέλτες... Λατσάαααα... Άβελα πιασμάν στην μπάρα... και μπομπόνα μπουτ... Γδούπα φιλενάς... Γδούπα.... Αχχχχχχχ.... Θέλω να τον αβέλω συνέχεια..... (Από το Μπου).

Αβέλω μπαλόμπα και νάκα η μπόμπα (μπομπόνα)

Άσχετο: Είναι και μια ποικιλία φασολιών που το μικρό στρογγυλό σχήμα τους θυμίζει καραμέλες (δες εδώ) καθώς και είδος άνθους αγριοτριανταφυλλιάς.

Φασόλια μπομπόνα

Σχετικοάσχετο: Είναι και γουτσωνύμιο παλαιάς κοπής (δεκαετία 1950 κιέτσ' κατά τον Σφυρίζοντα) τύπου μπουμπού.

Δεν την συνιστω σε κανεναν, ειναι μια ξανθια μπομπονα, κατι σαν τριτοκλασατη τραγουδιστρια σε σκυλαδικο της εθνικης. (Σχετικοάσχετο παράδειγμα από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρακλό σημαίνει: «Το Ελληνάκι» στα γύφτικα (τσιγγάνικα για ευγένεια). Χρησιμοποιείται για να τονίσουν την ελληνική καταγωγή κάποιου, αν και τις περισσότερες φορές υποτιμητικά.

-Τι ντικές το ρακλό; Περνά ζωή και κότα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναικεία περίοδος στα καλιαρντά, ως αιματηρός καιρός μαρτυρίου.

  1. (ο ορισμός από τα «Καλιαρντά» του Ηλία Πετρόπουλου)
    «μουνόπασχα, το· έμμηνα· από τα γνωστά μουνί και Πάσχα· ταυτόσημα : καραφροδιτόσταση, κουμμουνόσκελη, ρουζόσκελο, στάση της καραφροδίτης (βλ. λήμματα).»

  2. (Από εδώ)
    «Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει το θηλυκό, τη γυναίκα, την ηρακλιά. Ευτυχώς ετυμολογήθηκε από τη ρομανί (βλ. λήμμα Πονηρόσκυλου: <rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj) κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουμε πορτοκαλιστικές παπαρετυμολογίες από τον ήρωα Ηρακλή.

Όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος που περιέχει μια ενδιαφέρουσα γιαλομιά στην α΄ έκδοση των Καλιαρντών (1971), αναφερόμενος σε φοβία (εννοείται των ομοφυλόφιλων προς τις γυναίκες στις οποίες αποδίδουν τα ονόματα ηρακλιά, ηρακλωτό, ηράκλω) ή και σε ειρωνεία.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο [...] κάθησα στη μολτοκαθίστρα και άβελα μαρμαρού το ηρακλωτό... Βγήκε η Μίλα η Ρωσίδα ξανθιά με ωραίο baby doll και λυγερή κίνηση. (Από κριτική στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αυτιά στα καλιαρντά. (Ουδέτερο, πληθυντικός).

Ἀβέλει σόγι-κουραβελτέ ἡ Γεωργία, καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατέ καὶ τοῦ μπενά λουπαρτέ:
- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Ντέζιασεπούλη μου γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ! (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο σέξι νεαρός Κρητικός. Μουσαντό σημαίνει ψέμα, μούσι, Μουσαντοπαλικαρού είναι η Κρήτη ως μια ψευδο-λεβεντομάνα.

«Μπενάβεις καλιαρντά, χρυσή μου;» «Και τα τζινάβω και τα μπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;». «Κρήτη ταραφουντάν κούκλα μου, και έχω μια σερμελιά που’ ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη». Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωμένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη μου στενή κι η μέλα σου μεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλτης στο κεφάλι…». Κάθισα τζάκατα στο μουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξομολογήθηκε ότι δυο μέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόμαντρα. (Διακοπές στο Τζιναβονήσι, του Τέο Ρόμβου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο Χάρος, ο θάνατος.

Εικάζω ότι φανταζόμαστε τον Χάροντα ως έναν άσπλαχνο, βίαιο νταβά- νταβατζή που παίρνει τη ζωή μαζί με όλες τις χαρές και τις λύπες της, τα όνειρα και τις διαψεύσεις, τις ηδονές και τις οδύνες, τις αγάπες και τα μίση ως ένα νταβατζιλίκι, αποδεικνύοντας ότι καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της ζωής ήμασταν τα πουτανάκια του.

Πολύ γλυκομίλητος ο Αρίστος, γλυκόπιοτος. Έβαζα το χέρι μου μέσα στο χέρι του, ζεσταινόταν η ψυχή μου και έχυνα. Έχυνα, ξερόχυνα, ρε παιδί μου. Φχαριστιόταν η ψυχή μου. Αυτά τα μάτια του, τα μάτια του! Αθώο πλάσμα. Πολλές κουτουράντζες και τζασλοσύνες έκανε, όπως κάνουν όλα τα ζωηρά όμως αθώα παιδιά. Γρήγορα ξεκόλλησε. Γιατί; Γιατί ήταν ασταθής. Επί ξύλου κρεμάμενος. Όλα τα επαγγέλματα άλλαξε, γκαρσόνι, μάγειρας, χτίστης, μπογιατζής, τσαγκάρης, παντοφλάς, ηλεκτρολόγος, οικοδόμος, αχθοφόρος, χρυσοχόος, βοηθός στο γύρο του θανάτου. Δεν έμενε πολύ σε κανένα. Όσο γρήγορα καψουρευόταν, τόσο γρήγορα του περνούσε. Τον κυνηγούσαν, από παντού τον κυνηγούσαν. Ακόμη και τα φαντάσματα. Αχ, αυτή η καλιαρντοσύνη της εποχής! Το φονικό του πατέρα του τον βασάνιζε, η φτώχεια τον κατέτρεχε, η ορφάνια τον τυραννούσε. Η γειτονιά του τον απόπαιρνε. Οι φίλοι του τον έριχναν. Ο κόσμος τον κουσέλευε. Οι χασικλήδες τον χρησιμοποιούσαν. Οι μπάτσοι τον παρακολουθούσαν. Η ψυχή του τον έτρωγε. Τον είχε στο μάτι ο άχαλος ο Μαυρονταβάς. Στο γύρο του θανάτου δε δούλευε; Ε, αυτό ήταν η ζωή του. Ο γύρος του θανάτου ήτανε. Μια Τσικνοπέμπτη, παραλίγο να χάσω τη ζωή μου. (Η συνέχεια του καλιαρντογραφήματος του Θωμά Κοροβίνη Η Λολό στην πιάτσα από το μυθιστόρημα Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010 στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified