Λέξη που έγινε γνωστή από την ατάκα του Βέγγου ως γκαρσόνι (Θρασύβουλας), που δεν δέχεται να τον καλούν με παλαμάκια, επειδή "είναι το ίρτζι του". (Από την ταινία "Ο ατσίδας" ή "το στρίβειν δια του αρραβώνος").

Θρασύβουλας

Ετυμολογία από το τουρκικό ırz: τιμή, αγνότητα, αξιοπρέπεια από (εδώ) κι από (εδώ)

Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα-αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι. (Σχόλιο του Χότζα από εδώ).

Ιμπρέτι (τουρκικό ibret) = παράδειγμα, δείγμα από εδώ

Πάντως στα προαναφερόμενα παραδείγματα έχει (και) την έννοια της ιδιορρυθμίας/ιδιοτροπίας και του πείσματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μεζέ που τρώγεται κρύος. Παράγεται από χοιρινό κρέας (κατά τόπους μπορεί να προστεθεί και μοσχαρίσιο) που ανακατεύεται ώρα στην κατσαρόλα, χωρίς νερό ή λάδι, μόνο με αλάτι, πιπέρι (κόκκινο, μαύρο), ρίγανη και άλλα μυρωδικά. Όταν τελειώσει το βράσιμο, τότε πιέζεται και το βάζουνε μέσα σε έντερα (όπως τα λουκάνικα, με τη διαφορά πως είναι πολύ μεγαλύτερος). Αποθηκεύεται και τρώγεται όλο το χειμώνα. Συνοδεύεται κυρίως με κρασί κόκκινο.

Γυναίκα, βάλε να πιούμε ένα κρασί. Φέρε και λίγο καβρουμά με μπούκοβο για μεζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γοητεία.

Από το τούρκικο al beni= πάρε με.

- Πολύ αρχοντομούνα η τύπισσα, έχει το αλμπενί της.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασική αργκό της φυλακής): Ο κουμανταδόρος, το άτυπο αφεντικό των φυλακισμένων, συχνά με την ανοχή του τυπικού αφεντικού (Διευθυντή) και σίγουρα με το δέος των φυλάκων. Ο υπερθετικός του βαρύμαγκα, αλλά και με σαφή ηγετικά προτερήματα. Πιθανότατα τούρκικης προελεύσεως.

Μεταφορικώς: Το αφεντικό με το άστε-ντούα.

Σερέτης, έξυπνος, δίκαιος και επικίνδυνος, ήταν ο εξισορροπητής των πολυσχιδών συμφερόντων μέσα στη φυλακή (π.χ. ζάρια, άδειες, πουστράκια, δουλειές επ' αμοιβή, ξεκαθαρίσματα, τιμωρία ρουφιάνων, ναρκωτικά, προστασία κ.τ.λ.). Γαμούσε κι έδερνε.

Συνήθως είχε αρκετά βαριά ποινή, όχι όμως για έγκλημα κατά περίσταση (π.χ. φόνος αντίπαλου βοσκού για τα γίδια) ή ειδεχθές (βιασμός ανηλίκων), αλλά κατ' εξακολούθησιν, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως συγκεκριμένων εγκλημάτων (π.χ. μαστροπεία, αποδοχή προϊόντων του εγκλήματος, κιβδηλεία, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά, εκβίαση κ.τ.λ.) και δη σε ρόλο αφεντικού-ενορχηστρωτή. Δηλαδή για εγκλήματα του δομημένου υποκόσμου 2-3 πόλεων και όχι χωριατίστικα καμώματα ή φλάς που έφαγε ένας μουρλός. Άλλωστε, λένε: «Ό,τι είσαι έξω απ' τη φυλακή είσαι και μέσα», δηλαδή αντιμετωπίζεσαι αναλόγως. Εξ άλλου, μέσα στην φυλακή έχει να κάνει κανείς, με ανθρώπους που οδηγήθηκαν εκεί κυρίως λόγω ιδιαιτέρως ανεπτυγμένων ενστίκτων (κατά τον Λομπρόζο!) και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τους γελάσει περί το ποιόν του. Έτσι, ο ψιλικατζής παραμένει ψιλικατζής, ο χρεοφειλέτης είναι ένα συμπαθητικό ανθρωπάκι, ο πρεζάκιας είναι ξεφτίλας κ.ο.κ.

Ο τσιρίμπασης όμως, μέσα-έξω ήταν αφεντικό και έπαιρνε ρέφες (=πόντους) απ' όλα τα επαγγέλματα του υποκόσμου, χάρη στη σωματική του ρώμη, το ψυχικό του σθένος και το μυαλό του, που δούλευε με διπλό διαφορικό. Χώρια που το φύσαγε από παραδάκι, ένεκα οι δουλειές έξω, που τις συνέχιζε ο έμπιστός του κι είχε και χρημάτιζε τους πουλημένους εκτελεστές του σωφρονιστικού συστήματος...

Ο σημαντικότερος τσιρίμπασης του παρελθόντος αιώνος, ήταν ο Νίκος Σκριβάνος, του οποίου πρωτοπαλίκαρο ήταν ο Νίκος Μάθεσης (ή τρελάκιας). Γνωστός τσιρίμπασης κι ο Σακαφλιάς, στη φυλακή Τρικάλων, που τον έφαγε η μαρμάγκα (ο Αντωνίτσης), είτε για να γίνει αυτός τσιρίμπασης είτε για λογαριασμό άλλου επίδοξου αφεντικού (δεν έχει εισέτι διευκρινισθεί, ακόμα και οι τρικαλινοί λένε μαλακίες).

Ο τσιρίμπασης γνώριζε ότι κατέχει ζηλευτή θέση στην μικρο-κοινωνία της φυλακής, δεν διακινδύνευε το κύρος του για μηδαμινά πράγματα (έστελνε άλλους) και όφειλε να προσέχει όλες τις κινήσεις, στον μικρό και περιορισμένο χώρο της φυλακής, του κάθε βαρύμαγκα που βυσσοδομούσε εναντίον του. Άλλωστε, η αποκαθήλωσή του ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή: Είτε ο θάνατος του στερούσε το αξίωμα, είτε (χειρότερα) η δημόσια διαπόμπευση = τον βαράγανε ή τον πηδάγανε πεν-έξι βαλτοί μπεχλιβάνηδες... Τη θέση του, την έπαιρνε ατάκα ο μάγκας που του την έστησε, για να μην δημιουργηθεί κενόν εξουσίας (!)

Βλ. σχετικά «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «το άγιο χασισάκι» κ.α. (Ηλίας Πετρόπουλος) και «Τα παιδιά της πιάτσας» και «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» του Νίκου Τσιφόρου. Ειδικά, στο «Τουμπεκί» του Πέτρου Πικρού, ψυχογραφείται θαυμάσια η έννοια και η νοοτροπία του τσιρίμπαση εν έτει 1927 (!)

- Παιδιά, μην παίζετε άλλο τάβλι, βαρέθηκα μόνη μου!
- Τώρα, τελειώνουμε...
- Λοιπόν, τέλος, δεν παίζετε άλλο είπα!
- Και τί 'σαι σύ ρε; Ο τσιρίμπασης; Δώσε πίσω τα ζάρια, για θ' ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τζόγος, το τυχερό παίγνιο. Εκ του τουρκικού kumar που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Βέβαια το κουμάρι δεν παραπέμπει σε avantgarde καταστάσεις ενός ναού στο Μονακό, ούτε καν σε Πάρνηθα, και ταιριάζει σε άτομα low level, παρακάτω και από έναν απλώς άξεστο τζογαδόρο. Το κουμάρι είναι πιο underground και παρακμή. (Έχω μια μανία με την παρακμή...). Οι διαφορές πολλές:

1. Ο χώρος:
Ο κουμαρτζής δεν πάει κατά κανόνα στο καζίνο, ούτε θα τον συναντήσουμε σε καρέ που παίζονται στα λεγόμενα «καλά σπίτια» με τα μεγάλα σαλόνια, προτιμάει τις παράνομες λέσχες ή τα καφενεία χωριών ξεχασμένων από το θεό και την κοινωνία.

2. Τα παιχνίδια:
Ο κουμαρτζής δεν παίζει με πανάκριβη πλαστικοποιημένη τράπουλα, και κοκάλινες μάρκες σε καινούργια τσόχα, θα παίξει με τη λιγδιασμένη απο απλό χαρτόνι, και πάντα με μετρητά πάνω σε τσόχα μαύρη από τη λέρα και με άφθονες τσιγαριές. Δεν παίζει blackjack, αλλά στούκι, δεν παίζει στα crap tables του καζίνο, αλλά μπαρμπούτι πάνω σε κουβέρτα (βρώμικη) ή τραπέζι του μπιλιάρδου. Δεν παίζει Texas Hold'em, αλλά χαρακίρι, ασανσέρ, κούκο (μονό ή διπλό), νεκροταφείο, το κρυφό μπαλαντέρ, η ψωλή του βασιλέως κ.α. Δεν παίζει καν «πάμε στοίχημα», εννοείται πως έχει δικό του μπούκη (bookmaker) και παίζει παράνομο στοίχημα.

Τέλος, η λέξη κουμάρι δίνει μια ικανοποίηση όταν τη χρησιμοποιούμε, γεμίζει το στόμα, έχει μια δόση μαγκιά παραπάνω.

(Στη γειτονιά):

-κα Ευανθία: Είδα τον Κωστάκη σου κυρα Φωφώ μου, να βγαίνει απ΄του γερο-Φωκά τον καφενέ νωρίς τα ξημερώματα χθες.

-κα Φωφώ: Αχ! Τι να κάνω με τον αχαΐρευτο! Τον έφαγε το κουμάρι. Ως τις τέσσερις τον περίμενα, την ώρα που γύριζε η Λίλιαν με κάποιο αγόρι.

-κα Ευανθία: Η Λίλιαν έξω στις 4 το πρωί; Θεός φυλάξοι! Κάποιο λάθος θα έκανες Φωφώ μου. (Από μέσα της: δεν κοιτάς να μαζέψεις τον κουμαρτζή το γιο σου λέω 'γω...).

-κα Φωφώ: Δίκιο έχεις Ευανθία μου, μπορεί να λάθεψα. (Από μέσα της: Δεν κοιτάς να μαζέψεις το πουτανάκι την κόρη σου που πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα και την έχουν κάνει βούκινο οι Σλάνγκοι Δράκοι σε όλο το internet...).

He-Who-Can-Slang (από Vrastaman, 21/01/09)Ο Κουμαρτζής (Χ. Πιπεράκης 1939) (από HODJAS, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατακάθι του καφέ.

Από την τουρκική λέξη telve.

Του άρεσε τόσο πολύ το καφεδάκι που του 'ψησα, που το ήπιε όλο μέχρι τον ντελβέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified