Further tags

Υπάρχουν τρεις μεγάλες συνομοταξίες ψώλλυγουντ, έχοντας πάντα ως κοινό παρανομαστή τον πέοντα.

1. Το ψώλλυγουντ το καλό: η Ελληνική τσόντα

Το ψώλλυγουντ το καλό γεννήθηκε την δεκαετία του 60 όταν ο Γιάννης Δαλιανίδης απεκάλυψε στο πανελλήνιο τα πέρκι βυζιά της Ζωής Λάσκαρη. Σε συνέχεια ο Όμηρος Ευστρατιάδης παρήγαγε πλειάδα σοφτ ταινιών με τίτλους όπως «Το κορίτσι και το άλογο» και ηθοποιούς σαν την Έλενα Ναθαναήλ και την Γκιζέλα Ντάλη. Πολλές τέτοιες ταινίες προβλήθηκαν και εκτός συνόρων με πρόσθετες hardcore σκηνές, τοποθετώντας το ψώλλυγουντ στον παγκόσμιο πορνογραφικό χάρτη. «Ιερό δισκοπότηρο» του πρώιμου ψώλλυγουντ παραμένει το έργο «Μικαέλα, ο γλυκός πειρασμός» (1975) με σεναριογράφο και πρωταγωνίστρια την Μιμή Ντενίση, η οποία φέρεται ότι αργότερα αγόρασε και κατέστρεψε τις κόπιες της ταινίας.

Παράλληλα αναπτύχθηκε η πιο σκληρή εκδοχή του ψώλλυγουντ που έβαψε ταβάνια με ταινίες όπως «Σκύψε Ευλογημένη» και «Το Μικρόφωνο της Αλίκης» και με σταρ του βεληνεκούς των Κώστα Γκουζκούνη και την Τίνα Σπάθη. Το genre «Χύνος Φίλμ»® άγγιξε το απόγειό του στα πρώτα 80s, προβάλλοντας την Ελλάδα στο εξωτερικό επιτυχέστερα από τον ΕΟΤ και χωρίς την παραμικρή επιβάρυνση του Έλληνα φορολογουμένου. Φευ όμως, παρήκμασε και έσβησε στα τέλη των 80ς.

2. Το ψώλλυγουντ το κακό: ο Νέος Ελληνικός Κινηματόγραφος

Πρόκειται για ταινίες της πούτσας σκηνοθετών όπως ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος με τίτλους όπως «Μεγαλέξανδρος» και «Τοπίο στην Ομίχλη». Οι ταινίες αυτές χρηματοδοτήθηκαν από τον Έλληνα φορολογούμενο (μέσω παρακρατικών οργανώσεων σαν το «Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου») και σχεδόν πάντα αφορούσαν τα ζόρια ταλαιπωρημένων σταλινικών. Το κακό ψώλλυγουντ είχε αποκλειστικό σκοπό το αυτοτρομπάρισμα του υπερφίαλα αρρωστημένου εγώ επίδοξων Ταρκόφσκι στη θέση του Ταρκόφσκι σκηνοθετών που οδήγησαν (πάνω από) μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά, όπως έγραψε και ο ανοξείδωτος Νιόνιος. Ευτυχώς το κακό ψώλλυγουντ τείνει να εκλείψει, αλληλούια.

3. Το μαγιόξυλο

Πρωτομαγιά, και ο κάθε πικραμένος έχει και σε κάτι καλό να προσβλέπει: το πιάσιμο του ψώλλυγούντ του από την καλή του ή τον καλό του.

Σχόλια για τις τρεις παραλλαγές του ψώλλυγουντ:

1.
.... άνθησε στη δεκαετία του ’80 με μέγα δημιουργό τον επονομαζόμενο «Berto» (ψευδώνυμο ενός ανθρώπου που έβρισκε τις πρωταγωνίστριές του στα πέριξ της Ομόνοιας). Το είδος στη συνέχεια έκανε καριέρα στις βιτρίνες του εξωτερικού ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα για το φιλοθεάμον κοινό. Η αιτία του σουξέ ήταν η ποικιλία των εικόνων: σκηνές σε νησιά, σε θάλασσες, σε βουνά, σε χιόνι και σε βίλες ανά την Ελλάδα συγκινούσαν κάποτε όλη την Ευρώπη. Φυσικά, έπαιξε τον ρόλο της και η ποικιλία της δράσης, με Έλληνες και Eλληνίδες, Γερμανίδες, Βραζιλιάνους, ή Ελληνίδες τρανς που έκαναν και ταινίες στο εξωτερικό...

(από εδώ)

2.
«Η ταινία μου, Η σκόνη του Χρόνου, θα πάει στο Φεστιβάλ του Βερολίνου αλλά εκτός συναγωνισμού, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν αποφασίσει να βραβεύουν τους νέους κι εγώ, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται αυτό, δεν δέχομαι να πηγαίνω σε φεστιβάλ και να μην παίρνω βραβεία!»

(Θεόδωρος Αγγελόπουλος, από εδώ)

3.
Αχ! την πρωτομαγιά λέμε να πάμε εκδρομή, να κάνουμε στεφάνι από λουλούδια, να πιάσουμε και κανένα μαγιόξυλο... αααχχχ!

(ΤΟΤΙΝΑ, από εδώ)

Hooray for Ψώλλυγουντ (από Vrastaman, 22/05/09)Hooray for Ψώλλυγουντ (από Vrastaman, 22/05/09) Εν αρχή ην η Λάσκαρη (από Vrastaman, 22/05/09)Εν αρχή ην η Λάσκαρη (από Vrastaman, 22/05/09) Άξιος! (από Vrastaman, 22/05/09)Άξιος! (από Vrastaman, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδεμία σχέση έχει αυτή η λέξη με την έλλειψη φυσικής και πνευματικής παρουσίας ή την απουσία κατά τη σχολική περίοδο!

Η λέξη προέρχεται από την μετάφραση του αιδοίου στην Αγγλική, ήτοι pussy, συνοδεύεται δε από το «α» στερητικό και λαμβάνει την κατάληξη -ία για να αποτελέσει λέξη της ελληνικής. Τουτέστιν, η λέξη στην αρχική της μορφή έχει ως εξής: α-pussy-ία.

Χρησιμοποιείται ευρύτατα μεταξύ επί πολλά έτη μοναχικών ανδρών, οι οποίοι απορούν για τη μοναξιά τους και, εν ώρα ακατάσχετης φραπεδοποσίας και αερολογίας, οικτηρούν τους εαυτούς τους για την μπακουροσύνη τους.

Αγησίλαος: «Ααααχχχ... μα δια το όνομα του υψίστου, πρέπει να οργανωθούμεν επί του καμακικού τομέα, τόση απουσία δεν αντέχεται!»

Θερσίτης: «Ουκ ουδέν λέγεις φίλτατε! (μτφ: δε λες τίποτα κολλητέ!)»

Το αντίθετο της απουσίας: H Pussy Galore και οι ιπτάμενες βοηθοί της (από Vrastaman, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Φραγκόφωνο είναι το αγαπημένο μουσικό όργανο των τσιγκούνηδων (φραγκοφονιάδων), κατά το σαξόφωνο, το οποίο είναι το αγαπημένο (ως επί το πλείστον) μουσικό όργανο των ανθρώπων που ασχολούνται με την Jazz μουσική.

- Ρε συ λες να αγοράσει εισιτήριο για την συναυλία ο Λάκης;
- Πας καλά; Αφού αυτός είναι στην μπάντα και παίζει φραγκόφωνο. Τσάμπα θα μπει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ενημέρωση που προσφέρουν τα περισσότερα κανάλια, ιδίως σε δελτία ειδήσεων με πολλά παραθύρια και παραθυρομουρμούρα, όπου ο ένας ξεχέζει τον άλλο μέχρι τελικής πτώσεως.

- Ευχαριστούμε που απόψε προτιμήσατε εμάς για την εναγρίωσή σας...

(από Βασίλης-7, 02/05/09)(από Βασίλης-7, 02/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαταραχή που πλήττει τους εργαζόμενους σε πολλές εταιρίες / υπηρεσίες / τράπεζες του λεκανοπεδίου (και όχι μόνο) κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Κύριο σύμπτωμα είναι η εμμονή να διατηρούν -μέσω κλιματισμού- τη θερμοκρασία του χώρου στους 17 βαθμούς (ενώ έξω έχει 33) με αποτέλεσμα να τουρτουρίζουν...

και...

Ψυχραναγκάζω: τακτική αφεντικών, προϊσταμένων, διευθυντών κ.λπ. να μετατρέπουν τους χώρους εργασίας του λεκανοπεδίου σε σιβηρικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων.

-Μα κύριε Σταλινίσκο μου, 17 βαθμούς; Θ' αρπάξουμε καμιά πούντα!
-Πας καλά, Κακομοιρίδη; Εδώ σκάει ο τζίτζικας!

(από nick, 05/04/09)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ιδιαίτερο είδος λεξιπλασιών, που φέρουν την σφραγίδα του ιδιότυπου χιούμορ του γκέι ακτιβιστή και σλάνγκαρχου Λύο Καλοβυρνά. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε ανθυπολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που αποτελούν κοινό βίωμα όλων μας, αλλά δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία μέχρι ο Καλοβυρνάς να μας επιστήσει την προσοχή σ' αυτές μέσω ευφάνταστων και ιδιοφυών λεξιπλασιών. Είναι το είδος λεξιπλασίας που ο αποδέκτης τους αναφωνεί μετά: «Τι σκέφτηκε ρε ο πούστης!» (με την καλή έννοια). Ορισμένες από τις καλοβυρνιές είναι (αυτο-)σαρκαστικές για τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία για τους γκέι.

Σύγκρινε: παπαρολογισμός, σεφερλίτιδα.

Ο χρήστης Tarantula έχει φλομώσει το σάιτ με καλοβυρνιές, και μάλιστα άνευ παραπομπής!

Βλ. λ.χ. απουστήρωση, σκουπευκαιρία, πουπήγιο και καμιά διακοσαριά ακόμη...

Λύο Καλοβυρνάς (από GATZMAN, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτυχία, λογοπαίγνιο με το χέσιμο. Για όσους ντρέπονται να ευχηθούν «καλή επιτυχία».

Άντε, μεγάλε, καλή πετυχεσιά με τις εξετάσεις. Μόλις γράψεις πάρε με να πάμε για καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρατσούκλι του Προέδρου των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα. Αν αναλογιστούμε ότι ο Ομπάμιας είναι και μπάμιας και ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, τότε μιλάμε για σχήμα οξύμωρο.

Τι να κλάσει κι ο Ομπάμιας από οικονομική στύση;

Κατά μια εκδοχή, Ομπάμιας ειναι ο Bush... (από Vrastaman, 16/03/09)...κατά την άλλη ειναι to paidi! (από Vrastaman, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόεδρος του ΠΑΟ όταν ο ΠΑΟ πάρει πρωτάθλημα.

Όταν ο ΠΑΟ πάρει πρωτάθλημα, ο Πατέρας θα είναι παππούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified