Ο χορταστικός φραπέ (χτυπητός) καφές που σερβίρεται σε μεγάλο γυάλινο ποτήρι με πολλά παγάκια και που πίνουν με μανία όλοι οι Έλληνες ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες από τις 8 το πρωί ώς τις 8 το άλλο πρωί. Για να χαρακτηριστεί έτσι ένας καφέ θα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 5 ώρες και να μη διακόπτεται για κανέναν λόγο (μόνο για κατούρημα). Συχνά συνδυάζεται και με το αγαπημένο άθλημα του οφθαλμόλουτρου.

- Πω πω δικέ μου είσαι να αράξουμε στο Da Capo για καμιά φραπεδούμπα σήμερα το μεσημέρι;
- Και δεν πάμε καλύτερα καμιά παραλία να δούμε και κάνα ξέκωλο...

(από xalikoutis, 30/10/08)

Δες και -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη την ερωτική πόλη που τα πράγματα είναι πιο χαλαρά με τον φραπέ ως απαραίτητο εξάρτημα.

H Θεσσαλονίκη μας, μετά τον τίτλο της Φραπεδομάνας, της Mπουζουκαρούς, της Παπαγεωργούπολης και του Ψωμιαδοχωρίου, έχει τη χρυσή ευκαιρία σε λίγες μέρες να στεφθεί τροπαιούχα και να κερδίσει τον τίτλο της Γαυροσκοτώστρας μέσω του Αρεως. Aυτό είναι το νέο όραμα της πόλης, εφόσον εις τον ορίζοντα δεν διαφαίνεται καμία Expo και καμία Oλυμπιάδα. http://stavrochoros.pblogs.gr/tags/thessaloniki-gr.html

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που περιφέρεται μονίμως με έναν φραπέ ανά χείρας. Τον συναντάμε αρκετά συχνά και σε εργασιακούς χώρους υπό τη μορφή άνετου και απελευθερωμένου εργαζόμενου.

Συνώνυμο (κατά Νομάρχη Θεσ/νίκης): Φραπεδόμαγκας.

- Αρίστο, πιάσε μερικές Α4 από την αποθήκη ναούμ, θέλω να τυπώσω τις προσφορές. Θα μας γαμιοδοτήσει ο Αίγαγρος..
- Θα μας κλάσει μια μάντρα μαζί με την περίφραξη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνεσαι, θα κόψει η επιδερμίδα σου!
- Άσε ρε μαλάκα Φραπεδοκράτορα, που μου κάνεις όλη μέρα σουλάτσα με τη φραπεδιά στο χέρι, πιάσε να κάνεις και καμιά δουλειά εδώ μέσα, που μου το παίζεις και παλιός. Πού είσαι, στον στρατό ναούμ;
- Δ.Π. (δεν προβλέπεται)...

Ο κύριος Βακόνδιος (από poniroskylo, 19/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρύος, χτυπητός καφές, το εθνικό ρόφημα του Ελληναρά. Φράπα, φραπεδούμπα, φραπόγαλο, φραπές.

- Πήγαμε στην καφετέρια κι αράξαμε 6-7 ώρες...
- Καλά, και τι κάνατε τόσες ώρες σε μια καφετέρια;
- Ε, πίναμε φραπεδιόλες και λέγαμε μαλακίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε: φραπεδιόλα.

-Πω πω, και τί δεν θα 'δινα για μία φραπεδέλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκλεκτό έδεσμα της ελληνικής κουζίνας. Ψήνεται μόνο σε μπρίκι και σερβίρεται αναμμένο.

- Πω πω... Πεινάω.
- Να σου ψήσω ένα φλαμπούτσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές στα καλιαρντά. Μάλλον λόγω του ότι εννοείται ο καφές που όλοι ονομάζουν «τουρκικό», ενώ εμείς τον λέμε ελληνικό (βλ. λίνκι για την πιθανή του προέλευση).

Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. (Αποκατέ).

Diedwste! (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.

- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!

Βλέπε και πουρουφάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σέ όλους "κατά Τσοβόλαν" καλαμάκι. Ετυμολογία (για τυχόν αγνοούντες): "Αυτό που ρ'φαν", ήτοι "αυτό με το οποίο ρουφάν". Προτείνεται η καθιέρωση του όρου πανελλαδικώς, διότι ούτω πέως θα επιλυθεί η μεγίστη διχογνωμία Βορρά-Νότου, σχετικώς με το "καλαμάκι" και επί πλέον θα αποφευχθούν παρεξηγήσεις βήτα ή γάμα τύπου.

Έτσι αν τυχόν βρεθείτε σ' εκείνα τα μέρη και ακούσετε:

"Πιάσ'ένα Γιάννη που ροβουλάει μ' εφτά σκουμάρες και πουρφάν!"

θα ξέρετε ότι πρόκειται για "ένα Johnnie Walker με seven up και καλαμάκι".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified