Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).

Ακούγεται επίσης η λέξη «θρασουλέα» για την άσχημη μυρωδιά, ιδίως αυτήν που αναδίδεται από ακάθαρτο αποχωρητήριο ή μετά από σφουγγάρισμα με βρώμικο χρησιμοποιημένο νερό. πηγή

θρασουλέα και θρασουλέ : οσμή αβγού ή υπολλειμάτων ξινισμένου φαγητού σε μαγειρικά σκεύη πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποικιλία της Κρήτης είναι το καφενείο, ενώ σε άλλες ποικιλίες είναι το μαγαζί ή το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο, < τούρκικό dükkân = μικρό μαγαζί. (Δες).

Σωστά το λέει η παραμιά απού’χει κώλο κλάνει, μα να’ν αυτός κι ο κώλος του και όχι στο ντουκιάνι. (Παλιά σκωπτική μαντινάδα του Εμμανουήλ Λουλάκη από Εθιά).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Γεραπετρίτης.

Αλήθεια, το ήξερες πως το πρώτο θερμοκήπιο φτιάχτηκε στο Στόμιο, στον Ξερόκαμπο το ’66; Πως για τρία χρόνια ο Απόστολος Διακάκης και ο Ολλανδός γεωπόνος Παύλος Κούπερ είχαν το αγγουράκι μονοπώλιο; Πως εξαιτίας της μετέπειτα αυξημένης παραγωγής οι Στειακοί λέγαν τους Γεραπετρίτες αγγουράδες; ‘Η πως η νοτιοανατολική Κρήτη είναι η ξηρότερη περιοχή της Ελλάδας, αυτή με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοικος της πεδιάδας της Μεσαράς στην Κρήτη, από το πάσπαρος που σημαίνει σκόνη. Και γενικότερα σημαίνει τον καμπίσιο.

Ο πάσπαρος είναι "μαλακή ελαφριά πέτρα λευκού ή υπόλευκου χρώματος, η οποία θρυμματίζεται εύκολα < αρχ.πας + πόρος (δηλαδή γεμάτος πόρους). Η λέξη σπάνια συναντάται και κάποιες λίγες αναφορές της προέρχονται κυρίως από την Κρήτη, αν και αναφέρεται από τον Κοραή στα Άτακτα στον 4ο τόμο, ενώ υπάρχει μία μοναδική αναφορά της λέξης πασπαρογή, επίσης προερχόμενη από την Κρήτη||*πάσπαρο, το, χώμα λευκό και αφράτο. Λέμε: Το χώμα είναι πάσπαρο και τρίβεται σαν παξιμάδι. *πασπαρογή, η, χωράφι από πάσπαρο." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων")"

Δες

Καλύτερα πασπαρίτες παρά ψευτοκαπετάνιοι. (Creta Live).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γενναίος, ο ηρωικός, τουρκικής προέλευσης λέξη.

Ήταν ντελιφισέκης, έκανε όλο επανάστασες και αυτοί ήταν νοικοκυραίοι. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος, Διόπτρα, Αθήνα 2022, σ. 60).

Got a better definition? Add it!

Published

Το γατάκι στην ποικιλία της Κρήτης, καθώς και σε άλλες ποικιλίες, όπως της Σαλαμίνας. Χρησιμοποιείται και για άνθρωπο αδύναμο και τρυφερό.

Άντρες θαμαστούς εφτά ήπνιξα ωσάν κατσούλια (Μάρκος-Αντώνιος Φώσκολος, Φορτουνάτος, π. 1655, Δ´ 292· Δ´ 204).

Got a better definition? Add it!

Published

Οι πλασματικές προς τα πάνω δηλώσεις.

Οι σχέσεις πατρωνίας στην Κρήτη έχουν κάποια σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά πολλά έχουν αλλάξει: «Διακρίνω τρεις ιστορικές φάσεις στις πελατειακές σχέσεις. Αρχικά υπήρχε ο κοζαλής, έτσι λέγεται ο άνδρας που είχε κύρος και δίκτυα σχέσεων. Υστερα με την ΕΟΚ ήρθαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που φτιάχτηκαν μαζί με τις επιδοτήσεις και έγιναν και συλλογικοί κομματικοί μηχανισμοί. Το ενδιαφέρον είναι πως με την κατάργηση των τελευταίων δημιουργήθηκαν εταιρείες αγροτικών συμβούλων που ήρθαν να πατάξουν τη διαφθορά, αλλά δεν έγινε αυτό. Πολλοί νόμιζαν ότι το ιδιωτικό θα φέρει τη διαφάνεια. Το ίδιο έγινε και με την ψηφιοποίηση. Ατελείωτα κλικ χωρίς διασταύρωση στοιχείων στις ψηφιακές αιτήσεις. Μέσα σε αυτούς τους μετασχηματισμούς οι σχέσεις συγγένειας και πατρωνίας, όπως και το πανωγράψιμο, συνεχίζουν να υπάρχουν. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Από την τουρκική λέξη koz, σημαίνει στην κρητική ποικιλία αυτόν που έχει κύρος και αξία. Στην εποχή του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει μετατοπιστεί η σημασία προς κάτι πιο συγκεκριμένο.

Οι σχέσεις πατρωνίας στην Κρήτη έχουν κάποια σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά πολλά έχουν αλλάξει: «Διακρίνω τρεις ιστορικές φάσεις στις πελατειακές σχέσεις. Αρχικά υπήρχε ο κοζαλής, έτσι λέγεται ο άνδρας που είχε κύρος και δίκτυα σχέσεων. Υστερα με την ΕΟΚ ήρθαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που φτιάχτηκαν μαζί με τις επιδοτήσεις και έγιναν και συλλογικοί κομματικοί μηχανισμοί. Το ενδιαφέρον είναι πως με την κατάργηση των τελευταίων δημιουργήθηκαν εταιρείες αγροτικών συμβούλων που ήρθαν να πατάξουν τη διαφθορά, αλλά δεν έγινε αυτό. Πολλοί νόμιζαν ότι το ιδιωτικό θα φέρει τη διαφάνεια. Το ίδιο έγινε και με την ψηφιοποίηση. Ατελείωτα κλικ χωρίς διασταύρωση στοιχείων στις ψηφιακές αιτήσεις. Μέσα σε αυτούς τους μετασχηματισμούς οι σχέσεις συγγένειας και πατρωνίας, όπως και το πανωγράψιμο, συνεχίζουν να υπάρχουν», εξηγεί ο κ. Παπαγεωργίου, που μιλάει και για τους πραγματικούς χαμένους της υπόθεσης. Είναι βοσκοί και αγρότες που βλέπουν να εμπορευματοποιείται το αντικείμενο της εργασίας τους και να νέμονται πόρους κάποιοι που δεν έχουν καμιά σχέση με τη γη και τον μόχθο. Είναι οι άνθρωποι που βλέπουν τα παιδιά τους να μην πηγαίνουν σχολείο, για να δηλωθούν από μικροί βοσκοί και να βγάζουν χρήματα χωρίς να μαθαίνουν γράμματα επειδή θα παίρνουν επιδοτήσεις. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.

  2. Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.

βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.

Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).

- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified