Ο κάτοικος της πεδιάδας της Μεσαράς στην Κρήτη, από το πάσπαρος που σημαίνει σκόνη. Και γενικότερα σημαίνει τον καμπίσιο.

Ο πάσπαρος είναι "μαλακή ελαφριά πέτρα λευκού ή υπόλευκου χρώματος, η οποία θρυμματίζεται εύκολα < αρχ.πας + πόρος (δηλαδή γεμάτος πόρους). Η λέξη σπάνια συναντάται και κάποιες λίγες αναφορές της προέρχονται κυρίως από την Κρήτη, αν και αναφέρεται από τον Κοραή στα Άτακτα στον 4ο τόμο, ενώ υπάρχει μία μοναδική αναφορά της λέξης πασπαρογή, επίσης προερχόμενη από την Κρήτη||*πάσπαρο, το, χώμα λευκό και αφράτο. Λέμε: Το χώμα είναι πάσπαρο και τρίβεται σαν παξιμάδι. *πασπαρογή, η, χωράφι από πάσπαρο." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων")"

Δες

Καλύτερα πασπαρίτες παρά ψευτοκαπετάνιοι. (Creta Live).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Γεραπετρίτης.

Αλήθεια, το ήξερες πως το πρώτο θερμοκήπιο φτιάχτηκε στο Στόμιο, στον Ξερόκαμπο το ’66; Πως για τρία χρόνια ο Απόστολος Διακάκης και ο Ολλανδός γεωπόνος Παύλος Κούπερ είχαν το αγγουράκι μονοπώλιο; Πως εξαιτίας της μετέπειτα αυξημένης παραγωγής οι Στειακοί λέγαν τους Γεραπετρίτες αγγουράδες; ‘Η πως η νοτιοανατολική Κρήτη είναι η ξηρότερη περιοχή της Ελλάδας, αυτή με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κρήτης είναι το καφενείο, ενώ σε άλλες ποικιλίες είναι το μαγαζί ή το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο, < τούρκικό dükkân = μικρό μαγαζί. (Δες).

Σωστά το λέει η παραμιά απού’χει κώλο κλάνει, μα να’ν αυτός κι ο κώλος του και όχι στο ντουκιάνι. (Παλιά σκωπτική μαντινάδα του Εμμανουήλ Λουλάκη από Εθιά).

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).

Ακούγεται επίσης η λέξη «θρασουλέα» για την άσχημη μυρωδιά, ιδίως αυτήν που αναδίδεται από ακάθαρτο αποχωρητήριο ή μετά από σφουγγάρισμα με βρώμικο χρησιμοποιημένο νερό. πηγή

θρασουλέα και θρασουλέ : οσμή αβγού ή υπολλειμάτων ξινισμένου φαγητού σε μαγειρικά σκεύη πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη εις την κρητικήν, ιδίως κατά τα παιδικά παιχνίδια, αλλά και γενικότερα: ζαβολιά, απάτη, κλεψιά, cheat - κατά τους φίλους μας τους Αμερικανούς.

Χιλετζιάρης είναι αυτός που κάνει χιλετζιές.

- Όταν ο Κωστάκης «τα φυλάει» κάνει χιλετζιές, όλο κοιτάζει και βλέπει που κρυβόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συντομότερος δρόμος. Συνήθως λέγονται οι δρόμοι που δεν πολυφαίνονται, πιο κακοτράχαλοι, αλλά που καταλήγουν στον προορισμό πιο σύντομα. Μες στην πόλη ίσως το ακούσεις και ως καβατζόστενο, στενό μέσω του οποίου παρακάμπτεται η κυκλοφορία των κύριων οδών.

Προέλευση από Κρήτη.

  1. - Μαλάκα πού να τρέχουμε τώρα μέχρι εκεί; Θα μας πάρει μισή ώρα.
    - Άσε ρε... ξέρω κονταρίδα τρελή σου λέω. Σε 10 λεπτά θα 'μαστε εκεί.

  2. Έχω τερματίσει όλες τις πίστες στο Colin Mcrae. Τις ξέρω όλες απ' έξω ρε... Στροφές, πετάγματα... Κονταρίδες... Όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυρμήγκι. Στην Κρήτη.

- ...ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας τζίτζικας και ένα μελιγκούνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό και υπέρτατο χτύπημα στους τσαμπουκάδες της Κρήτης. Πρόκειται για το λεγόμενο και κουτουλίδι, με το κεφάλι στο κεφάλι του αντιπάλου, το οποίο σύμφωνα με τον θρύλο έχει σταθεί σε ξυλίκια όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και ικανό να επιφέρει νοκ άουτ.

Καύκαλο ή μάλλον καυκί λέγεται το κρανίο (στην Κρήτη πιο ειδικά το πίσω μέρος του κρανίου, αλλά αυτό δεν αφορά εδώ). Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη:

καύκαλο το [káfkalo] O41 : 1. το όστρακο της χελώνας. || (επέκτ.) το κέλυφος των οστρακοδέρμων 2. (λαϊκότρ.) απογυμνωμένο κρανίο. [μσν. καύκαλον < αρχ. καῦκ(ος) `κύπελλο΄ -αλον].

Την εμβληματική της σημασία στους τσαμπουκάδες, η κεφαλιά την αντλεί από το ότι, για να έχει αποτέλεσμα ως χτύπημα, προϋποθέτει κτηνώδη δύναμη αλλά και θάρρος, θράσος και μεγάλη αυτοπεποίθηση - λόγω έκθεσης του κρανίου σε κίνδυνο - από την πλευρά του πλήττοντος.

Ειδικά στην Κρήτη και γενικά σε αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές, οι κουτουλιές ή τα κατακαυκαλίδια είναι το χαρακτηριστικό χτύπημα στις συγκρούσεις των κριαριών, συγκρούσεις που είναι χαρακτηριστικές για τη βαρβατίλα, την συντριπτικότητα των πληγμάτων και την αυτοκαταστροφική άγνοια κινδύνου των μαχητών. Αρκετές φορές το κρανίο των κριών ανοίγει και φαίνεται μυαλό, ενώ αν βρεθεί άνθρωπος ή ζώο μεταξύ κεφαλιών έχει πάει στο διάολο.

- Δε με νοιάζει ... δε με νοιάζει να σου παίξω το κατακαυκαλίδι να πάεις από κεια που 'ρθες....

(από Vrastaman, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.

  2. Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.

βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.

Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).

- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified