Στην Αγία Παρασκευή Λέσβου «χαμπαρολόγος» λέγεται ένα κοκκινωπό έντομο, αβλαβές. Θεωρείται καλός οιωνός. Πιστεύεται ότι αν το δεις στο σπίτι σου θα έχεις (καλές κατά κανόνα) ειδήσεις από ξενιτεμένο μέλος της οικογένειας.

Δες τον χαμπαρολόγο που κάθεται στο παράθυρο!!!! Θα τηλεφωνήσει ο αδερφός σου.

Hub (από GATZMAN, 02/03/09)χαμπαρολόγος ή δαμαλάκι (λέγεται και στη Χίο) (από dryhammer, 22/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.

Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.

Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».

- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοικος της Σίφνου, λόγω της εφέσεως των Σιφνιωτών στην κατασκευή τσουκαλιών και σταμνιών. (Δες).

Πάμε απέναντι στους τσουκαλάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο αλλήθωρος, ο αδέξιος.

Τι λες βρε στραπιακιάρη! Μαζί μ΄ εκείνη με βάζεις βρε;» (Χρήστος Μυλωνάς , Χριστουγεννιάτικα της Κούλουρης).

Got a better definition? Add it!

Published

Το μουνί, σε ψιλολαογραφική εκδοχή. Παμπάλαια σλανγκιά που σώζεται σε ορισμένες ντοπιολαλιές, πιχί στην Χίο και στην Τζύμπρον (πούττος). Κρατάει κοινή ετυμολογία με την κοινή πουτάνα, εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ, επίσης: Σταχτοπούτα (εκ του αγγλικάνικου Cindertwat), πουτόπιστος (μουνόδουλος), πουτινιά, πουτινιάρης.

  1. Οι μανάδες συνηθίζουν να φιλούν το αιδοίον του μωρού τους λέγοντας: τώρα θα στο φάω το πουτί σου!
    (Ηλίας Πετρόπουλος, [Το Μπουρδέλο](3. Η Κατίνα έλεγε: «Αν το σεξ με τον άντρα σου δεν σε ικανοποιεί, τότε το κάνεις σαν αγγαρία. Κάτι σαν δουλειά σπιτιού. Νομίζεις πως δεν το καταλαβαίνει; Οσο και να προσποιείσαι. Νομίζεις ότι θα σου κάτσει ες αεί; Εμ όχι. Δεν θα κάτσει. Θα πάει και θα πιάσει άλλη γκόμενα εκεί που θα αισθάνεται πιο άντρας. Θα είσαι λοιπόν με το σώμα σου παστρικιά. Θα πλένεσαι, θα σαπουνίζεσαι, θα αρωματίζεσαι και θα βάζεις στο πουτί σου άφεριμ, κάθε μέρα. Οταν ο άντρας σου έρχεται με όρεξη για έρωτα, βάλε άφεριμ τότε μπόλικη.»

Πουτι Ράιοτ (από Khan, 04/02/13)(από σφυρίζων, 05/02/13)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι το μπουφάν, πανωφόρι στρατιωτικού τύπου εκ του αγγλικού battle dress.

Κρύωνε κι έβαλε έναν παλιό πατατρέ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ουσιαστικό που παραπέμπει στην σπόντα, το «καρφί», την λεγόμενη σφήνα ρε παιδί μου, που μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια / παρέες από τρίτους.

Ακούστηκε πρώτη φορά (;) σε μεσημεριανή εκπομπή, κάνοντας την ομιλούσα να καραφλιάσει, αλλά και να googl-άρει μήπως νοιώσει καλύτερα βρίσκοντας την ετυμολογία. Μάταιος κόπος.

Λέγεται και μαλαφούκι. Σπανίως γίνεται χρήση της λόγω της περίεργης προφοράς της.

- Λοιπόν άκουσα πως αυτή η καημένη, η βήτα διαλογής, βάζει κέρατο στον άντρα της.
- Άι μωρή! γιατί βάζεις μαλαφούκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποικιλία της Σαλαμίνας (< Αμαλίτσα < Αμαλία). Κέρμα 25 λεπτών (1/4 δραχμής) επί Όθωνα και 20 λεπτών επί Γεωργίου. Χρησιμοποιείται στην Κούλουρη, λόγω κάποιων ομοιοτήτων που φέρει η φορεσιά της Κούλουρης με τη φορεσιά της Αμαλίας, την οποία καθιέρωσε ως βασίλισσα, αντικαθιστώντας τη μουσουλμανική μαντίλα που έβλεπε να φοράνε οι γυναίκες της Ελλάδας και θέλοντας να φέρει τον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας.

Οι μαλίτσες στολίζουν το τάσι πάνω στο φέσι της κουλουριώτικης φορεσιάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βρικόλακας στην ποικιλία της Σαλαμίνας και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν κοιμάται το βράδυ.

Σαν τον λουγκάτη απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published