Ο τσιγκούνης.
- Μα τι ψωριάρης είναι αυτός ο Κώστας; Ακόμα και για εναν καφέ να βγει με τη κοπέλα του, ζητάει να πληρώνουν μισό - μισό. Απορώ πώς είναι μαζί του ακόμα...
Ο τσιγκούνης.
- Μα τι ψωριάρης είναι αυτός ο Κώστας; Ακόμα και για εναν καφέ να βγει με τη κοπέλα του, ζητάει να πληρώνουν μισό - μισό. Απορώ πώς είναι μαζί του ακόμα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.
- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!
βλ. και φραγκοκίλερ
Got a better definition? Add it!
Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.
- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!
βλ. και τσιαφούτης
Got a better definition? Add it!
Άτομο φειδωλό, που αρνείται να ξοδέψει χρήματα για να αποκτήσει κάτι, ακόμα κι αν αυτό είναι πολύ φτηνό. Δαπανά χρήματα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ποτέ δε χάνει την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι όταν του προσφέρεται δωρεάν.
-Ρε Μιχάλη, γιατί να πάρεις αυτό το κοστούμι με 900 ευρώ, όταν έχουν αύτά τα 2 προσφορά και δίνουν και 1 δώρο μόνο με 30 ευρώ!
-Και τι είμαι εγώ ρε, τσικιρικιτζής σαν εσένα;;;
Got a better definition? Add it!
Λέγεται (και) έτσι ο Εβραίος / Οβραίος / Ισραηλίτης / πεζοπόρος της Ερυθράς θάλασσας, κ.τ.ο.
Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να χαρακτηρίσει κάποιον τσιγγούνη ή σπαγκοραμμένο.
Με απάλειψη του καταχρηστικού διφθόγγου -ια- απαντάται και ως τσαφούτης, με το «τσα» παχύ όπως στο αγγλ. channel (=κανάλι).
Συνώνυμο: (ε)ξηνταβελόνης
Ασσίστ: Χότζας, στο μνημειώδες σχόλιο του με τις χήνες του Καπιτωλίου για το λήμμα κάνω την πάπια.
- Σου αφήνει ο μπάρμπα-Μπρίλιος τουλάστιχον κάνα μπουρμπουάρ όταν του παραδίνεις το ντιλίβερι;
- Μπα, ο τσιαφούτης, αυτός δεν δίνει ούτε τ' Αγίου του νερό.
βλ. και τσιφούτης
Got a better definition? Add it!
Δέον να συσχετισθεί με δύο άλλα λήμματα του σλανγκρ.
Ο πρωκτικάντζας. Είναι αυτός που έχει φάει καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης και αντλεί ηδονjή από το να είναι τσιγκούνης, σπασαρχίδης, δυσκοίλιος, να κάνει παίγνjια εξουσίας, να φέρεται ως ο κακός πούστης που είναι. Συχνά είναι οπαδός του πολιτικά ορθού (παν Νιντέντο) και σε φλομώνει στην κορεκτίλα. Κατά τον ατσεγκέ λέγεται και σφιχτοκουράδας, βλ. σφιχτοκωλικό.
Το αντίθετο του ανοιχτοκώλης. Εξηγούμαι αμέσως. Και τα δύο, και το ανοιχτοκώλης και το σφιχτοκώλης χρησιμοποιούνται ως ύβρεις. Αλλά όταν βρίζουμε κάποιον ως ανοιχτοκώλη εννοούμε ότι έχει πάρει όλο τον ντουνιά, οπότε θα τον γαμήσουμε για να τον γαμήσουμε, αλλά χωρίς αυτό να παρουσιάζει κάποια πρόκληση, ο κώλος του θα μας δεχτεί πολύ χαλαρά, εξάλλου ο ανοιχτοκώλης είναι κατά βάση ένας καλός πούστης, που σπάνια έχουμε κάτι να χωρίσουμε μαζί του. Όταν βρίζουμε κάποιον ως σφιχτοκώλη εννοούμε ότι για τους λόγους που ανέφερα στο 1, θα τον γαμήσουμε ευχαρίστως χάριν εκδικήσεως και νουθεσίας, όμως με ένα αίσθημα χαρμολύπης γιατί φοβόμαστε μήπως στραβοψωλιάσουμε. Βέβαια ο σφιχτός κώλος προσφέρει ηδονjικότερο γαμήσι και αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση, ωστόσο δεδομένου ότι γενικά ο τοιούτος είναι ξινόπουστας, εντέλει μάλλον θα μας την σπάσει την πούτσα ακόμη κι όταν θα τον γαμήσουμε. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τρόπος να τη βγάλεις καθαρή μαζί του. Η βρισιά συνήθως σε εκφράσεις: Θα τον γαμήσω αυτόνα... Αλλά είναι και σφιχτοκώλης ο πούστης / ο άτιμος .
β. Από τη μία στέκεται ο σφιχτοκώλης υπουργός με τις καβάτζες δήθεν κοινωνικά φιλελεύθερης πολιτικής της Ε.Ε. Όταν τα πράγματα στενεύουν χαλαρώνει με ντεμέκ μεγαλοσύνη το χαλινάρι της αποφατικής πολιτικής. Το μαντείο χαρίζεται ακόμα και στους πούστηδες. Λάου Λάου. Από την άλλη νεκρικές εικόνες από λεσβίες και πούστηδες ακτιβιστές που μειδιούν στο εκράν απέναντι σε γραφικούς του ancien regime, εγκαθιδρύοντας τη νέα γραφικότητα. Σαν κάτοικοι του South Park, μένουν ο περίγελως εν μέσω της εκζήτησης για μια πολιτική ορθότητα του ανορθόδοξου. (Δες).
γ. Η τσούλα παράγει κοινωνικό έργο. Ο σφιχτοκώλης άντρας (και η πολιτικώς ορθή γκόμενα) όχι. Συνεπώς, στην κλίμακα των αξιών ΔΕΝ είναι πάτος! Προσωπικά, ουδέποτε ξεχώρισα τις τσούλες από τις άλλες γυναίκες: τις αγαπώ εξίσου. Και πάντοτε είχα σε εκτίμηση τις αθλήτριες του έρωτα! (Δες).
δ. Ο Λίνεκερ απλά συμπαθής, αλλά σφιχτοκώλης φλεγματικός Άγγλος πως να το κάνουμε…Ο Ντιέγκο είναι αλήτης. Αλλά είναι αλήτης γιατί έτσι απλά είναι… Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο. (Δες).
ε. Ο Σωκράτης φέτος (ειδικά) είναι σφιχτοκώλης με τις μεταγραφές. (Δες).
β. Καλά άσε με να κοιμηθώ, γιατί το πρωί πρέπει να ξυπνήσω να γαμήσω τον Στηβ. Κι είναι και σφιχτοκώλης ο γαμιόλης. (Δες μήδι).
Got a better definition? Add it!
Σύμφωνα με τη Live-pedia: στενόκωλος -στενόκωλη -στενόκωλο (επίθετο) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :στενο - κωλ (κώλος) -ος] αυτός που έχει στενό κώλο, ο στενοκώλης αντίθετα: φαρδύκωλος, φαρδοκώλης.
Ας μας επιτραπεί να anal-ύσουμε λίγο παραπάνω. Ο στενόκωλος, -η, -ο λέγεται περισσότερο ως μεταφορική περιγραφή χαρακτήρα ανθρώπου ή δυσκολίας κατάστασης ή στενότητας χώρου και δευτερευόντως με τη συγκεκριμένη εμφανισιακή και ανατομική σεξουαλική σημασία αυτού/-ής που δεν έχει φαρδύ κώλο.
Χαρακτηριστική είναι κυρίως η διάκριση μεταξύ στενόκωλης και στενοκώλας: Το στενόκωλη έχει περισσότερο τη σημασία της στριμόκωλης, περιγράφει περισσότερο κατάσταση και χαρακτήρα μεταφορικά, ενώ το στενοκώλα έχει πολύ πιο συγκεκριμένη ανατομική σεξουαλική σημασία.
Παρά αυτή την, κατά τη γνώμη μας, μικρή διαφορά έμφασης, τα στενόκωλος-η-ο παρουσιάζουν όλο το φάσμα των παρακάτω σημασιών:
Στενός χώρος, όπου δυσκολεύεσαι να καθήσεις τον κώλο σου (πιο αθώα ερμηνεία), ή που σου προκαλεί μια ασφυξία ανάλογη με πέοντα που προσπαθεί να διεισδύσει σε στενό πρωκτό (πιο πονηρή ερμηνεία).
Χαρακτήρας σφιχτοκώλης, anal-retentive που λένε και στο χωριό μου, που έχει φάει καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο και είναι τσιγκούνης, σφιχτοχέρης, σπασαρχίδης, εξουσιομανής, ψυχαναγκαστικός με τον έλεγχο και γενικά δεν αφήνεται στη jouissance της στιγμής.
Κατάσταση δύσκολη, στριμόκωλη που ελπίζουμε ότι θα περάσει εβέντσουαλjυ όπως ακριβώς ο πέοντας δυσκολεύεται προς στιγμή να διεισδύσει σε μία στενή κωλοτρυπίδα αλλά διατηρεί την ελπήδα ότι τελικά θα τα καταφέρει.
Και με την πιο κυριολεκτική σημασία ο στενόκωλος-η, πράγμα που φαίνεται κυρίως στο σεξ, που μπορεί να έχει και καυλή έννοια. Παρεμπιπτόντως, πολύ ενδιαφέρουσα η έκφραση «από τότε που ήταν στενόκωλος/-η ο/η τάδε» (παρτόλα/ς) ως συνώνυμο του τότε που ήταν η Ακρόπολη οικόπεδο και ο «βασιλικός» (εθνικός) κήπος γλάστρα κιέτσ'.
Επίσης, εμφανισιακά αυτός που έχει πεσμένο κώλο, που δεν είναι τουρλοκώλης-α ή μπουζουκόκωλος-η.
Ο χωρος γουστοζικος με το μπαρ μες τη μεση αλλα σιγουρα στενοκωλος.. (Από κριτική στριπτιτζάδικου)
να κανουμε μια στηλη με στιγμες που πηγαν να γινουν one night stand αλλα δεν εγιναν ειπαμε στενοκωλος!
αμα κανουμε τετοια στηλη εγω δε θα γινω ποτε forum master δε θα χω να γραψω τιποτα! αφου ο μονος λογος για να μην εκπληρωθει one night ειναι να μην θελω εγω
βεβαια στενοκολος ειμαι εγω στις σχεσεις αλλα τεσπα (Από φόρουμ).
Αυτοι οι εγγλεζοι ρε παιδι μου αγαπη που μας εχουν.Καλα οι γερμανοι εχουν λογους να μη μας γουσταρουν αφου παντα ειμαστε εχθροι τους σ ολους τους πολεμους. Αλλα οι φλεγματικοι οι στενοκωλοι,οι ασπρουλιάρηδες, απο που και γιατι τετοια αντιπαθεια. Μαζι τους χρονια πολεμουσαμε,χρονια πολλα συμμαχοι,και ακουμε συνεχεια απ αυτους υβρεις και σχολια ειρωνικα. Οι ξεπεσμενοι αριστοκρατες,τεως αποικιοκρατες,ρατσιστομουτρα τι τους καναμε; (Εδώ).
tha to edina free alla eimai se idiaitera stenokoli katastasi (Εδώ)
For all fantariaaa pou ypiretoun kai einai se kapia stenokoli skopia kai perimenoun na perasei to gamimeno to 2oro skopia pantazis laiko elliniko yunanıstan. (Από βιντεάκι)
Αλλη ω θεοί! σαν μαϊμού είν ασχημομούρα, στενόκωλη, άβυζη, κοντόλαιμη, καμπούρα! Κακιά, μικρόψυχη, όσο ζει, δεν λέει να πάψει Τρόπους να βρίσκει, ποιόν και πως μπορεί να βλάψει. (εδώ)
Το΄τα ούλλα που γράφετε ενν χιλιοειπωμένα. Ενν που τον τζιαιρόν που ηταν στενόκωλη η ΠΑΟΛΑ. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Σπαγκοραμένος σλανγκιστής, που τσιγκουνεύεται στη βαθμολογία που δίνει σε άλλους χρήστες.
Τα καβούρια στους βαθμούς οφείλονται είτε σε γνήσια αυστηρότητα, είτε σε δολοπλόκες ενέργειες με στόχο τη μείωση των Μέσων Όρων στοχευμένων σλανγκιστών.
- Είδες πώς έθαψαν τον ορισμό του Σλάνγκμαν;
- Άσε, είναι πολλοί οι σλανγκοραμένοι εδώ μέσα.
Got a better definition? Add it!
Ο παθολογικά τσιγκούνης. Λέγεται πως οι Σκώτοι είναι καρμίρηδες του θανατά.
- Πέντε πίτσες αμόλησα στου Παπαδόπουλου, και δεν άφησε πουρμπούρι ούτε το εικοσάλεπτο!
- Γελάσαμε πάλι! Ρε, τον έχουμε πελάτη από τότε που ανοίξαμε κι ούτε μια φορά δεν έχει αφήσει δεκάρα τσακιστή. Μιλάς για μεγάλο Σκωτσέζο!
Got a better definition? Add it!
Εντάσσεται στην ευρύτερη συνομοταξία των τσιγκουνοειδών, αλλά έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες που τον διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα είδη της συνομοταξίας.
Συνδυάζει μεταξύ άλλων τα σπάνια χαρίσματα της τσιγκουνιάς, καρμιριάς, ξινίλας και μούχλας. σε μια δοσολογία αξιοθαύμαστη για τη μη τύρηση του μέτρου.
Η απόλυτη κατάρρευση της ρήσης «τα πάντα εν σοφία εποίησες». Ετυμολογικά παραπέμπει σε μυτζήθρα και όλα τα μυτζηθροπαράγωγα.
Ο μιντζίρης απαντάται ελεύθερος στη φύση ή ως στέλεχος τραπεζικών, μεσιτικών, ασφαλιστικών οργανισμών, τομείς στους οποίους το προσόν της μιντζιριάς είναι περιζήτητο.
Στον ιδιωτικό τομέα, αν κάποιος αντιληφθεί ότι το αφεντικό του είναι μιντζίρης, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ψάξει άλλη δουλειά και να φύγει άρον άρον. Να μην κοιτάξει ποτέ πίσω του και να μην μπει στο τριπάκι αποζημίωσης από τον μιντζίρη. Είναι πιθανότερο να βγουν του σπανού τα γένια παρά κάποιος να ξεγελάσει στα λεφτά έναν μιντζίρη.
Η σύνταξη του γερο-μιντζίρη αρκεί για ζήσει μιντζιροπρεπώς για 3-4 μήνες. Τα υπόλοιπα τα αποταμιεύει για τα δύσκολα γεράματα, ώστε να έχει ένα διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους επίδοξους μιντζιροκόμους.
Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να είναι ο πρώτος που θα συναντήσεις το πρωί. Χειρότερος και από μαύρη γάτα.
Το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να τον κληρονομήσεις. Θα βρεις σπίτια, χρήματα σε λογαριασμούς και πουγκιά με κοκοράκια στο λιγδιασμένο σεντούκι. Επειδή όμως η συναναστροφή με μιντζίρη κρύβει πολλές εκπλήξεις, είναι σοβαρό το ενδεχόμενο να φας τον γέρο μιντζίρη στη μάπα και να τον κληρονομήσει κάποιος άλλος ή τελικά να σε κληρονομήσει αυτός.
ΠΡΟΣΟΧΗ, Ο μιντζίρης «δαγκώνει».
<ντριιιιν>
<ντριιιιν><ντριιιιν>
- Ποιος διάολο να είναι πρωί-πρωί Κυριακάτικα.
- Ρε συγκάτοικε, σήμερα δεν είναι 1η του μηνός;
- Ε!
- Ο σπιτονοικοκύρης θα είναι.
- Τον πούστη, τον μιντζίρη, γαμώ τα λεφτά του και τα σπίτια του. Μην του ανοίξεις του πούστη.
<ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν>
Συνεχίζεται...
Got a better definition? Add it!