Further tags

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Βαράω τατουάζ/ ενέσεις. Κυριολεκτικά, αλλά δες και το παράδειγμα 2 (!!!).
Β. Κάτι με χαλάει, με αρρωσταίνει, με βλάπτει.
Γ. Διεκδικώ κάτι.
Δ. Προσάπτω/ φορτώνω σε κάποιον κάτι.


Οι ορισμοί αυτοί προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες του λήμματος χτυπάω:

  • Αγοράζω κάτι, τρώω κάτι (ανεξάρτητα αν το αγόρασα ή όχι) (acg)
  • κλωτσάω, δεν ταιριάζω, δεν κολλάω, βγάζω μάτι, κάνω μπαμ, κάνω κακή εντύπωση ή δίνω την υποψία για κάτι αρνητικό. (ironick)
  • μπαίνω σε διαδικτυακό σάη αυξάνοντας την επισκεψιμότητά του. (Khan)

αλλά και στα λήμματα χτυπάω κόκκινα, μπιέλα, στρόφαλο, πιράκια, ταβάνι, χτυπάω γκόμενα και το μουνί μου στον τοίχο,


Η Samantha μίλησε για τον θυμό της στην Metro: «Για να φύγει αυτό από πάνω του θα πρέπει να ξοδέψουμε £1,000. Επίσης τι θα πει η κόρη μας μόλις τον δει σε μια πισίνα κάνοντας μπάνιο» Άτιμος ο έρωτας με χτύπησε με δόλο
Α.

  1. Με βλέπω να χτυπάω τατουάζ μανίκι τόσο που μαγειρεύω. ΕΔΩ
  2. Με την γλώσσα μου χτυπάω τατουάζ στην κλειτορίδα ... ΕΔΩ.
  3. η οδοντιατρος μου χτυπησε μια ενεση που αν αυτη τη στιγμη μου δωσει μπουνια o mike tyson δεν θα νιωσω απολυτως τιποτα!

Β.

  1. -Με χτύπησε το ποτό
    - Γιατί, τι του έκανες; ΕΔΩ
  2. Ο έρωτας με χτύπησε με γιόλο και πήγα και αγάπησα τον στρογγυλό σου κώλο.
  3. Πείτε μου τουλάχιστον ότι σας χτύπησε ο ήλιος ή έχετε καιρό να κάνετε σεξ να το καταλάβω ρε
  4. Η κρίση χτύπησε τα μπουζούκια: Εκλεισαν τα 19 από τα 22 στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης http://dlvr.it/C4604v #Χαλαρα
  5. Ο καρκίνος χτύπησε διάσημο πρωταγωνιστή του "Χάρι Πότερ" http://dlvr.it/BDxHn8
  6. Μία εξαιρετικά δυσάρεστη σύμπτωση «χτύπησε» την οικογένεια

Γ.

  1. Χτύπησα πρωτιά η λαθος ειδα? Αντε καλη χρονια με υγεια να εχουμε <3
  2. - Στο σεξ χτυπάς;
    - Χτυπάω αλλά δε μου ανοίγουν. ΕΔΩ
  3. πωπω κελεπούρι από το πουθενά χτύπησα! Θενξ ντιαρ!! ΕΔΩ

Γ.& Δ.

  1. Ο Βαγγέλας θέλει να χτυπήσει την Κρήτη, μόνο που τον πρόλαβε ο εισαγγελέας κ του χτύπησε τον Μαρκογιαννάκη. Ξεφτίλα πριν σωθεί με "ασυλιες". ΕΔΩ

Δ.

  1. -Και επιτέλους κάτι πρέπει να γίνει με τα McDonalds στα βόρεια προάστια. Εγώ πού θα τρώω τις νύχτες μοναξιάς δηλαδή;
    -Εσύ να μην έφευγες από τα νότια
    - Πόσα χρόνια θα μου το χτυπάς ΕΔΩ
  2. Ερμή, για πόσο ακόμη θα μου το χτυπάς για τον κρητικό γάμο;;; :P (πχόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.

  1. - Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;

  2. - Απαγορεύεται το καπίνισμα!

  3. - Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική κατάληξη, η οποία κολλάει παντού και δηλώνει συνήθως γενική και άκριτη πράξη.

Grill (γκριλ) => γκριλιάζω
Tupper (τάπερ) => ταπεριάζω
Χλωρίνη => χλωρινιάζω
Ψυγείο (βάζω κάτι στο) => ψυγειάζω

Ενίοτε στέκει και η κατάληξη -ώνω, πχ ψυγειώνω.

Πιο συχνά απαντάται το χλωρινιάζω (το βρίσκει κανείς και στο νέτι). Έχω ακούσει όμως και τα άλλα, πράγμα που σημαίνει ότι θα καθιερωθούν κάποια στιγμή, κι αυτά κι άλλα.

Οχι μην ανησυχεις! Βεβαια οκ,μην πινει νερο με χλωρινη. Αν και ο μαυρογατος ο εξω οταν χλωρινιαζω την βεραντα παει και γλυφει τα νερα.Τπτ δεν εχει παθει. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον ψιλο-καινουργιοφανές ρήμα που σημαίνει αίρω μια τιμωρία, τις συνέπειες που έχει, δηλαδή, μια ποινή μετά την επιβολή της, π.χ. τον αποκλεισμό από κάτι. Η λέξη βρίσκει νόημα κυρίως εκεί που γίνεται λόγος για τιμωρία που λήγει πριν την κανονική ή αναμενόμενη έκτιση αυτής, ή της οποίας οι συνέπειες απαλύνονται, ή όταν ενδιαφέρει να βρεθεί τρόπος να γίνουν αυτά. Ξετιμωρία, θα λέγαμε, είναι μια τιμωρία που ψευτο-εκτίεται.

Επιβεβαιωμένες χρήσεις

α) σε αθλητικά συμφραζόμενα, που ακούγεται κατά κόρον (πολλά γουγλοπαραδείγματα) όταν ένας παίκτης παίρνει επίτηδες κάρτα για να συμπληρώσει τον αριθμό που προβλέπεται και να τιμωρηθεί με αποκλεισμό στον επόμενο αγώνα και να μην διακινδυνέψει να λείψει από επερχόμενο, πιο κρίσιμο αγώνα.

Εκτός των τριών πόντων που πήρε η ΑΕΛ στην αναμέτρηση με την Αναγέννηση Γιαννιτσών είχε και την ευκαιρία να «ξετιμωρήσει» τρεις παίκτες της. Ντίνο Σέρεμετ, Αποστόλης Σκόνδρας και Δημήτρης Χασομέρης εξέτισαν την αγωνιστική της ποινής του ελέω τεσσάρων κίτρινων καρτών και τίθενται στη διάθεση του Τίμου καβακά για την εκτός έδρας αναμέτρηση με τον Ολυμπιακό Βόλου.
Πηγή

Ο Θόδωρος Ζαγοράκης είχε αποσπάσει την περασμένη Πέμπτη την προφορική δέσμευση του Σοφοκλή Πιλάβιου [...] να εκδικάσει την υπόθεση των γεγονότων του αγώνα Κυπέλλου ΠΑΟΚ- ΑΕΚ. Του έδωσε αυτή την υπόσχεση ο ψηλός γιατί φάνηκε ότι κατάλαβε πως είναι υποχρεωμένη η επιτροπή της ΕΠΟ να εκδικάσει την υπόθεση εγκαίρως [...] Πόσω μάλλον από τη στιγμή που έφτασε πρόσφατα στο σημείο να “σπάσει” την αργία του Σαββάτου, μόνο και μόνο για να ξετιμωρήσει τον Μιραλάς και να του επιτρέψει να παίξει με τον Ολυμπιακό στο Χαριλάου [...]
Πηγή

β) από ταρίφες οι οποίοι, αν κατάλαβα καλά λαθρακούγοντάς τους, έχουν βρει το διάολό τους με ψιλο-αυτόματα συστήματα διεκδίκησης κούρσας κλπ και προφ κάνουν πράγματα που δεν πρέπει (τι είδους δεν ξέρω), το σύστημα τους τιμωρεί, μετά τους ξετιμωρεί ή "ξεχνά" να τους ξετιμωρήσει και τα παίρνουν στο κρανίο κλπ κλπ

- Και παίρνω τηλέφωνο και λέω γιατί δε με ξετιμώρησε...
- Κανονικά έπρεπε μόνο του να σε ξετιμωρήσει...
- Ναι, δεν ξέρω γιατί δε με ξετιμωρεί...[*]

(συγγνώμη για το παραπάνω φανταστικό παράδειγμα, μου έκανε απλά εντύπωση η λέξη αλλά δεν κατάλαβα περισσότερα).

Αλλά φαντάζομαι η λέξη έρχεται ψιλοαυθόρμητα και σε άλλα πλαίσια και χώρους που το %$@#@#$ νεοφιλελέρικο smart σύστημα μας κάνει να κυνηγάμε την ουρά μας με συστήματα επιβράβευσης, τιμωρίας κλπ αναξιοπρεπή ακόμα και για χιμπατζήδες (ουπς, ξέφυγα, συγνώμη, ναι, η ατιμωρησία είναι κακό πράμα).

Χρησιμοποιείται κι αλλού; Παρακαλώ συμβάλετε αν γνωρίζετε.

[*] Όπως βλέπουτε, η αδικιολόγητη μη άρση μιας τιμωρίας οδηγεί σε μαθημένη αβοηθησία, μαύρη απελπισία να το πούμε πιο απλά. Αλλά ας αφήσουμε τα συμπεριφοριστικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει χέζω. Από την πούλη (=πρωκτός < bul =πίσω, πισινός στη ρομανί) και το πύργος. Εννοείται δηλαδή ότι με τον κώλο μου στρώνω έναν πύργο από σκατά. Μάλλον διατηρεί και τις μεταφορικές σημασίες του χέζω.

ΠΡΟΣ κον [...] κοινώς Πισωκέντη ή πισωγλέντη ή θηλυδρία, στα περί Ομοσπ., απ' ό,τι γνωρίζω, ο κουβάτσος άμα ακούει περί ομοσπ. βγάζει σπυράκια και αλλεργικά εξανθήματα. Μίλησε μαζί του και θα το διαπιστώσεις και εσύ ο ίδιος, αν τολμάς φυσικά, ευρίσκεται συνήθως σε γνωστό στέκι. Αλλά σε προειδοποιώ για το καλό σου να είσαι καλά προετοιμασμένος, γιατί έχει αγκάθια. Με λίγα λόγια, πουλοπυργώνει σουάντες, για τους πουλοβιδωμένους στην υπόγα της σέκτας Ομοσπονδίτσας, που άλλη δουλειά δεν έχουν και πλεγιάρουν– νταπ, ξεβράκωτοι (τους πήρε μάτι κάποια πονηροντόγκα απ έξω). Σεμνά και ταπεινά, διεμβολέας. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον μετά από διεργασίες που περιλαμβάνουν υποχωρήσεις και άλλα μυστήρια. Συχνά έχει προηγηθεί κρίση, καβγάς ή ρήξη, οπότε, χάσαμε αυτά που μας ένωναν και τώρα τα βρίσκουμε πάλι.

Αντώνυμο: τα σπάω

  1. - Γιατι ειναι σπασμένα τα πιάτα?
    - Μαλωσαμε
    - Και ο καναπές?
    - Τα βρήκαμε (εδώ)

  2. 30χρονη σε φίλη της: Τώρα ζω τον τέλειο γάμο φιλενάδα, από τότε που τα βρήκα με τον Γιώργο (γκόμενος), δεν με νοιάζουν οι μαλακίες του αντρα μου (εδώ)

  3. -τι ζώδιο εισαι?
    - δίδυμοι
    - και τα βρίσκεις με τον εαυτό σου?
    - με ποιον απ τους δυο? (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτερος όρος του Τουίτερ -ρήμα αυτή τη φορά- από το αγγλικό mention (= αναφέρω κάποιον). Σημαίνει κάνω αναφορά (μένσιο) σε κάποιον ή σε κάτι.
Όταν ο τουιτεράκιας, ο τουιτεράς, τουιτάρει και δεν μενσιώνει, πάει στο αμένσιοτο (Khan).

Απ' το ... τουίτερ

  1. Σπύρο τόσο καιρό σε μενσιώνω και δε τσιμπάς να σπάσουμε λίγο πλάκα, δλδ μόνο μέσω τούρκογλου έρχεσαι;
  2. Ο άλλος μενσιωνει τον εαυτό του και κάνει ερώτηση. Ξεκολλάτε ανάψτε κλιματιστικό και πέστε για ύπνο να χαλαρώσετε θα γίνετε τζημεροι

  3. Αυτο που βρίζετε εδω μεσα χωρις να μενσιωνετε, δεν σας κανει έξυπνους, αρχιδια σας κανει.

  4. μου προκαλείτε το ενδιαφερον που μου προκαλεί μια κατσαρίδα. Μη βαυκαλίζεστε, δεν θα σας μενσιωνα ποτε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στήνω φυσικά σημαίνει τοποθετώ κάτι σε όρθια θέση. Εκ του αρχ. ἵστημι.

Ο απόλυτα δόκιμος αυτός όρος επιδέχεται πληθώρα από ψιλο- και χονδρο- σλανγκίζουσες εφαρμογές, όπως:

  • Στήνω μια μπίζνα: Ιδρύω μια επιχείρηση ή προβαίνω σε κάποια οικονομική συναλλαγή, «Υπουργοί στήνουν μπίζνες με εφοπλιστές» (από εδώ)%
  • Στήνω έναν υπολογιστή: Τον σετάρω εκ του μηδενός, εμπλουτίζοντάς τον με προγράμματα και e-καλούδια, «Σκέφτομαι να στήσω ένα Gigabit δίκτυο ανάμεσα σε 3 H/Y για να αυξήσω τις ταχύτητες ανταλλαγής αρχείων μεταξύ τους» (από εδώ)%
  • Στήνω ένα παιχνίδι: Προκαθορίζω την έκβαση ενός παιγνιδιού (με την ευρύτερη έννοια), «Στημένο το παιχνίδι με τον Πανσεραϊκό; Εμείς δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, αλλά κάποια ...«πρόσωπα» από τον χώρο του Ολυμπιακού - made in Kokkalis - φαίνεται πως τα κονόμησαν για τα καλά.» (από εδώ)%
  • Στήνω γλέντι ή χωρό: Συμμετέχω σε ε-ρε-γλέντια, «την ώρα που οι νεοδημοκράτες έδιναν τη «μάχη» των ευρωεκλογών, ο κ. Σουφλιάς έστηνε γλέντι με τους μεγαλοεργολάβους στα διόδια» (από εδώ)%
  • Στήνω καυγά: Προξενώ διαξιφισμούς εκ του πο(ρ)νηρού, «ΣΚΟΠΙΑ - Στήνει καβγά και με τις Βρυξέλλες ο Γκρούεφσκι» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον: Καθυστερώ χαρακτηριστικά ή δεν εμφανίζομαι, «...με έστησε μισή ώρα πήγα σπίτι του και τον έπιασα με την κολλητή μου» (από εδώ)%
  • Την στήνω σε κάποιον: Τον παγιδεύω τον μπούστη, «Πολύ επιθετικός στην ομιλία του στη Βουλή πριν από λίγο για τις Προγραμματικές δηλώσεις, αλλά του την έστησαν χωρίς να το καταλάβει» (από εδώ)%
  • Στήνω κώλο: Κυριολεκτικά, διευκολύνω κάποιον να με διαρρήξει, τείνοντας τον ποπόν μου. Μεταφορικά, το ίδιο, «Στα Ίμια στήσαμε κώλο και είπαμε και ευχαριστώ» (από εδώ)%
  • Στήνω αυτί: Κάνω ακουστήρι, «Στήνουν αυτί στα τηλεφωνήματα: Η Δ/νση των Φυλακών παρακολουθεί συνδιαλέξεις επικαλούμενη αόριστους λόγους» (απ'ο εδώ)%
  • Είμαι στημένος: Είμαι δήθεν και ουχί αυθόρμητος, ««Παλιά, στα μπαρ πήγαινες, έβλεπες ένα κορίτσι, το κερνούσες ένα ποτό ή σε κερνούσε, μιλούσες, γνώριζες και την παρέα του, χόρευες πάνω στο μπαρ και στο τέλος ξημερωνόσουν τύφλα σε κάποια αγκαλιά. Τώρα, βλέπεις μόνο πλάτες. Στημένες γκόμενες, ωραίες αλλά άκαυλες, νομίζεις ότι έχουν καταπιεί ολόκληρο το μανάβικο, όχι ένα αγγούρι μόνο», παραπονιέται η Μελίνα, 38» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον στο τοίχο: Εκτελώ κάποιον και όχι μόνον, «πέρα του εκτελώ, βάζω κάποιον σε δύσκολη θέση, βάζω κάποιον μπροστά στις ευθύνες του, περιγραφή κατάστασης κάπως στριμόκωλης, βάζω γάμησετα deadlines σε μιά δουλειά, αλλά και βγάζω κάποιον στην σέντρα» (BuBis)%
  • Στήνω τσαντίρι: Εγκαθίσταμαι κάπου χωρίς άδεια και με τον τσαμπουκά, «Στην μορφή «θα στήσω τσαντήρι» έχει και την έννοια ότι θα διαμαρτυρηθώ έξω από κάποιο χώρο (κατάστημα, υπηρεσία, Βουλή, υπουργείο, κλπ) με σκηνές, ντουντούκες, φασαρία γενικά (κι ας στείλουν τα ΜΑΤ, οι κιερατάδες...)» (BuBis)%
  • κ.α.

Λώλαμα - Και να σ\' έχουν στήσει όλοι, ακόμη κι\' η καταιγίδα... (ε άμα δέ σε θέλει...) (από vikar, 21/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified