Further tags

θυμιάζω / θυμιατίζω: Καπνίζω. Φουμάρω. Τσιγαρίζω.

Ως ευφημισμός για το κάπνισμα, το θυμιάτισμα χρησιμοποιείται συνήθως από το παπαδοσυνάφι, την παρασιτική εκείνη κλίκα που έχει προ πολλού πάρει εργολαβία και το ορίτζιναλ θυμιάτισμα. Εννοείται πως θα το ακούσει κανείς μόνο σε κλειστούς κύκλους, μακριά απ' τα μάτια και τ' αυτιά του χριστεπώνυμου πλήθους...

Όποιος έχει συναναστραφεί κατ' ιδίαν κληρικούς, και δη υψηλόβαθμους (δεσποτάδες και τα ρέστα) θα γνωρίζει καλά πως οι άνθρωπες αυτοί δε διαφέρουν ουσιωδώς σε τίποτα από μας τους λαϊκούς: έχουν τα ίδια γούστα, τα ίδια χούγια, τις ίδιες παραξενιές, τις ίδιες ανωμαλίες. Η μόνη τους διαφορά είναι που μας έχουν κατσικωθεί στο σβέρκο, ζώντας απ' το περίσσευμα που παράγουμε όλοι εμείς οι μαλάκες. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, που θα 'λεγε κι ο Φρειδερίκος. Δημόσιοι υπάλληλοι, αμ πως;

Το γούστο είναι πως και οι ίδιοι, έχοντας πλήρη συναίσθηση της αχρηστίλας και του παρασιτισμού τους, κάνουν τη σχετική πλακίτσα και αυτοσαρκάζονται. Οι μάσκες πέφτουν και τα προσχήματα καταρρέουν όταν βρίσκεσαι με καλή παρεούλα... Αποδομούν και τα σχετικά με το «λειτούργημά» τους, εξ ου και θυμιάζω = φουμάρω. Αρέσκονται ακόμη σε κατινίστικα κακεντρεχή σχόλια προς κάθε κατεύθυνση, αναπολούν με νοσταλγία τα βυζιά της κουμπάρας στον τελευταίο γάμο, σιχτιρίζουν τα μπαστάρδια που δε βγάζουν το σκασμό την ώρα της βάφτισης ή της «θείας» μετάληψης, και πολλά άλλα θεάρεστα και ευσεβή.

Στην τελική όμως, για να είμεθα δίκαιοι με τα τραγιά, δε μπορούμε να μη τους βγάλουμε το καπέλο για τη συσχέτιση των θείων και του καπνού. Διότι τα καπνά είναι πράμα ευλογημένο, όπως ο σίτος, η άμπελος και το έλαιον. Διότι και των μαντείων οι χρησμοί σ' άγιο καπνό υφαίνονταν. Διότι υπάρχει ο όρκος στο τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό (δεν τον πάω τον Κότσιρα αλλά άσχετο). Διότι το κάπνισμα φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά και εξημερώνει τα ήθη (βλέπε Πίπα της Ειρήνης). Γιατί κάθε τσιγάρο είναι μια προσευχή, σαν το άναμμα ενός κεριού. Γιατί το τσιγάρο είναι ο μόνος φίλος που καίγεται για σένα. Γιατί μόνο έτσι καλμάρουν τα νεύρα μας. Γιατί κάνει ωραίο στυλ (δε μπορώ να διανοηθώ ωραία γκόμενα και να μη καπνίζει). Γιατί σ' αυτή τη ρημαδοζωή είναι ότι φάμε κι ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος τους. Γιατί δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτουλα. Γιατί δεν ψαρώνουμε από άψυχα κουφάρια όπως «ποιότητα ζωής» και «σεβασμός στο περιβάλλον». Γιατί έτσι μας αρέσει.

Τέλος, γιατί από σήμερα κάθε τσιγάρο είναι μια φωτιά αντίστασης ενάντια στα ορθόδοξα πολιτικά δόγματα, ενάντια στην τυραννία του ορθού, ενάντια στον καρκίνο του υγιεινισμού και του αποστειρωτισμού. Ένας κόλαφος για τον εξουσιαστικό μπαμπούλα, ένα πλήγμα στην πανούκλα της κανονιστικότητας και της νομοτέλειας.

- Σεβασμιώτατε, προτείνω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας στον εξώστη, όπου θα μπορούμε και να θυμιάσουμε συν τοις άλλοις.. Διότι, πιστέψτε με, έχω να σας αποκαλύψω ορισμένες πληροφορίες για τους ανταγωνιστές σας που σίγουρα θα σας ενδιαφέρουν...

- Ναι τέκνον, συνετώς ομίλησες, έχωμεν χαρμανιάσει τόσην ώραν άνευ των σεπτών ημών σιγαρέττων παπαστράτων...

(από xalikoutis, 05/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγω ήχους όπως νιιιι συνεχόμενο, ναιαιαια γεμάτο νάζι και γενικότερα όλες οι λέξεις που χρησιμοποιώ από- και κλείεται να μην έχουν ένα ερωτηματικό γεμάτο απορία ή έστω μια γλυκιά κατάληξη.

Συνήθως οι γυναίκες που νιαουρίζουν, πειράζουν ταυτόχρονα και τις άκρες των μαλλιών τους. Όταν τσιρίζουν ή διαμαρτύρονται για κάτι, το νιαούρισμα παύει να είναι όσο να πεις σέξι και καταντάει τσιρίδα σκέτη που σου σπάει τα τύμπανα. Οι κοπέλες που νιαουρίζουν δεν πρέπει να συγχέονται με τις χαζογκόμενες (είναι εντελώς διαφορετική κατηγορία). Επίσης το ότι νιαουρίζουν δεν σημαίνει ότι δεν έχουν άποψη πάνω στο θέμα, απλά το λένε πιο ναζιάρικα (βρε παιδί μου). Δεν είναι απαραίτητο πως τους αρέσουν οι γάτες, το διευκρινίζω.

Τους άντρες ή που τους φτιάχνει πολύ το συγκεκριμένο νιαούρισμα ή που τις κοροϊδεύουν ή στην τελική τις θεωρούν φάκαμπλ. Η γυναίκα που νιαουρίζει θέλει ειδικές οδηγίες χρήσης, όπως και τα γατάκια όταν νιαουρίζουν κάτι ζητάνε αλλά το θέμα είναι να βρεις τι :-)

- Έλα ρε μωρό μουυυυ, πάλι δεν θα’ ρθεις; Έλα (συνεχόμενα), με νευριάζεις (το ν παρατεταμένο, περικαλώ).

*Το παράδειγμα χρειάζεται ηχητική βοήθεια, όπως καταλάβατε.

βλ. και πεινιάω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνω κάποιον και κατόπιν εξαφανίζω το πτώμα του, χωρίς να αφήσω καθόλου ίχνη. Ένα είδος Τέλειου Εγκλήματος. Διότι - κατά κανόνα - χωρίς πτώμα, δεν υπάρχει και αξιόποινη πράξη.

Χρησιμοποιείται πολύ στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος: «συνδικάτα» και «εταιρείες» που δραστηριοποιούνται στους τομείς των ναρκωτικών, της μαστροπείας (νταβατζιλίκι εν στενή εννοία), των εκβιασμών και της προστασίας νυχτερινών μαγαζιών (νταβατζιλίκι εν ευρεία εννοία), του λαθρεμπορίου όπλων ή τσιγάρων. Τους ξέρουμε ως «μαφιόζους», «νονούς», «μπράβους», «βαρώνους» (της κόκας, της νύχτας, ό,τι μπορεί ο καθένας).

Η σλανγκικότης του πράγματος έγκειται βασικά στο ότι το εν λόγω ρήμα, υπό κανονικές συνθήκες, δεν συντάσσεται με έμψυχο αντικείμενο, εκτός κι αν σημαίνει την απλή απόκρυψη, π.χ. εξαφάνισα τον αντάρτη στο υπόγειο για να μη τον βρουν τα σκυλιά. Το δε «εξαφανίζομαι», ως μέσο και όχι παθητικό ρήμα, δεν συνοδεύεται από ποιητικό αίτιο, δεν λέμε δλδ « ο χ εξαφανισμένος (=αγνοούμενος) εξαφανίστηκε από τον τάδε».

Ο όρος εξαφανίζω χρησιμοποιείται από τους επαγγελματίες παρανόμους ως δηλωτικός της απουσίας οποιασδήποτε συναισθηματικής φόρτισης σχετικά με την πράξη της δολοφονίας. Ο μαφιόζος - σ' ένα ιδεατό επίπεδο τουλάχιστον - δε σκοτώνει παρακινούμενος από προσωπικό πάθος, αλλά πάντα κατόπιν ψυχρού υπολογισμού, σαν να φέρνει εις πέρας μια οποιαδήποτε επιχειρηματική πράξη. It's just business. Γι' αυτό, εκφράσεις του στιλ «μακελιάζω», «κόβω φέτες» και παρόμοιες σπλατεριές, γενικά αποφεύγονται. Η εξαφάνιση, όπως επίσης το ξεμπαρκάρισμα, έχουν μια ουδέτερη χροιά. Είναι κι ένα είδος μπλακ χιούμορ, παρόμοιο με το «θα σε αυτοκτονήσω»

Ο άνθρωπος περιπίπτει σε απλό αντικείμενο, η αξία της ανθρώπινης ζωής εκμηδενίζεται. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Αδόλφος Άϊχμαν, ο ναζί χασάπης των Εβραίων, δήλωνε στη δίκη του πως «η θανάτωση δεν είναι παρά άλλη μια ιατρική πράξη». Στο 1984 του Όργουελ, το αντίστοιχο της «εξαφάνισης» είναι η εξάτμιση, μετά την οποία απαλείφεται κάθε ίχνος της μνήμης του προγραφθέντος, σαν αυτός να μην υπήρξε ποτέ. Τέλος, η ίδια απαξίωση για την ανθρώπινη αξία, εμπεριέχεται στη χρήση του όρου «εκτέλεση» από τις ακροαριστερές οργανώσεις ένοπλης βίας, π.χ. 17Ν.

Η επιτυχία της εξαφάνισης και η καταστροφή κάθε αποδεικτικού / επιβαρυντικού στοιχείου, δεν οφείλεται τόσο στις ατομικές ικανότητες και ευφυία του κάθε μαφιόζου, όσο στην αφθονία των υλικών μέσων που βρίσκονται στη διάθεση των οργανωμένων ομάδων και τα οποία μπορούν να κινητοποιήσουν. Έχουν π.χ. τη δυνατότητα να μεταφέρουν το πτώμα σε κάποια γειτονική ξένη χώρα και να το θάψουν σε κάποιο απάτητο δάσος. Ή μπορούν να ξανοιχτούν με πλεούμενο και να φουντάρουν το πτώμα μεσοπέλαγα, μαζί με δυο λιθάρια δεμένα στο λαιμό του. Ή να το μεταφέρουν σε καμιά απόμερη αποθήκη και να το ρευστοποιήσουν σε μπανιέρα με άκουα φόρτε. Και άλλα που δε φανταζόμαστε.

  1. - Πολύ μου τα 'χει ζαλίσει τώρα τελευταία ο άραβας. Έχει να πληρώσει τέσσερις μήνες. Σκέφτομαι να τον εξαφανίσουμε.
    - Μαζί σου. Πολύ σήκωσε κεφάλι ο μαλάκας.

  2. - Αυτός ο κωλόμπατσος μπλέκεται συνέχεια μες τα πόδια μας. Θα τον εξαφανίσω τον βρωμόπουστα, τον παλιοκαριόλη! - Συμφωνώ, αλλά θέλει ψυχραιμία το θέμα, όχι φωνές.

(εμπνευσμένα από τις απομαγνητοφωνήσεις Βλαστός κ' Σία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω κάτι, χρησιμοποιείται μόνο για αντικείμενα μικρής αξίας.

Έλεος... μου τσούρνεψαν εκείνο το μαύρο το στυλό...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «φύγε», «δίνε του», «σπάσε». Προέρχεται εκ του γαλλικού aller (προστακτική β' πληθ.: allez) που, με τη σειρά του, σημαίνει πηγαίνω -αν δεν έχω κάψει τη RAM μου. Έγινε ευρέως γνωστό από την Αννίτα Πάνια που το έλεγε όταν έδιωχνε τα ψώνια από το πλατό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται στο κυνήγι και σημαίνει επαναφορά του θηράματος από τον σκύλο.

Αζόρ απόρτ!!!

Τα κόκερ και τα λαμπραντόρ είναι τέλεια στο απόρτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνομιλώ με την υπόλοιπη μπάντα, μέσα από το όργανο που βαρώ.

Συνεκδοχικά, μιας και το τζάμι συνήθως πάει υπόγεια, επικοινωνία μη άμεσα αντιληπτή.

- Ρε συ, μαζί με τη Χριστίνα δεν μπήκα; Πώς στο διάτανο έγινε και έφυγε με το Ζιακό;;
- Ααασε, τζαμάρανε τα δυο τους, όρτσε και συ γαμβρέ κουφέτα (του σκάει δυο μουτζιλίκια), τσάκα δυο cousano roja μεταξοσκώληκα (με το σκουλήκι) να λαμπικάρουμε, χαρ χαρ χαρ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαδίζω με την ταχύτητα του φωτός υψωμένη στη δύναμη -100. Ο διπλανός που βαδίζει, με ακολουθούσε στο προηγούμενο και θα προηγείται στο επόμενο βήμα. Έτσι όπως πάω θα φτάσω σπίτι του χρόνου.

Βέβαια, τα πάντα είναι σχετικά όπως μας επισημοποιεί ο Αλβέρτος. Έτσι λοιπόν στην αυτοκίνηση το σούπερ ντούπερ αυτοκινητάκι μου σέρνεται μπροστά σε μια μερσέντα η οποία με τη σειρά της σέρνεται μπροστά σε μία λαμποργκίνι.

Στην κομπιουτερική, ένα μηχανάκι (υπολογιστής) σέρνεται όταν το έχουμε φορτώσει με 224 προγράμματα, εκ των οποίων χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα τα 199, έχουμε γεμίσει τον δίσκο με τις 55 πιο πρόσφατες ταινίες που κατεβάσαμε από τα torrents και κάνουμε επικοινωνία με web cam. Προσπαθούμε δε να ανοίξουμε το κοίτα έξω (outlook) για να στείλουμε e-mail. Αν ανοίξει, χέσε με.

Ας πάρουμε ένα ταξί, δε βλέπεις; Σέρνομαι (χικ)

(από Stravon, 04/09/09)

Βλ. και σέρνεται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ την πρώτη στεκιά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, με σκοπό την διάσπαση του σχηματισμού των σφαιρών και τον διασκορπισμό αυτών επί της επιφάνειας του παιγνίου με απώτερο σκοπό την βύθιση τουλάστιχον μιας εξ αυτών.

- Ποιος σπάει;
- Ο Νίκος.
- Τρελός είσαι ρε, άσε να σπάσει κάνας άλλος, αυτός δεν χάνει στεκιά άμα αρχίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στήνω φυσικά σημαίνει τοποθετώ κάτι σε όρθια θέση. Εκ του αρχ. ἵστημι.

Ο απόλυτα δόκιμος αυτός όρος επιδέχεται πληθώρα από ψιλο- και χονδρο- σλανγκίζουσες εφαρμογές, όπως:

  • Στήνω μια μπίζνα: Ιδρύω μια επιχείρηση ή προβαίνω σε κάποια οικονομική συναλλαγή, «Υπουργοί στήνουν μπίζνες με εφοπλιστές» (από εδώ)%
  • Στήνω έναν υπολογιστή: Τον σετάρω εκ του μηδενός, εμπλουτίζοντάς τον με προγράμματα και e-καλούδια, «Σκέφτομαι να στήσω ένα Gigabit δίκτυο ανάμεσα σε 3 H/Y για να αυξήσω τις ταχύτητες ανταλλαγής αρχείων μεταξύ τους» (από εδώ)%
  • Στήνω ένα παιχνίδι: Προκαθορίζω την έκβαση ενός παιγνιδιού (με την ευρύτερη έννοια), «Στημένο το παιχνίδι με τον Πανσεραϊκό; Εμείς δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, αλλά κάποια ...«πρόσωπα» από τον χώρο του Ολυμπιακού - made in Kokkalis - φαίνεται πως τα κονόμησαν για τα καλά.» (από εδώ)%
  • Στήνω γλέντι ή χωρό: Συμμετέχω σε ε-ρε-γλέντια, «την ώρα που οι νεοδημοκράτες έδιναν τη «μάχη» των ευρωεκλογών, ο κ. Σουφλιάς έστηνε γλέντι με τους μεγαλοεργολάβους στα διόδια» (από εδώ)%
  • Στήνω καυγά: Προξενώ διαξιφισμούς εκ του πο(ρ)νηρού, «ΣΚΟΠΙΑ - Στήνει καβγά και με τις Βρυξέλλες ο Γκρούεφσκι» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον: Καθυστερώ χαρακτηριστικά ή δεν εμφανίζομαι, «...με έστησε μισή ώρα πήγα σπίτι του και τον έπιασα με την κολλητή μου» (από εδώ)%
  • Την στήνω σε κάποιον: Τον παγιδεύω τον μπούστη, «Πολύ επιθετικός στην ομιλία του στη Βουλή πριν από λίγο για τις Προγραμματικές δηλώσεις, αλλά του την έστησαν χωρίς να το καταλάβει» (από εδώ)%
  • Στήνω κώλο: Κυριολεκτικά, διευκολύνω κάποιον να με διαρρήξει, τείνοντας τον ποπόν μου. Μεταφορικά, το ίδιο, «Στα Ίμια στήσαμε κώλο και είπαμε και ευχαριστώ» (από εδώ)%
  • Στήνω αυτί: Κάνω ακουστήρι, «Στήνουν αυτί στα τηλεφωνήματα: Η Δ/νση των Φυλακών παρακολουθεί συνδιαλέξεις επικαλούμενη αόριστους λόγους» (απ'ο εδώ)%
  • Είμαι στημένος: Είμαι δήθεν και ουχί αυθόρμητος, ««Παλιά, στα μπαρ πήγαινες, έβλεπες ένα κορίτσι, το κερνούσες ένα ποτό ή σε κερνούσε, μιλούσες, γνώριζες και την παρέα του, χόρευες πάνω στο μπαρ και στο τέλος ξημερωνόσουν τύφλα σε κάποια αγκαλιά. Τώρα, βλέπεις μόνο πλάτες. Στημένες γκόμενες, ωραίες αλλά άκαυλες, νομίζεις ότι έχουν καταπιεί ολόκληρο το μανάβικο, όχι ένα αγγούρι μόνο», παραπονιέται η Μελίνα, 38» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον στο τοίχο: Εκτελώ κάποιον και όχι μόνον, «πέρα του εκτελώ, βάζω κάποιον σε δύσκολη θέση, βάζω κάποιον μπροστά στις ευθύνες του, περιγραφή κατάστασης κάπως στριμόκωλης, βάζω γάμησετα deadlines σε μιά δουλειά, αλλά και βγάζω κάποιον στην σέντρα» (BuBis)%
  • Στήνω τσαντίρι: Εγκαθίσταμαι κάπου χωρίς άδεια και με τον τσαμπουκά, «Στην μορφή «θα στήσω τσαντήρι» έχει και την έννοια ότι θα διαμαρτυρηθώ έξω από κάποιο χώρο (κατάστημα, υπηρεσία, Βουλή, υπουργείο, κλπ) με σκηνές, ντουντούκες, φασαρία γενικά (κι ας στείλουν τα ΜΑΤ, οι κιερατάδες...)» (BuBis)%
  • κ.α.

Λώλαμα - Και να σ\' έχουν στήσει όλοι, ακόμη κι\' η καταιγίδα... (ε άμα δέ σε θέλει...) (από vikar, 21/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified