Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.

Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.

  1. Σκέφτομαι πως αν η Ευμορφία και η Ρωρώ αποφασίσουν κάποια στιγμή να γίνουν πλούσιες, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Η πρώτη θα μπορούσε να βρει καμιά δεκαριά μαλάκες παύλα θύματα σαν κι εμένα. Η δεύτερη εάν είχε φάρο σε ένα ακρωτήρι κι έβαζε ανακοίνωση στον Τύπο που να λέει ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία μπορείτε να 'ρθείτε να με πηδήξετε, θα έβλεπες κάθε μέρα απ' έξω να συνωστίζονται βάρκες, βαρκούλες, καίκια, κρουαζιερόπλοια στη σειρά. Θα τους έδινε και στίγμα ναυτιλιακό. Αυτή είναι γεννημένη για ψωλοφύλακας. Θέλει να καταμετρήσει τις αντρικές αντοχές. Αναλυτικώς. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 198).
  2. Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους. (Φοίβος Δεληβοριάς για Μάκη Τσίτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις -γκόμενα γυναικότυπος, που αποτελεί το θηλυκό αντίστοιχο του κάγκουρα και ως καγκούρω διαθέτει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  1. Είναι κιτσογκόμενα ναρκισσευόμενη με εξτράβαγκαν εμφανίσεις, -οι οποίες όμως δεν έχουν την καλαισθησία των χιπστερογκόμενων-, επαληθεύοντας το ρητό «θέλει η καγκουρογκόμενα να κρυφτεί και το φούξια μπουφάν δεν την αφήνει». Λεπτομερείς περιγραφές στα παραδείγματα.

  2. Είναι πρώτο νάζι στο Μπουρνάζι, πάσχουσα από οξεία μπουρναζίτιδα, και γενικά είναι γκόμενα Δουπού (Δυτικών Προαστίων), μπουρναζογκόμενα. Αντώνυμο: βουπού.

  3. Έχει αδυναμία σε κάγκουρες γκόμενους.

  4. Είναι αγοροκόριτσο, μπουτσοφέρνω, με καθοριστική λεπτομέρεια το να οδηγεί μηχανή και δη παπάκι.

  5. Έχει σεξουαλικές συμπεριφορές που δεν θεωρούνται αρμόζουσες σε γυναίκα, όπως το να είναι η ίδια πέφτουλας, εύκολη κ.τ.λ., στην λογική του γνωστού ρητού «εύκολη είναι η γυναίκα με την σεξουαλική ηθική ενός άντρα».

Δεν περιγράφω άλλο, καθώς τα παραδείγματα περιγράφουν με πολύ γλαφυρό τρόπο τον συγκεκριμένο γυναικότυπο. Δέον όμως να δώσουμε φωνή και στον αντίλογο ότι εντέλει το καγκουρογκόμενα είναι ένας φαλλοκρατικός όρος προερχόμενος από ένα αντρικό βλέμμα, ή από μια γυναίκα που έχει εσωτερικεύσει τις κυρίαρχες πατριαρχικές αξίες, για να χαρακτηρίσει οποιαδήποτε γυναίκα δεν ντύνεται σαν τσουλί για να αρέσει στους άντρες, βλ. εδώ «Με Λες Καγκουρογκόμενα επειδή εσύ φοράς jean ενώ εγώ φοράω φόρμες, εσύ φοράς γόβες ενὠ εγὠ φοράω αθλητικά nike, εσύ φοράς ακριβές μπλούζες οι οποίες βγάζουν στην φόρα το στήθος σου, ενώ εγώ φοράω κλειστά φούτερ.. Πφφ ! Να με συγχωρείς που δεν ντύνομαι σαν πουτάνα για να με προσέξουν τα αγόρια..!»

Πάσα (Δ.Π.): Νεφέλη Απαράδεκτη, βλ. και Καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.

1. Η καγκουρίνα ή αλλιώς καγκουρογκόμενα­ = πρόκειται για τον κάγκουρα σε έκδοση θηλυκού γένους αυτή την φορά. Ο ρόλος της είναι να εμψυχώνει τον κάγκουρα σε αγώνες νίντζα, να είναι πιστή του ακόλουθος και πιστή συνεπιβάτης του παπίου. Αρέσκεται στο να φοράει τζιν 3-10 νούμερα μικρότερο έτσι ώστε να σαγηνεύει τα αρσενικά, αντιανεμικό μπουφάν 1 νούμερο μικρότερο (οι λόγοι μέχρι στιγμής είναι άγνωστοι), σε περίοδο ζευγαρώματος μάλιστα και ενώ τα παραπάνω δεν πετύχουν, η μόνη λύση είναι το κολάν (ή αλλιώς κωλάν) επιτρέποντας της να βρει το ταίρι της με περισσότερη ευκολία και λιγότερη κούραση, το μαλλί πιασμένο σε ποικίλα τρισδιάστατα και αεροδυναμικά σχέδια (μελέτες δείχνουν ότι το κάνουν για να δίνουν μεγαλύτερη ώθηση στο παπί εν ώρα πτήσης), παπούτσια με διαστημική αερόσολα κυρίως της εταιρίας Ν.Ι.Κ.Ελ (Ναπαπίριο. Ινστιτούτο. Καγκούρων. Ελλάδος) προσδίδοντας τους ήθος, κύρος και ύψος. Από όσα είδη που έχουν φωτογραφηθεί οι επιστήμονες αναφέρουν μια περίεργη ένωση πάνω και κάτου χείλους θυμίζοντας πάπια, αποδεικνύοντας έτσι για άλλη μια φορά την αγάπη τους για τις μηχανες!
- mpoufan xrwmatos fouksia sunh8ws adidas, mauro kolan kai aspro a8lhtiko ..
- Θέλει η καγκουρίνα να κρυφτεί και το φουξια μπουφαν δεν την αφηνει ;P
-[...] κορδέλες στο μαλλί και στραβη τρυπα στο πανω χείλος που έκαναν μόνες τους

2. - Τι ψάχνουν σε έναν άντρα οι καγκουρογκόμενες;
- Σε πολλά είσαι καλυμμένος.. έχεις μηχανάκι, κάνεις σούζες, φοράς αρνετ, καπνίζεις.. μια χαρά.. τώρα άρχισε να ακούς Παντελίδη, Καρρά και Πάολα, άρχισε να βγαίνεις στο Μπαράζα, το Βία Μάρε και το Παραντάιζ Λοστ, σήκωσε το μαλλί σου στο πλάι μέχρι τον θεό, φόρα τα πλαστικά μπουφανάκια του πουλ εν μπερ, κανε τατουάζ του στυλ «only God can judge me» και έχεις την επιτυχία στο τσεπάκι σου.. ααα! μη ξεχάσεις να αλλάξεις το όνομά σου στο φβ.. κάτι του στυλ «μικρός μπίμπιρας» θα ήταν κομπλέ.. καλή επιτυχία! - Επισης, οι καγκουρογκομενες συνηθως 'πεφτουν' αν εχεις δουλεψει νυχτα, αν μπαινεις σε ενα μαγαζι (καγουρικο φυσικα) και ξερεις τους παντες. Αν μιλας με υφος εγω ειμαι κ κανενας αλλος και αν κερνας. Απαραιτητως θα πας να τις παρεις απο το σπιτι και θα τις γυρισεις. Και θα τους ταξεις σχεση και γαμο ενω ηδη θα εχεις αρχισει να εξαφανιζεσαι..

3. Η καγκουρογκόμενα του Ηρακλείου Το προσπερνάω λοιπόν αυτό και βλέπω ένα παιδι 17 χρόνων καβάλα σε παπί με ένα γκομενακι πίσω του. Αλλα δεν ήταν ο τύπος του Σπατα-Λουτσα-Κορωπι 10 λεπτα με το παπί! (Θα αναλυθεί σε άλλο τύπο ανθρώπου).
Τσιγάρο ανα χείρας μαζι με red bull… Με το άλλο χέρι να οδηγεί! Απο πίσω το γκομενακι με φουτεριά DC, σταρακι και μου φόρμα. Ολα καλα μέχρι εδώ …; Ωραία !!
-έλα ρε θα το οδηγήσω εγω!
(Που πήγε ο ρομαντισμος του μεσαίωνα ..; Που πορεύεται αυτη η κοινωνία …; Ρε;;; Μα ρε..;)
- καλα καλα μια βόλτα και μετα εδώ παλι!
Τσουυυυυπ! Να το, το γκομενακι! Καβαλάει το παπί και χάνεται στην Ηρακλείου … Επιστρέφει σε φάση:
-και εγω και το μωρό μια χαρα είμαστε ! Κομπλέ …!!
Έν τω μεταξύ, ο τυπας είχε τελειώσει το red bull και κοίταγε σαν χανος ότι θηλυκό πέρναγε απο μπροστα του.
Η καγκουρογκομενα του Ηρακλείου, προσπαθεί να το παίξει μάγκας, ενώ γουστάρει και αυτη το highκλασατο ντύσιμο και το κλάμπινγκ στο W, καθώς προσπαθεί να πεισθεί και να πείσει οτι ειναι οδηγαρα κάνοντας Κυψελη-Ηράκλειο 10 λεπτα… Με το παπί πάντα!
Έριξα κατι γέλια σήμερα!! Ελλαδαρα!

4. Ειναι η κλασικη καγκουρογκομενα που φοραει 5 5 τις τρεσες,με ντυσιμο αναλογο πουτανας στην Τρουμπα,βαψιμο υπερπαραγωγη(και οχι καλη) με 3 κιλα μακιγιαζ και κολονια που μυριζει σε εμβελεια 3 km επειδη κανει το μπανιο της «πουτανας»(τυχαιο;_)...Αυτο το εκτρωμα θα το δεις να κυκλοφορει σε κλαμπ φασης «Β Παθολογικη» και να κωλοχτυπιεται με τα καψουροτραγουδα γιατι νομιζει οτι το καψιμο στο κεφαλι της ειναι απ'τον γκομενο που δεν της εκατσε..αμ δε!

5. Οι κοπέλες δεν δείχνουν ενδιαφέρον... Γιατί όταν δείχνουν ενδιαφέρον ή αυτομάτως γίνονται «καγκουρογκόμενες» ή «εύκολες» οπότε τι να διαλέξουν! Άσε που τις περισσότερες φορές πέφτει τόσο κοροϊδεμα άμα μια γυναίκα ρωτήσει κάτι που το ξεχνάνε επιτόπου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ειδική περίπτωση ψωλίτας. Και πάλι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με κοπέλα που αρέσκεται να καβλώνει τους δύστυχους άντρες και να συναναστρέφεται με πολλά κοντάρια (ή και όχι τόσα πολλά). Αυτό που περιγράφει την περίπτωσή της, είναι ότι κυκλοφορεί συχνά- πυκνά έξω ξεβράκωτη! Φοράει φούστες, τζινάκια, κολλανάκια, αλλά το μέσα απουσιάζει. Η δράση της μπορεί να εντοπιστεί και στα γυμναστήρια, όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί κολλάν, αλλά δίχως εσώρουχο. Στόχος της να προσελκύσει το μέγιστο αριθμό αντρών.

- Είδα την Άντζι σήμερα στο γυμναστήριο... φορούσε ένα κολλάν και διαγραφόταν ο κώλος της...
-Χμμ... και το στρινγκ της να υποθέσω;
- Αμάν... τώρα που το λες δεν το είδα... δεν πρέπει να φορούσε τίποτα...
- Και αυτή είναι ξεβρατογκόμενα τελικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μισοριξιά.

Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...

Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.

Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.

Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».

  1. δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι

  2. μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
    μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
    τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.

  3. μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...

όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαινομενικά πάμψυχρη γυναίκα. Αυτή η οποία, από το βλέμμα της μέχρι τα τρίσβαθα του κόλπου της, δείχνει ακίνητη σα μαρμαρωμένη -και κρύα σαν το μάρμαρο. Από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων (έχει δει κανείς ποτέ;). Προσοχή: όχι η μπλοκέ γυναίκα που είναι σεξουαλικά ψυχρή ή που είναι αντικοινωνική και κρύβεται πίσω από μια ανέκφραστη όψη. Μιλάμε πάντα για αξιοπρέπεια, κύρος και απόλυτο έλεγχο.

Ο παραμυθένιος αυτός χαρακτηρισμός δεν βγάζει λοιπόν απέχθεια, ούτε καν μπορεί να καταχωρισθεί ως Πρόστυχος ή Σεξιστικός. Είναι τίτλος. Εγείρει το δέος και τον σεβασμό, ακριβώς όπως και το μάρμαρο -ως πέτρωμα, ως αξία, ως χρήση.

Μια μαρμαρομούνα είναι μεγάλη πρόκληση. Αν σε δεχθεί (όχι «υποκύψει»!), έχεις καταφέρει όσα λίγοι. Και αξίζεις πολλά. Άρα η μαρμαρομούνα είναι κάτι ανώτερο και της αρχοντομούνας, θα λέγαμε ο υπερθετικός βαθμός της. Το δε παγόμουνο είναι εντελώς τελείως άλλη κλάση, όπως λέει ο jonas στο λήμα-ασίστ ice queen.

Τι γίνεται τώρα κάτω από την μαρμάρινη αυτή όψη και πόζα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Οι λίγοι που μάθανε δεν μπορούν να εξηγήσουν.

Παραθέτω και το χότζειο σχόλιο του ice queen:

Ιταλικά λέγεται fica di marmo = μαρμαρομούνα. Ως «βασίλισσα του χιονιού» λέγεται και στα τούρκικα, αλλά δε θυμάμαι πώς.

- Ρε συ, έχει χαθεί ο Στέλιος, έχεις μάθει νέα του, είναι καλά;
- Δεν ξέρω, είναι τελειωμένα ερωτευμένος με μια μαρμαρομούνα, το παλεύει, γράφει ποιήματα κι ετς τώρα.

(από Khan, 19/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η (συνήθως) φοιτητής /-τρια που, όσο δεν βρίσκεται στο εξωτερικό με κάποιο πρόγραμμα ανταλλαγής ή εθελοντικής εργασίας (BEST, Erasmus, Leonardo κλπ), είναι μόνιμα απασχολημένος /-η να πρήζει τους άλλους για τα ταξίδια του/της.

Αγαπημένα θέματα για μονόλογο της μπεστογκόμενας είναι:
- τα drink games
- οι χαρακτηρισμοί λαών, τύπου: «οι Ισπανοί είναι ρυθμικός λαός, συνεχώς χτυπούν παλαμάκια».

- ...και εκεί που μαζεύαμε blueberries, πετάχτηκε ένας άστεγος από τους θάμνους, αλλά εμείς βάλαμε τα backpacks πάνω από τα κεφάλια μας, για να νομίζει πως είμαστε μεγαλύτερα ζώα και μείναμε ακίνητοι, γιατί η όρασή τους βασίζεται κυρίως στην κίνηση.
- Πάμε στο χωριό μου τον Αύγουστο να μαζέψεις όσα βατόμουρα θες και να κάνουμε και μαρμελάδα;
- Αχ, τον Αύγουστο θα είμαι Χιλή! Θα συναντηθούμε όλη η παλιά παρέα από το συνέδριο στο Σίδνεϊ!
- Καλή μπεστογκόμενα είσαι και του λόγου σου...

Λεοναρντογκόμενα (από Khan, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified