Further tags

μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.

Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.

  1. Φάε μπούκνες είναι νόστιμες.
  2. Αντρέα η γκόμενα έχει ένα μπουκνάκι....
  3. Μμμ αυτός να κάνει κάτι σωστό; Για τις μπούκνες είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλόσωμος άντρας, συνήθως κατ' επάγγελμα μπράβος.

Έσκασε μύτη χτες στο μαγαζί ο Χ επιχειρηματίας με κάτι άσβερκους που για να περάσουν την πόρτα γυρνούσαν πλάγια.

Σύνθετη λέξη: στερητικό α- και σβέρκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάρκινο εξόγκωμα που εμφανίζεται σε παχύσαρκους ανθρώπους στην περιοχή της μασχάλης και κρέμεται σαν βυζί. Μπορεί να είναι απλώς παρακολούθημα της συνολικής παχύσαρκης κατάστασης του σώματος ή να έχει πιο παθολογικό χαρακτήρα (λίπωμα) που εμφανίζεται και σε άτομα με κανονικότερο βάρος. Όπως και στη γυναικομαστία, ακριβής διαχωριστική γραμμή μεταξύ παθολογικής και νορμάλ μασχαλοβυζίας, οφειλόμενης σε παχυσαρκία, είναι δύσκολο να βρεθεί. Αλλά μπορεί και να λέω βλακείες αφού γιατρέσσα δεν είμαι.

Για πληροφορίες και φωτογραφίες εδώ.

- Πάχυνε πολύ η Καλλιόπη και κρέμασε μασχαλόβυζο. Με ξενερώνει..
- Άντε βρε βλάκα, σιγά το πράμα. Σβήσε το φως κι όλα καλά.

(από σφυρίζων, 03/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουνάρα στα ποδανά. Δεν περιγράφω άλλο.

Άρθρο: Μισό αιώνα ζωής κλείνει σήμερα η Μόνικα Μπελούτσι. Το απόλυτο θηλυκό, η υπέροχη Ιταλίδα...
Σχόλιο αναγνώστη: το λάκαμα: «υπέροχη...» Τι «υπέροχη» ρε κακομοίρη; ΝΑΡΑΜΟΥΝ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ
(εδώ)

Χρόνια πολλά, Μόνικα. (από σφυρίζων, 01/10/14)H Ναραμουν-τίν και το σερνικό μπίμπο. (από σφυρίζων, 01/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τσαμπί + γεράκι = Αυτός του οποίου η μύτη προσομοιάζει στο ράμφος γερακιού με κλίση προς τα κάτω στην άκρη της μύτης, όμοια με αυτή του τσαμπιού σταφυλιών.

Μην τη βλέπεις τώρα που το παίζει γκομενάρα, πριν από την πλαστική μύτης ήταν τσαμπογέρακο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πολύ ψηλές γυναίκες. Μπασκετικός όρος, χρησιμοποιείται για γυναίκες με ύψος πάνω απο 1,75 ιδανικές για να παίξουνε κάτω από την ρακέτα και να μαζέψουνε ριμπάουντ, να βάλουνε πλάτη στις βολές κ.α

- Μαλάκα χθες έσκασε η Σούλα με γόβες και μας έριχνε όλους ένα κεφάλι.
- Ναι η Σούλα είναι δυνατό πεντάρι.

Η μπασκετμπολίστρια Anna Prins. (από Khan, 27/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης άνθρωπος. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον χαρακτήρα ελαστικών της εταιρίας Michelin (βλ. Bibendum).

Συν. φουσκωτός, μπράβος.

Μιλάμε το καινούργιο κλαμπ που άνοιξε θυμίζει παλαίστρα! Γεμάτο λαστιχένιους ήταν μέσα, νόμιζα ότι αν σκοντάψω σε κανέναν θα με κατεδάφιζαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωπός, το κωλαράκι.

Είσαι σίγουρος ότι δεν θα μας πιάσουνε το πωπουδέλι στο εστιατόριο που μας πας;

Άστα φόρεσε η Μαρία έναν στρίνγκαρο στην παραλία και πέταξε όλο το πωπουδέλι της έξω! Κόλαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νησιώτικος ιδιωματισμός (Σκύρος) που αναφέρεται σε κάποιον με υπερμέγεθες πόδι/νούμερο παπουτσιού.

- Για μανά, κοίτα ρε το τσαπά, τι νούμερο φοράς γιόκα μου;
- Σαράντα επτά...
- Άιντα και εκατό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Αυτός/η που έχει φουσκωτά και μεγάλα χείλια, χρησιμοποείται συνήθως με εύθυμη, περιπαικτική διάθεση από κάποιον.
Συναντάται επίσης και πατσαχείλας, τσαπαχείλας.

1.-Βρε μπουτζαχείλω σου χουν πέσει όλα τα ψίχουλα στο πάτωμα... -Συγνώμη βρε μαμά.
-Μωρ' δεν φταις εσύ,έχεις πάρει απ' τον πατέρα σου τον Τσαπαχείλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified