Σημαίνει αρχίδια, ή μάλλον πιο συγκεκριμένα τον εκλεκτό μεζέ "αμελέτητα". Δόκιμη, πιστή μετάφραση του "mountain oysters" που χρησιμοποιείται σε βόρειες ΗΠΑ και Καναδά. Μια εξαιρετική περίπτωση αφού στα ελληνικά οι δύο λέξεις ριμάρουν δίνοντας έτσι δυνατότητα για πολλά παιχνιδίσματα.

Να σημειώσουμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι η ριμαδόρικη σλανγκ, ακριβώς αντίστοιχη των παραπάνω, είναι μέρος της λονδρέζικης διαλέκτου. Μερικά παραδείγματα (συγχωρέστε το αγγλικό) , bees and honey for money, adam and eve for believe, ace of spades for AIDS κτλπ. Οπότε κανείς χρησιμοποιεί το πρώτο στιχάκι αντί της κυριολεξίας.

Εναλλακτικά, στρείδια του βουνού, αν προτιμάτε τον πεζό λόγο.

-Πού σαι κυρ Βαγγέλη! Φέρε και μια βουνίσια στρείδια.
-Δε μ' λες.. Αθηναίος είναι τ' αξιούραγο ζαγάρ;...
-Αρχίδια θα πάρ'ς αν δε βήξ'ς κρούνα!


βουνίσια στρείδια

Got a better definition? Add it!

Published

Η ψωλή του γαϊδάρου.

Τα λες αυτά γιατί δεν έχεις δει τη βουρδίγγλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.

Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.

  1. Φάε μπούκνες είναι νόστιμες.
  2. Αντρέα η γκόμενα έχει ένα μπουκνάκι....
  3. Μμμ αυτός να κάνει κάτι σωστό; Για τις μπούκνες είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο κόπανος για την σύνθλιψη, κονιοποίηση, πολτοποίηση και ανακάτεμα στερεών και λιπαρών ουσιών/συστατικών στου γουδί. Μπορεί να είναι ξύλινο, ορειχάλκινο, inox, πλαστικό, μαρμάρινο ή απο ηφαιστειακή πέτρα. Η λέξη είναι σύνθετη από τις λέξεις «Ίγδιον»(γουδί) & «χείρ»(χέρι). Χρησιμοποιείται ακόμα μιας και υπάρχουν παρασκευές που απαιτούν λεπτότερους χειρισμούς από εκείνους ενός αυτόματου πολυκόπτη/multi(σκορδαλιά, ταραμοσαλάτα, γουακαμόλε, σύνθλιψη υλικών για κοκτέιλ τύπου Mojito, Caipirinha κτλ.).

  2. Παρομοίωση για το μεγάλο, χοντρό και σκληρό σαν το γουδοχέρι πέος. Το ουσιαστικό «γουδοχέρι» ακολουθεί συχνά επιφώνημα θαυμασμού (ωωω, α, πωωω κ.α.) καθώς και την αντωνυμία «τί»(γουδοχέρι είναι αυτό;). Ειπώθηκε σαν ατάκα και στην Cult ερωτική ταινία του Νικ Τζάκσον «Ποιός θα πηδήξει την γοργόνα;»(1984). Παρατίθεται και σχετικό οπτικοακουστικό υλικό της εν λόγω σκηνής.

  1. - Με το multi το έφτιαξες αυτό το τέλειο γουακαμόλε; - Ποιό multi ρε μεγάλε, με το γουδοχέρι του Jamie Oliver, lάλλη φάση!

  2. - Πωπωπω μια ψωλάρα, τί'ν αυτό; Σαν γουδοχέρι είναι! (η ατάκα από την ταινία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεταχτός κώλος, ο κώλος που αψηφά την βαρύτητα, η καμπύλη του είναι ίδια με του μπουζουκιού. Συναντιέται κυρίως σε παραλίες ή σε εξόδους σε νυχτερινά κέντρα.

- Τι λε ρε παιδί μου, κοίτα τι περνάει απέναντι.
- Άσε ρε φίλε, μπουζουκόκωλος να σου βγάλει το μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.

  2. Ο κώλος.

  1. βλ. εδώ

  2. Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
    Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το τριχωτό του αιδοίου. Αρχαιοκαυλιστί:λόχμη.

  2. Το αιδοίο που δεν είναι ξυρισμένο, αλλά διατηρεί το τριχωτό του. Αρέσει σε ρετροσέξουαλ τύπους. Πιθανόν αγγλιά από το bush/ full bush.

  3. Επίσης, η μεταφορά στα ελληνικά του ονόματος των George Bush πρεσβυτέρου και νεωτέρου.

1.Τα φιλιά μου πίσω από τ’αυτιά και στο λαιμό της την έκαναν να ριγάει καυλιάρικα και να μου παραδίδεται ενώ το ένα μου χέρι χαίδευε μιά ρώγα από το στήθος της και το άλλο ψαχούλευε μέσα στο θάμνο του μουνιού της ν’αποκαλύψει τις λεπτομέρειες ενός καλοσχηματισμένου μουνιού όπου ξεχώριζαν τα μικρά μουνόχειλα που σκέπαζαν μια τεντωμένη κλειτορίδα. (Εδώ).

2α.Μουνάκι: Ξυρισμένο ή θάμνος; Πως το προτιματε; Γιουλ Μπρινερ ή χιπις;
- ... Σαν αυγο καθαρισμενο
- Ξυρισμενα μονο τα μουνοχειλα
- Οπως το εφτιαξε η φυση
- Μουνι ναναι κι οτι ναναι.

- Παιδια SOS. Ψαχνω να γαμησω και να γλυψω ενα παρα πολυ τριχωτο θαμνος μουνακι. Δεν με ενδιαφερει η ηλικια αρκει να ειναι μεχρι 47 χρονων η γυναικα.Ψαχνω να βρω κατι παρομοιο με την Super Pornostar της Δεκαετιας 80's Kay Parker που εχει το ποιο μαλλιαρο τριχωτο θαμνος μουνακι που ειδα ποτε στην ζωη μου. Μου αρεσει παρα πολυ να γλυφω τριχωτα μουνακια τρελενομαι παρα πολυ οταν τα γλυφω. [...] Εχω προβλημα δεν με ερεθιζουν και δεν με αναβουν και δεν με γεμιζουν με ηδονη τα ξυρισμενα μουνακια. Δεν μου σηκωνεται με τιποτα. Παρακαλω μονο σοβαρες προτασεις και οχι μπουρδες παρακαλω. Το θεμα αυτο ειναι αφιερωμενο μονο στα ΤΡΙΧΩΤΑ ΑΞΥΡΙΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑΡΑ ΘΑΜΝΟΣ ΜΟΥΝΑΚΙΑ . Παρακαλω παρα πολυ Οσοι δεν σας αρεσουν τα τριχωτα μουνακια και οι ασχετες ερωτησεις - απαντησεις σε αυτο το θεμα να μην απαντησουν. (Νήμα εδώ).

2β.Αξύριστο ή θάμνο;
- Μαγκες. Γνωριζει κανενας απο εσας κανενα μπουρδελο με κοπελα που να εχει αξυριστο η θαμνο 100% το μουνακι της;

-Φιλαρακι,οι σωστες επαγγελματιες δεν αφηνουν θαμνο για λογους υγειας.Ενα αξυριστο αιδοιο ειναι εστια μολυνσεως για μια γυναικα που πηγαινει με πολλους αντρες.Δυσκολο πολυ αυτο που ψαχνεις εως ακατορθωτο.

-όπως να είναι μουνί να παίζει.τι καραφλό τι με μαλλιά σκοπός του είναι να ρουφάει καυλιά. (Νήμα εδώ).

3.Ο George Bush aka Γιωργος Θαμνος, ξαναγραφει ιστορια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χιλιοτραγουδισμένο βυζί, στα ποδανά.

Πάσα: Ηodjas, σχολιάζοντας εδώ.

- Άρε Kate να είχες κανένα νούμερο μεγαλύτερα (.)Υ(.)
- Τι λετε ρε η Kεητ ειναι απλα θεα. Και μια χαρα ζυβι εχει!
(για την φακιδομύτη του Lost, εδώ)

- Άτσα ζυβί ο Νώντας, την αναβόλα μου μέσα!

- Εγω τα στραπλες τα φοραω με σουτιεν βαζοντας μονο μια τιραντα (πιανει απ'το δεξι ζυβι στο αριστερο). Και κραταει το στηθος καλα,κι αν χαλαρωσεις τελειως την τιραντα δεν πιανεται τοσο ο αυχενας.
(εδώ)

Το "χαμένο" ζυβί της Κέητ (από Vrastaman, 10/05/10)...ν\'ν\' κακό στην τελική (από Vrastaman, 10/05/10)(από Mr. Cadmus, 10/05/10)Αφιερούται τη σλανγκοτήμ: Κάτω στο γιαλό-κάτω στο περιγιάλι" υπο Π.Ι. Χαρβή... (από HODJAS, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γυναίκα που πάσχει από ξήρανση κόλπου, δεν παράγει δηλαδή το απαραίτητο για την ερωτική της τέρψη και γ-καύλα μουνόγαλα. Δεν μπορεί καν να ξεροχύσει, καθώς η σεξουαλική επαφή καθίσταται ιδιαίτερα επίπονη.

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από λειψυδρομούνες:

  1. Οι λόγω ηλικίας ή οργανικής αιτίας [I]ξερομούνες[/i]

Τα ανυδρόμουνα αυτά δεν στερούνται λιμπίντο και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα επιτυχώς με την εξωγενή χορήγηση λιπαντικών ουσιών ή, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, σάλιου.

  1. Οι εκ πεποιθήσεως [I]παστομούνες[/i]

Οι στεγνομούνες αυτές επιλέγουν για λόγους θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, ή και απλώς ξινομουνίασης να παρεμείνουν εσαεί αραχνομούνες. Τα μουνιά τους καταντούν ρημαδιακές νεκρές φύσεις που προκαλούν μηδενικές στύσεις και δεν αξίζουν καν να τα φτύσεις γιατί το σάλιο σου θα σπαταλήσεις.

Εκ των «λειψυδρία» και μουνί.

Hank: - Τι να σου πω σε Λάουρα! Έφτυσα αίμα να πηδήσω το Λίλιαν και τελικά μου βγήκε λειψυδρομούνα!

Λάουρα: - Ρε μαλάκα, το ξερομούνι στο σεξ δεν συνεπάγεται ντε και καλά ότι η κοπέλα είναι λειψυδρομούνα!

Hank: - Μα τι λες, το Λίλιαν είναι σκέτo μουνί-ξηρογραφία!

Λάουρα: - Εγώ άλλα άκουσα από τον Vrastaman! Μπορεί απλώς να μην της κάνεις κούκου ρε αδελφέ! Δεν ξέρεις ότι παρακαλετό μουνί σημαίνει ξινό γαμήσι; Έλα, κερνάω Vin Sec de Château Μουνjί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified