Selected tags

Εμφατική χαριτωμενιά του αποκλείεται, με την γαμοσλανγκοπροσθήκη του διαχωριστικού «και». Η αρκούδως μετροσέξουαλ αυτή μορφή συναντάται κυρίως (αλλά όχι όπως και δήποτε) στον προφορικό λόγο.

1. Οι Δημοσιογράφοι τα παίρνουν; Από και κλείεται!

2.
- Αν ο Στάλιν ήταν έλληνας....
- Θα είχε καταλήξει ημίτρελος μπεκρής να τριγυρνά στα στένα της αθήνας (γιατί Θεσσαλονίκη από και κλείεται να είχε βγεί τέτοιο φυντάνι.)

3. - αυτο που ειχα διαβασει παλαιοτερα εγω ειναι οτι ειχαν γινει ερευνες και ειχε βρεθει οτι το dna των βασκων των ουαλων και των κρητικων μοιαζει παρα πολυ σε σχεση με τους υπολοιπους λαους της ευρωπης και ισως να προερχονται απο την ιδια φυλετικη ομαδα
- από και κλείεται. Κρητικοί με Παλαιστίνιοι στέκει, Κρητικοί με κοκκινομάλιδες κέλτες (ουαλούς), από και κλείεται ξαναλέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ότι κάτι είναι προφανές, πασίδηλο, εμφατικό. Κάτι που δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, κάτι που ακόμη και οι τυφλοί το βλέπουν.

Επίσης, σημαίνει ότι κάποιος πετάει σπίθες, κάνει εκπληκτικά πράγματα, κυριολεκτικά αγγέλους και παπάδες.

- Καλά, πάλι κατάπιε το στραγάλι ο αρχιδόπουστας; Το μπέναλ έβγαζε μάτια!

- Μιραλάς με Πάντελιτς στην επίθεση του Θρύλου, βγάζουν μάτια στα τελευταία ματς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική φράση που συντάσσεται μετά από ρήμα ή ουσιαστικό, και είτε το επιτείνει, είτε το μετριάζει και απαξιώνει –ανάλογα με την υπερβολή της μεταφοράς.

Συγκεκριμένα, στην επιτατική χρήση η μεταφορά είναι ακραία: Όταν κάνεις κάτι δίχως αύριο, (α) το κάνεις με τέτοιο μανιασμένο πάθος, τραγική ένταση και απόλυτη προσήλωση, σαν να επρόκειτο να πεθάνεις την επόμενη μέρα, ή να ήξερες ότι επίκειται ολική καταστροφή και αυτή είναι η τελευταία σου φορά· (β) το κάνεις γνωρίζοντας ότι είτε θα το κάνεις καλά ή η αποτυχία θα είναι ολοκληρωτική, με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον σου (κλισέ των αθλητικογράφων, βλέπε παράδειγμα 2).

Στην περίπτωση αυτή, που είναι η πιο αργκοτική, η λέξη είναι ρήμα ή ουσιαστικό που δηλώνει (προσφιλή) πράξη, ενέργεια. Ακούγεται και σε εύλογες παραλλαγές, όπως χωρίς αύριο, σαν να μην υπάρχει αύριο και λοιπά.

Στη μετριαστική-απαξιωτική χρήση η μεταφορά είναι λιγότερο υπερβολική: Κάτι δίχως αύριο είναι κάτι που δεν έχει προοπτικές, που δεν θα έχει επίδραση στο μέλλον, ή που είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, και συνεπώς εμπνέει απαισιοδοξία, μελαγχολία και μιζέρια, ή απλά αδιαφορία, βαριεστημένη και διεκπεραιωτική διάθεση (σύγκρινε: για τ' αντέτ').

Στην περίπτωση αυτή, πιο εδραιωμένη και τυπική από την πρώτη, η φράση μπορεί να προσδιορίζει οποιαδήποτε λέξη. Τυπικότερο συνώνυμο: χωρίς μέλλον.

Επιτατικά:

  1. [...] είσαι έτοιμη. αφήνεσαι να μπω μέσα σου. δαγκώνεις τα χείλια σου. είσαι γαμάτη. θέλω να μπω όσο πιο βαθειά γίνεται. να σου προσφέρω τη μεγαλύτερη ηδονή. αυτό θέλω. να χύνεις συνέχεια. να σε γαμάω και να χύνεις. να γαμιόμαστε χωρίς αύριο. (από ιστολόι)

  2. Ντέρμπι ουραγών περιλαμβάνει το σημερινό (19/02) πρόγραμμα της 18ης αγωνιστικής της Α1, καθώς σε ένα ματς δίχως αύριο ο Ηλυσιακός θα υποδεχθεί στα Ιλίσια την ΑΕΚ. Οι δύο αντίπαλοι είναι ισόβαθμοι στην προτελευταία θέση του βαθμολογικού πίνακα και ο νικητής θα πάρει βαθιά ανάσα για τη σωτηρία του. (από εδώ)

  3. — A.I.; Νοημοσύνη; Στο Mortal Kombat μου;;;;;;!;!;; — Σωστά, δεν είχαν σχεδόν καθόλου, οπότε σε έδερναν στεγνά ό,τι και να έκανες. — Παραδεχτείτε τουλάχιστον πως αυτή ήταν η γοητεία του. Κάλοι στα δάχτυλα, αίμα στο gamepad, μανιασμένο α-combo ξύλο χωρίς αύριο και πάντα να χάνεις από τον Goro ή τον Motaro. Κι εσείς λέτε για gameplay...
    (από φόρουμ)

  4. Μαστόρι ο ραλλάκιας. Δε διστάζει να αναμετρηθεί, χωρίς τί, πώς και γιατί, αγνοώντας τη μηχανολογική και τεχνολογική ανωτερότητα του Ιταλού. Σχεδόν αυθαδιάζει. Γι'αυτό μας αρέσει και τον πριμοδοτούμε ηθικά. [...] Οδηγεί με σθένος το υπερστροφικό του ride Και δείχνει να το απολαμβάνει. Kακά τα ψέμματα και αυτό μετράει. [...] Συνοψίζοντας, θα ήθελα να παρακαλέσω να μετριαστούν τα κραξίματα, λες και εμείς [...] δεν έχουμε βρεθεί να κυνηγιόμαστε δίχως αύριο σε δεδομένη ορεινή κορυφογραμμή. [...] Ρομαντικά και ατίθασα νιάτα... (από φόρουμ καυλόγκαζων)

Μετριαστικά-απαξιωτικά:

  1. Κυβέρνηση δίχως πολιτική νομιμοποίηση είναι κυβέρνηση δίχως αύριο. Και μια και καταλήξαμε την προηγούμενη περίοδο στο ότι, ο,τι είναι νόμιμο δεν είναι οπωσδήποτε και ηθικό, η κυβέρνηση δεν έχει πλέον ηθικό ανάστημα, όχι μόνον για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της τρόικας, αλλά ούτε καν να αναλάβει οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτήρα δίχως ανανεωμένη λαϊκή εντολή. (απ' το Έλληνες ονλάιν)

  2. Γιατί μπλέκω πάντα σε σχέσεις δίχως αύριο; Ο Φρόιντ υποστήριζε πως οι γυναίκες έχουν μια τάση προς τον μαζοχισμό. Αν και αρχικά η άποψη αυτή πυροδοτεί αντιδράσεις, αν το σκεφτείς, θα δεις πως η εικόνα μιας γυναίκας που υποφέρει για την αγάπη είναι οικεία σε όλους μας. Τελικά, γιατί μερικές γυναίκες «λατρεύουν» να είναι θύματα επιλέγοντας πάντα λάθος άνδρες; (από γκομενοσάιτ)

against all odds -->ερωτας διχως αυριο! (από electron, 23/02/11)1:29--->Μια  αγάπη δίχως αύριο η αγάπη αυτή...  (από GATZMAN, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αμερικλανιά ολκής που χρησιμοποιείται στο τέλος μιας πρότασης για να δώσει έμφαση σε συγκρίσεις και σημαίνει «όλων των εποχών».

- Είδες τη συνέντευξη του Μάνου στον Σκάι; Χαρακτήρισε των Κων/νο Καραμανλή-θείο ως τον καλύτερο πρωθυπουργό της Ελλάδας έβερ.
- Αυτό είναι η μεγαλύτερη λακίαμα που έχω ακούσει έβερ. Τί να μας πει και ο Μάνος, ο πιο τελειωμένος πολιτικός έβερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «είπα» ακολουθεί [μπινελίκια]. Απαντάται και στον πληθυντικό ως λέμε (σπάσε, λέμε). Γραμματικά είναι ρήμα, αλλά παίρνει τη θέση άναρθρου επιφωνήματος. Απαντάται πολύ σε σκοτεινούς σταθμούς μετρό (Παράδειγμα 1), γραφεία των Χρυσών Αυγών καθώς και σπανιότερα ως μια όχι και τόσο ευγενική υπενθύμιση (Παράδειγμα 3). Σε παραπέμπει λίγο στους ινδιάνους που γνωρίσαμε μέσα από τα επιμορφωτικά αναγνώσματα του Στέλιου Ανεμοδούρα (Παράδειγμα 4) και τους «ιθαγενείς της Βορείου Αμερικής» όπως απεικονίζονται ρατσιστικά και καθόλου στερεοτυπικά στις ιστορίες ενός φτωχού και μόνου καουμπόυ (Παράδειγμα 5)...

  1. - Ρεεεεεεεε! Τι κάνετε εκεί-γαμώ-την-7 σας;
    - Στα πατάμε μωρή πουτάνα! Χούλιγκαν των σπρεί! Κούνελε! Φύγε μη σε χαρακώσω! Γαμώ τη μάνα σου τη ξεκωλιάρα! Πούλο, είπα!

  2. - Ηλία έχεις δει το δονητάρι μου; Το χα αφήσει πάνω στην εφημερίδα με τη φάτσα του φυρερ...
    - Λοσπου είπα! Σε μισή ώρα μιλάω ανατροπή ρε μαλάκα Παναγιώταρε...

  3. - Άμστελ για Χάινεκεν είπες;
    - Άμστελ, είπα.

  4. - Θλιμμένε Μπούφε τι σκατά πίνεις;
    - Νερό της φωτιάς είπα.

  5. - Ουγκ.
    - Είπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τονισμένο οριστικό άρθρο (ό, ή, τό) που λειτουργεί επιτατικά ως προς το όνομα που ακολουθεί:

Μαλάκα, φάε γκομενάκι που σκάει απ' απέναντι!...
— Όοοο... Τό γκομενάκι...

Όταν το άρθρο τονίζεται, δίνεται έμφαση στο ότι πρόκειται, ακριβώς, για οριστικό άρθρο: όταν μιλάμε για τό γκομενάκι, δε μιλάμε για όποιο κι' όποιο γκομενάκι, ούτε καν για το συγκεκριμένο γκομενάκι για το οποίο έτυχε να μιλάμε τις προάλλες, όχι: εδώ μιλάμε για το ένα και μοναδικό γκομενάκι, για το γκομενάκι του γκομενακιού, ώ γκομενάκι ένα πράμα.

Το τονισμένο οριστικό άρθρο αντικαθιστά λοιπόν τη χρήση επιθέτου (κατά κανόνα σε υπερθετικό βαθμό) που θα προσδιόριζε επιτατικά το όνομα. Ταυτόσημη είναι η έκφραση (όνομα) με (το πρώτο γράμμα) κεφαλαίο, πιχί

— Μαλάκα, φάε γκομενάκι που σκάει απ' απέναντι!...
— Φσσσς... Γκόμενα με τζί κεφαλαίο....

Ορθογραφικά

Η χρήση τόνου για την απόδοση αυτού του φαινομένου ξεπερνά τη σχολική ορθογραφία, αποτελώντας έκφανση του λεγόμενου δυναμικού τονισμού (γράφε τόνο εκεί που τονίζεις μιλώντας).

Ως γνωστόν, στο καθεστώς της κρατικής, σχολικής ορθογραφίας –που για πολλούς λόγους εφαρμόζεται παραδοσιακά και σε μη κρατικά περιβάλλοντα, όπως καληώρα στο μη κυβερνητικό αυτό σάιτ–, ο τονισμός των μονοσύλλαβων, εκτός από κάποια ερωτηματικά, απαγορεύεται. Για να αποδώσει κανείς ένα τονισμένο οριστικό στα πλαίσια αυτής, αναγκάζεται να καταφύγει σε τυπογραφική έμφαση, συχνά οφθαλμορρυπαντική.

Έτσι, η φράση «όχι απλά ''μαλάκας'', ό μαλάκας», μπορεί να γραφτεί:

  • όχι απλά «μαλάκας», Ο μαλάκας,
  • όχι απλά «μαλάκας», ο μαλάκας,
  • όχι απλά «μαλάκας», ο μαλάκας,
  • με συνδυασμούς: όχι απλά «μαλάκας», Ο μαλάκας,
  • ή και αλλιώς –ο αγαπητός Γκάτζ ας πούμε θα 'γραφε «όχι απλά ''μαλάκας'', ο... μαλάκας».

Λίγες πίπες: αργκό και έμφαση

Πλάι στα λοιπά στοιχεία της αργκό, που αναμένουν κατελπίδαν προσδιορισμό, τα οποία τη διαφοροποιούν από την τυπική γλώσσα –αν και εδώ όχι τόσο από την καθομιλουμένη– μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αυξημένη ανοχή στην έμφαση.

Όπως και στην περίπτωση της ασάφειας, φαίνεται ότι η λειτουργία της έμφασης και της επίτασης, σε αντίθεση με την τυπική γλώσσα, περνάει πολλές φορές στο χάρντγουερ της γλώσσας, δηλαδή στη γραμματική και τη σύνταξη, με έναν ευρέως παγιωμένο, και άρα καθόλου αντχόκ τρόπο.

Στην καθομιλουμένη και την αργκό έχει κανείς, μεταξύ άλλων, τα εξής στη διάθεσή του:

Η εμφάνιση και παγίωση τέτοιων συντακτικών μηχανισμών που δηλώνουν έμφαση οπωσδήποτε σχετίζονται και με το φαινόμενο της απώλειας σημασιολογικού φορτίου στην αργκό (βλέπε σχόλια τζόνι μπλάκ στο τζαστ): φαίνεται πως στον ομιλητή της αργκό, προκειμένου να διατυπώσει μία κρίση ως θετική ή αρνητική, δεν αρκούν τα τυπικά γραμματικά εργαλεία (όπως για παράδειγμα οι βαθμοί των επιθέτων ή η χρήση προσδιοριστικών επιρρημάτων), αλλά είναι αισθητή η ανάγκη για ακόμη πειστικότερη διατύπωση, η οποία πολλές φορές οδηγεί αναπόφευκτα στην παραβίαση των τυπικών γραμματικών κανόνων.

Ακολουθεί πενιχρή άγρα παραδειγμάτων απ' το διαδίκτυο (δύσκολο το συγκεκριμένο γκουγκλάρισμα, αν βρεθούν καναδυό ακόμα παραδειγματάκια θα μπουν στην πορεία).

1α. υπαρχει περιπτωση να ανεβασει καποιος καμια ταινια και της Sharon Pink, μιλαμε η μουναρα γκομενα. (από το μπουρδέλα κομ)

1β. την ινδοβρετανη carmel moore απο την athens erotica 2009 ηθελα να σκισω αλλα εμεινα στα χουφτωματα και στις φωτο -μιλαμε η μουναρα (από το ιερόδουλες κομ)

  1. ΦΑΣΙΣΤΑΣ = Ο ΜΑΛΑΚΑΣ!(ΟΧΙ ΑΠΛΩΣ ΜΑΛΑΚΑΣ) (σελίδα στο φέισμπουκ)

  2. Βράδυ με το Μ.Σεφερλή! ΤΟ γέλιο (βίντεο στο γιουτιούμπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσοτικό επίρρημα που χρησιμοποιείται στον λόγο για έμφαση. Συνώνυμο του εντελώς.

  1. Ρ' εσύ, χθες έγινες λιάρδα μιλάμε απ' τα ξίδια, πρώτη φορά σε βλέπω έτσι. — Άσε, κανονικά... Αφού ειχα να πιώ μήνες ρε.

  2. Μαλάκα, δύο πήγε. Έχουμε φύγει; — Κανονικά.

  3. Της την είχε σπάσει τόσο πολύ, που παίρνει ρ' εσείς το μπόλ με το πάντς και του το αδειάζει κανονικά στο κεφάλι. Τον έκανε τελείως ρόμπα.

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός κλαρινογαμπρού και κάγκουρα, δηλαδή κάποιος που και επιδεικνύεται με ποζεράδικο τρόπο για να αγρεύσει γκόμενες και το παλεύει με κωλοφτιαγμένα μηχανάκια και αυτοκίνητα κάγκουαρ. Στην ουσία οι κλάριν έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τους κάγκουρες, καθώς η καγκουριά αναφέρεται πλέον σε μια γενικότερη συμπεριφορά όχι αποκλειστικώς συνδεόμενη με άουτο/μότο, οπότε η έκφραση είναι εμφατικός πλεονασμός.

  1. Ωραίος!! Μούσι, τατού μανίκι, χέρι έξω από το παράθυρο του Χιουντάι και φουλ Παντελίδης! Πιο κλαρινοκάγκουρας πεθαίνεις! (Από Τουίτερ).
  2. Πέταξε τραπέζι στον Ρέμο την ώρα που τραγουδούσε! Σχόλιο: Κλαρινοκάγκουρας Σαλονικιός. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Κλαρινοκάγκουρες με TDM και Scooter με akrapovic που οδηγάνε απο το σπίτι μέχρι τη καφετέρια. (Εδώ).
  4. Εσεις οι κλαρινοκαγκουρες μη την πεφτετε σε οποια γκόμενα βλεπετε στο δρομο γιατι οι σάπιες το παιρνουν πανω τους. (Από Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λέμε / λέμετε:

(δήλωση), λέμε(!): α' πληθυντικό ενεστώτα του ρήματος «λέω - λέγω». Χρησιμοποιείται, συνήθως στο τέλος μιας δήλωσης αλλά και ενδιάμεσα σε πρόταση, ως εμφατικό.

Υπενθυμίζει στον συνομιλητή ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το θέμα που θίγεται ως αδιαμφισβήτητο. Δηλαδή σαν να λέμε, κάτι το λέμε και το ξαναλέμε για να το εμπεδώσει ο αδαής μέσω της επανάληψης (κυρίως αν δεν υφίσταται επανάληψη καθεαυτή). Παράδειγμα 1

Όταν πραγματικά υφίσταται επανάληψη, έχει χροιά έντασης και εκνευρισμού. Παράδειγμα 2

Αντίστοιχες μορφές του ίδιου ρήματος με την ίδια χρήση είναι τα «είπα!» και «λέω!», όμως, όπως και να το κάνουμε, το α' πληθυντικό δίνει μεγαλύτερη υπόσταση και αντικειμενικότητα στον λόγο μας, δεδομένου ότι, άλλο να λέω κάτι εγώ, άλλο να το λέμε όλοι.


(δήλωση), λέμετε(!): Ανύπαρκτη μορφή ρήματος «λέω - λέγω» στην Ελληνική γλώσσα - λεκτική επινόηση. Χρησιμοποιείται:

  • ως απλό εκφραστικό λάθος επειδή ο άσχετος δεν διάβαζε γραμματική στην τρίτη δημοτικού (δεν είναι σλανγκ σο δεν μας αφορά στο προκείμενο)

  • ως χαριτωμενιά για να δώσει μια ελαφρότητα και μια παιγνιδιάρικη χροιά στον λόγο. Παραδείγματα 3, 4, 5

  • ως εναλλακτικό του ανωτέρω «λέμε!» για να δοθεί μια ελαφρά μεγαλύτερη έμφαση - Παραδείγματα 6, 7 - ακολουθεί επεξήγηση:

Η αποτελεσματικότητα της χρήσης του στηρίζεται σε καθαρά ψυχολογικούς λόγους: Έχει ως αποτέλεσμα, ο συνομιλητής, που εντοπίζει την ασυνέπεια με τους κανόνες της γραμματικής, να σκαλώσει περισσότερο για μερικά κλάσματα δευτερολέπτου. Έχει δηλαδή αντίκτυπο αντίστοιχο με αυτό των italics σε ένα κείμενο: ανεπαίσθητα τραβούν την προσοχή, χωρίς την καταπιεστικότητα των bold, που μπορούν να εκληφθούν και ως «σε αυτό το σημείο είναι ουσία ρε καθυστερημένε» και να έχουμε παρεξηγήσεις, συνεπώς η χρήση τους πρέπει να είναι φειδωλή.

Συνοψίζοντας, το «λέμετε» είναι ένας ψυχολογικός εξαναγκασμός του συνομιλητή να δώσει βάση στο νόημα.

Αατα.

Παράδειγμα 1:
-Καλά, άκουσες την μαλακία που πέταξε ο Στάθης στις γκόμενες; Τι είναι αυτός ρε, τον ακούν οι μουνίτσες και κάνουν μπραφ! Δεν είναι να τον ξαναπάρουμε μαζί τον παπάρα!
-Άσε ρε μαλάκα, το άτομο δεν υπάρχει λέμε!

Παράδειγμα 2:
[το πάρτυ στο σπίτι του Παύλου προς το τέλος του - σκάει μύτη ο Κώστας]
-Ρε συ Παύλο, τέλειωσαν τα μπυρόνια παίζει καμια καβάτζα;
[ο Παύλος έχει στο μπίρι-μπίρι μια κοπελίτσαεδώ και ώρα - χωρίς να γυρίσει το κεφάλι απαντάει]
-Στο ψυγείο στο διάδρομο.
[Ο Κώστας δεν άκουσε]
-Παύλο, έχεις πουθενά καβατζωμένη καμιά μπύρα;
[Ο Παύλος γυρίζει τσαντισμένος]
-ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΛΕΜΕ!!!

Παράδειγμα 3
[Forum]: Εσύ ξαναβάλε το άβαταρ με τον Zippo...κορυφή λέμετε

Παράδειγμα 4
[Forum- συζήτηση κοριτσιών για τον Λεωνάιντα]: - Γάμησέ τα, τα παιδιά μου τα θέλω μαζί του. Και όσο για τον κοιλιακό πάρε να δεις που είναι δικός του λέμετε!

Παράδειγμα 5
[Forum]: Έλα κάτω λέμετε..!!!!!!!!!! Έλα και'χω φοντανάκια!!!

Παράδειγμα 6
[Forum] Ξεκαμπούρα. Είσαι πιασμένος. Αν σ' ελευθερώσουν, τα λέμετε.

Παράδειγμα 7
[Forum]: Το ακριβώς αντίθετο θέλει η Γερμανία, να δέσει στο άρμα της Ευρώπης όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη για αντίβαρο στις ΗΠΑ, θεωρώντας βέβαια ότι εντός της ΕΕ θα κάνει πολύ περισσότερο κουμάντο από αυτές. Τι λέμετε τώρα ρε παιδιά;

Τα παιδιά μου τα θέλω μαζί του λέμετε. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έδειξα την κλάση μου. Αποφάνθηκα - τελεία com, έβγαλα απόφαση αφού. Τέρμα οι κουβέντες, αλεβουζάν!

Μόνο στον αόριστο (άντε και στον υπερσυντέλικο).
Συνώνυμο: είπα.
Ο θεός μίλησε:εδώ

Σημείωση
Παίζει και η φράση "μίλησα και είπα", που είναι συνήθως πλεονασμός χωρίς περαιτέρω έμφαση (π.χ. το παιδί μίλησε και είπε"μπαμπά") και βοηθάει να μάθουμε, στην ίδια πρόταση, τί είπε αυτός που περιμέναμε να μιλήσει. (Δες και 7ο παράδειγμα).

  1. -Ο ΛΑΟΣ ΜΙΛΗΣΕ!!!
    -Και τι είπε?
    -νιάου (εδώ)

  2. -μάσ' τα σέα σου!
    -πριτς
    -μίλησα!

  3. Ο άντρας, ο μόρτης, ο μάγκας, ο ασίκης, ο καραμπουζουκλής, η καυλοπαγίδα, ο μπούγκα-μπούγκα μίλησε, αφού πρώτα συνομίλησε με τον “Νέστωρα” της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη (εδώ)

  4. Οι Λιθουανοί ξέρανε το παιχνίδι και μαζί με το άγχος, δεν κάναμε καλό παιχνίδι μέχρι το 30′. Μετά μίλησε η κλάση των παικτών". (εδώ)

  5. Με Δία και Αφροδίτη στο Λέοντα, το ζώδιο του #Tsipras, δε μπορεί παρά να κλείσει η συμφωνία...τα άστρα μίλησαν (εδώ)

  6. Εντάξει παιδιά μίλησε η Λίτσα Πατέρα και είπε ότι οι πλανήτες είχαν μιλήσει. (εδώ)

  7. καλά η ΔΗΜΑΡ υπάρχει ακόμη? σαν τι? αμοιβαδα? έλα Χριστέ και Παναγιά ο Κουβελης μίλησε και είπε ΠΡΟΠΟ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified