Further tags

Ο χοντρός με μεγάλη κοιλιά.

Ήταν ένας γάτος μαύρος πονηρός κάθε που εβράδιαζε ντύνονταν γαμπρός τα μαλλιά του έκανε λίγο κατσαρά κι ένα κόκκινο παπιόν φορούσε στην ουρά

Σε κάθε σπίτι πήγαινε όπου έβλεπε καπνό ζητούσε τα κορίτσια δήθεν για σκοπό κι αυτές άλλο δε θέλανε φορούσαν νυφικά κάλιο μ’ένα γάτο παρά με κοιλαρά. (Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Ο Μαύρος Γάτος, 1984).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ χοντρός άνθρωπος.

Ημαρτον με το κήτος που δεν σέβεται τον εαυτό της και την βλακεία αποδοχής κάθε στραβού ανάποδου. Όσο και να μας τα πρήζετε το άσχημο θα το λέμε. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για υπαρκτό διαδεδομένο ελληνικό επώνυμο, το οποίο, όμως, ανανοηματοδοτείται και χρησιμοποιείται για να μεταφέρει στα ελληνικά κάπως πιο φυσικά τον αγγλικό όρο mangina, εκ του man= άνδρας και vagina= μήτρα, ο οποίος σημαίνει σκωπτικά και αποδοκιμαστικά τον άνδρα που θεωρείται ως εκθηλυσμένος, ως έχων φεμινιστικές ανησυχίες λόγω εκθηλυσμού και ως μάταια κολακεύων τις θηλυκότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με το να παρουσιάζεται ως μη τοξική αρρενωπότητα, αλλά ως σύμμαχος (το θηλυκό αντίστοιχο στην τελευταία περίπτωση που παρουσιάζεται ως σύμμαχος των ανδρών ενάντια στις γυναίκες λέγεται pick me). Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι ο άντρας που κρύβει το πέος του ανάμεσα στα μπούτια του, ώστε να φαίνεται σαν να έχει αιδοίο.

Διαμαρτυρήθηκε ότι της έκανε κάποιος καμάκι στο νησί με παρενοχλητικό τρόπο και έχουν βγει όλοι οι μαγγίνες να τη γλείφουν.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που είναι και κρίντζυ, προκαλώντας ετεροντροπή που λέμε και στο χωριό μου, αλλά είναι και creepy. Χρησιμοποιείται κυρίως στο dating για άντρα ο οποίος κάνει μια γυναίκα να νιώσει άσχημα (να κριντζάρει), αλλά της φαίνεται και οριακά επικίνδυνος, τύπου κρίπουλας, και για αυτό τον θενκγιουνεξτάρει με συνοπτικές διαδικασίες.

  1. Κριντζοκρίπουλας Κρητικός που δηλώνει 9.5/10 πακετώνεται από θεάρα παίκτρια. RED FLAG, o ορισμός. (Luben).
  2. Οι φίλοι του βασικά τον συμβουλεύουν να πάψει να είναι κριντζοκρίπουλας και να μη βγάζει αυτό το έντονα ίνσελ στοιχείο, να αδιαφορήσει και λίγο, και τότε η σχέση θα έρθει από μόνη της. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι αυτός που έχει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του λόγω εξάντλησης.

Τον βαθουλοκαρυκιασμένο πήγε και παντρεύτηκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος ξυλουργικού εργαλείου για κόψιμο, πελέκημα και μεταφορικώς ο ανόητος, ο χαζός.

Ετυμολογία: σκεπάρνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκεπάρνιν / σκεπάριν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκεπάρνιον < αρχαία ελληνική σκέπαρνον.

Μη του δίνεις σημασία, ο τύπος είναι σκεπάρνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο προγλωσσικός, ο χαζός, επειδή ο ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ είχε μεγαλώσει στη ζούγκλα, μαθαίνοντας κατ' αρχήν τη γλώσσα των ζώων.

Στην κοσμάρα του είναι ο μόγλης.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του σκατοποστάρω, από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

Σιτποστάρω ακούγοντας μπλίνκ και βλέποντας αμέρικαν πάι. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία παλαιάς κοπής τύπου μπουτς ή νταλίκα η οποία αναπαράγει πατριαρχικά στοιχεία αρρενωπότητας, που συνδέονται με συναισθηματική αναισθησία έναντι της στερεοτυπικά θεωρούμενης θηλυκής ευαισθησίας, που μπορεί να έχει η φαμ σύντροφός της, ενώ και στην εμφάνιση έχει χαρακτηριστικά αρρενωπής μυώδους δύναμης και ακαμψίας. Ο όρος αντιπαρατίθεται με πιο σύγχρονες εξελίξεις, όπου οι λεσβίες δεν αναπαράγουν τα πατριαρχικά στερεότυπα, ούτε έχουν σαφείς και πάγιους ρόλους, αλλά πιο εναλλακτικούς, εναλλασσόμενους και με αμοιβαία ευαισθησία.

Σημειωτέον ότι ενώ οι όροι μπουτς και νταλίκα είναι γενικά συνώνυμοι, η νταλίκα δηλώνει μια πιο ελληνική παλαιακή κατάσταση, συνδεόμενη με πιο ακραία αναισθησία και αρρενωπότητα, ενώ η μπουτς, εισαγόμενος όρος από τον αγγλοσαξονικό κόσμο, μπορεί να συνδεθεί με συγκριτικά περισσότερο στυλ και ευαισθησία, ειδικά από τη δεκαετία του 1990. Επίσης, η μπουτς, αν και έχει στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά στην εμφάνιση, δύναται να τα επιτελέσει τον ρόλο της με στυλάτο τρόπο, ενίοτε ακόμη και με λίγες "θηλυκές" πινελιές, καθιστάμενη stylish butch, ενώ η νταλίκα όχι, οπότε η νταλίκα είναι που χαρακτηρίζεται συνήθως ως ντουβάρι.

  1. Η Πέρσα και η Λένα, αυτοπροσδιοριζόμενες ως μπουτς, κατηγορούν τον ανδρισμό της νταλίκας ως ψεύτικο και ανέφικτο. Εδώ η μπουτς διαφοροποιείται καθώς η πρώτη «έχει περισσότερο συναίσθημα» ενώ η νταλίκα «είναι ντουβάρι». — Υπήρχε άτομο, γυναίκα, η οποία ήτανε ντυμένη νταλικέρης με Harley, με αλυσίδες και τέτοια, της έκανες έτσι και σου ‘ριχνε σφαλιάρα χωρίς να κοιτάξει να δει ποιος είναι και στο κρεβάτι ήτανε κοτούλα, πάρε με, μωρό μου, πάρε με. [...] Υπήρχανε κάποιες στιγμές με κάποια ζευγάρια που λέγαμε, ρε μαλάκα, τι είναι αυτό; Και κουβέντα στην κουβέντα πέφταμε σε άτομο, γιατί ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον υπήρχε κάποιος που θα πει, αυτή, αφού πήδηξα την δικιά της και μου είπε ότι την πηδάει και λέω δεν μπορώ να το πιστέψω, να το φέρω σαν εικόνα, να βλέπεις έναν άντρα, τι κάνεις, τι να σε κεράσω, αγάπη και το βράδυ να είναι πάρε με, μωρό μου, πάρε με. Δεν σου κολλάει σαν εικόνα, είναι τα δυο άκρα. (Λένα, 46 χρονών)
  2. Η νταλίκα είναι νταλίκα στο φαίνεσθαι και στο γίγνεσθαι. Ντύσιμο, συμπεριφορά, ομιλία είναι καλούπι. Το μπουτς είναι πιο κάζουαλ, στο κρεβάτι έχει τον αντρικό ρόλο αλλά δεν είναι δεν αγγίζεται. Έχει πιο πολύ συναίσθημα, το άλλο είναι ντουβάρι.
  3. «Παλιότερα ήταν όλες σαν άντρες» ενώ τώρα «δεν φαίνονται», ενώ οι νταλίκες εμφανίζονται τη δεκαετία του 1990 μαζί με τα γυναικάκια τους για να αντιπαρατεθούν με τα «παιδιά», τα πιο απελευθερωμένα και κάζουαλ, που δεν είναι «ντουβάρια» και δεν διαχωρίζονται έμφυλα μεταξύ τους.
  4. Η κυρίαρχη στην πρώτη μεταπολιτευτική φάση αριστερή κουλτούρα δίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τη θέση της σε ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο που σηματοδοτούσε την αποδοχή μιας φιλελεύθερης εκδοχής του εκσυγχρονισμού και την προσαρμογή των μαζικών συμπεριφορών σε αυτή. Η στροφή αυτή ήταν περισσότερο έντονη στα αστικά μεσαία-ανώτερα στρώματα και στις νεαρότερες ηλικίες (Βούλγαρης 2008:282), και είναι τα ιδανικά αυτών των τάξεων που κυριαρχούν πλέον στο δημόσιο χώρο. Οι λεσβίες, λοιπόν, οφείλουν να μην είναι «ντουβάρια» όπως οι σύγχρονοί τους άντρες για να προσεγγίσουν ερωτικά μια γυναίκα και να προβάλλουν μια πιο απαλή αρρενωπότητα, δηλαδή περισσότερο πολιτισμένη, συναισθηματική, με καλούς τρόπους, αστική (Γιαννακόπουλος 2006). Με άλλα λόγια τα σύγχρονα ελληνικά, κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά ιδανικά συνδιαμορφώνονται με την έμφυλη έκφραση των πολιτών της χώρας. Πιο συγκεκριμένα οι αλλαγές στους ελληνικούς ανδρισμούς αντικατοπτρίζουν τις επιθυμητές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία.(Όλα τα παραδείγματα από το: Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022).

Got a better definition? Add it!

Published