Ο Νίκος Φίλης, ο νυν υπουργός της παιδείας (;) μας. (βλ. κατελισμός)
Ο Νίκος Φίλης, ο νυν υπουργός της παιδείας (;) μας. (βλ. κατελισμός)
Got a better definition? Add it!
Υβριστικό φολκλοροεπίθημα που δακτυλοδεικτεί τις δυσμενείς συνθήκες υπό της οποίες κάποιος "πιάστηκε" - δηλαδή έγινε η σύλληψή του - και τις υποτιθέμενες δυσάρεστες ιδιότητες που συνεπάγονται.
Το σάη ήδη καλύπτει τα:
Προσθέτουμε και μερικά ακόμα, σίγουρα υπάρχουν κι άλλα:
- Ποιος άλλος θα την έκανε την ζημιά από το διαβολόπιασμα του Κωνσταντή... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 52).
- Άκουσα και το «παλαιάς κοπής» "κερατοπιάσματα"... (εδώ)
- Σήμερα Νικόλα, σου την έφερε ο ταβερνιάρης και αλήτης και πουτανόπιασμα με τον όνομα Μπέος. Εσύ και ο άλλος με τα πούρα, ο Ανδρέας. (εδώ)
- εσένα καραγκιόζη ο νταλάρας ούτε να χέσει δεν καταδέχεται ... σκατόπιασμα έπιασες και τον νταλάρα στο στόμα σ (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Όταν ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι επέλεξε ως nom de guerre το Ста́лин ("ο ατσάλινος αθρώπας") ουδείς προέβλεψε ότι τόσα χρόνια μετά θα καθίστατο θεμελιώδες γαμοσλανγκοτέτοιο στο πολιτικό ντισκούρ της τόσο μακρινής από τις Σιβηρικές στέπες Ελλαδάρας.
Το πρόθεμα σταλινό- προσδίδει σε ό,τι να 'ναι ένα κόκκινο σκουληκιάρικο ζενεσεκουά. Ορισμένα σταλινοπαράγωγα στέκουν καμαρωτά ως σλανγκενεργά μπινελίκια, άλλα ανήκουν στην ξύλινη πλην χρήσιμη πολιτική γλώσσα, τα περισσότερα φευ αποτελούν ακυρίλες με μηδαμινό σλανγκικό ενδιαφέρον.
Παραθέτουμε μια δειγματοληπτική γουγλαποδελτίωση, σαρώνοντας σάη όλου του πολιτικού φάσματος από τα αριστεριάρικα ιντυμήντια μέχρι και το πιο βορβορώδες υπογάστριο της ακροδεξιάς ιστ(ι)ογραφίας.
☭ Σταλιναριό
☭ Σταλίνα, σταλίνας
☭ Σταλίνι
☭ Ισλαμοσταλίνας
☭ Σταλινοακροδεξιός
☭ Σταλινοαριστεριστής
☭ Σταλινάρχης
☭ Σταλινοαφεντιά
☭ Σταλινογαμπρός
☭ Σταλινογερμανοτσολιάς
☭ Σταλινογκεμπελσικός
☭ Σταλινογοτθικός (σ.ς. ρυθμός αρχιτεκτονικής)
☭ Σταλινογραφειοκράτης
☭ Σταλινοδημοκράτης
☭ Σταλινοδραχμιστής
☭ Σταλινοεσωκομματικά (σ.ς.: μαλλιοτραβήγματα)
☭ Σταλινοεθνολαϊκιστής
☭ Σταλινοζαχαριαδικός
☭ Σταλινοιντελιγκέντσια
☭ Σταλινοκαπιταλιστής
☭ Σταλινοκατάντια
☭ Σταλινόκαυλος
☭ Σταλινόκοτα
☭ Σταλινοκουκουλοφόρος
☭ Σταλινόκωλος
☭ Σταλινολαϊκιστής
☭ Σταλινομάγαζο
☭ Σταλινομακαρθικός
☭ Σταλινομαοϊστής
☭ Σταλινομούλικο
☭ Σταλινόμουτρο
☭ Σταλινομνημονιακός
☭ Σταλινομπαλτάς
☭ Σταλινομπάσταδρος
☭ Σταλινόμπατσος
☭ Σταλινομπάχαλος
☭ Σταλινομπουρδολογία
☭ Σταλινοναζιστής
☭ Σταλινονεοναζί
☭ Σταλινόκαφρος
☭ Σταλινοκουράδα
☭ Σταλινομούλικο
☭ Σταλινοοργουελιανός
☭ Σταλινοοστεοπορωμένος
☭ Σταλινοπάπισσα
☭ Σταλινοπαραφιλολογία
☭ Σταλινοπαρέα
☭ Σταλινοπασόκος
☭ Σταλινόπουστα
☭ Σταλινοπροσκυνημένος
☭ Σταλινοπροφέσορας
☭ Σταλινόπουτσα (σ.ς. στην Βαρσοβία έτσι αποκαλούν χαιδευτικά το φαλλικό "Ανάκτορο Πολιτισμού και Επιστήμης", δωράκι του Παρερούλη στον Πολωνικό λαό)
☭ Σταλινορεμάλης
☭ Σταλινορεφορμιστής
☭ Σταλινοσκατά
☭ Σταλινοσταχανοβισμός
☭ Σταλινοσυμμορίτης
☭ Σταλινο,τινάναι
☭ Σταλινοτιτοϊκός
☭ Σταλινοτροτσκιστής (σ.ς.: μπερδεμένος αριστεριστής που επιτίθεται στην ίδια του την πλάτη με παγοκόφτη)
☭ Σταλινοτσαουσεκικός
☭ Σταλινοτσολιάς
☭ Σταλινο(τ)συριζάκι
☭ Σταλινουπερβολικός
☭ Σταλινοφάγος
☭ Σταλινοφαινόμενο
☭ Σταλινοφασίστας
☭ Σταλινοφασισταριό
☭ Σταλινοφεμινισμός
☭ Σταλινοφιλελές
☭ Σταλινοφονιάς
☭ Σταλινοψεκασμένος
☭ Σταλινοχιτλερικός
☭ Σταλινοχαμουρέματα
☭ Σταλινόχορτο (σ.ς. ταίζω κάποιον...)
☭ Σταλινοχοτζικός (σ.ς. αλλά όχι με την καλή έννοια)
☭ Σταλινοχριστιανός
Got a better definition? Add it!
γριάλιτι, γρια-lity
Ριάλιτι με γρέντζες και γιαγιόνια που άμα λάχει μπορεί να αποδειχθούν και κουγκαρονίντζα.
Στην Αμερική το ριάλιτι παιχνίδι Extreme.Cougar.Wives έχει προκαλέσει αίσθηση και πολλά σχόλια, γιατί το βασικό του θέμα είναι οι ερωτικές σχέσεις ηλικιωμένων γυναικών με πολύ νεαρούς άνδρες. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις οι διαφορές ξεπερνούν και τα 40 χρόνια.
Στα καθ' ημάς, ο όρος υπάρχει πριν το 2004 ("Άγαμοι Θύται"), αλλά έγινε βάιραλ μετά την ανάδειξή του από το ράδιο Αρβύλα:
από το δίχτυ:
Το πρόγραμμα των Αγάμων είναι αρκετά πλούσιο και περιλαμβάνει παλιά και νέα επεισόδια. Ο Ιεροκλής παρλάρισε ωραία με τρεις περσόνες: ως κλασική γιαγιά [γριάλιτυ σώου], ως γιεγιές νονός [και yes και no] και ως Ανέστης [γκαλοπάκιας βραδύγλωσσος]. Πολύ πετυχημένο ήταν επίσης και το τρίδυμο Ιεροκλήξ- Σταροβελίξ - Κακοφωνήξ [Κορμανός] που κατέβηκε στην Αθήνα για το Άουτλουκ και τα μεταλλαγμένα καρπούζια του. (εδώ)"
Έριξα ένα μικρό zapping στα δορυφορικά κανάλια και αποχαυνώθηκα με το γνωστό ολλανδικό γριάλιτυ “Time to Say Good Bye”, στο οποίο διάφοροι υπέργηροι παίχτες προσπαθούν να πεθάνουν ο ένας τον άλλο μια ώρα αρχύτερα. (εδώ)
Και απο την αλλη Τεταρτη το νεο γρια-lity με την Αννα Βισση...στεη τιουντ
Μα δεν το βλέπουν οι καναλάρχες; Τα ριάλιτι ως σήμερα απέτυχαν να αγγίξουν την τρίτη ηλικία. Ποιος θα σκεφτεί τα γριάλιτι;
Got a better definition? Add it!
Το ύπουλα σταδιακό (ή το μπροστά-στα-μάτια-σου) μπατάλεμα κάποι@ από ευγάμητο υπερτούμπανο σε εύχοντρ@ φακλανιάρ@.
- Μέλος του φακλαναριού, το ακραίο φακλάνι, εκφακλανισμένο θρέμμα της Φακλανδίας. (εδώ)
- Η Σανταζίνια έχει γίνει δυστυχώς Σανταμούτρα του Active Burger, καθώς από πιστότητα στην πρώτη ετυμολογία του bap, για να το θέσω βρασταμανιστί, "διέβη τον Ρουβίκωνα του μη αναστρέψιμου εκφακλανισμού της". (σχόλιο Khan στο λήμμα λοουμπαπάς)
Εκ του βυζαντιοσλανγκικής προέλευσης ονόματος Φακλάνα.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.
Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίθημα / σλανγκοκατάληξη (στην γαμοσλανγκοτέτοια γραμματική κατατάσσεται ως Β΄ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ). Σχηματίζει ουσιαστικά ουδέτερου γένους και με πολύ λίγες εξαιρέσεις (κουμπαριό, καμπαναριό, πλυσταριό, καρβουναριό, αντε και ξαπλωταριό), σχηματίζει λέξεις που έχουν περισσότερο ή λιγότερο μειωτικό έως και υβριστικό νόημα.
Μ' αυτή τη φόρτιση έχει δώσει ήδη σπουδαία λήμματα στο σλανγκρ: Αρχιδαριό, ελληναριό, καμπαναριό, καπηδαριό, κεραμιδαριό, καρακιτσαριό, καραμπιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, μαλακαριό, παπαδαριό, πουταναριό,πουσταριό, φακλαναριό, φασισταριό, χαλικουταριό.
εδώ
Όπως σωστά γράφει ο βικαρ στην -ίλα, "[...] συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής":
Got a better definition? Add it!
ντεκαντάντσια, ντεκαντανσαρία, ντεκαντανσιανός
Όπως και η ντέκα, οι λέξεις αυτές προέρχονται "από την γαλλική décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς»".
Στα ισπανικά προφέρεται έτσι και μάλλον από κει πήραμε την συνώνυμη ντεκαντάντσια. (Ακριβώς το ίδιο προφέρεται και στα ρωσικά (декаданс), γιαυτό σκέφτομαι μήπως επέδρασε κι εδώ η κουκουσλάνγκ...).
Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα δάνεια απ' την ξένην και μπαίνει μπρος το ελληνικό γλωσσικό δαιμόνιο, ώστε να δημιουργηθεί η ντεκαντανσαρία και ο ντεκαντανσιανός που φέρνουν προς λουμπεναρία και λουμπενικός, αντιστοίχως.
Η ντεκαντανσαρία εκτός από καραπαράκμα έχει επιπροσθέτως και μια κάποια προίκα κιτσαρίας, ενώ με την προσθήκη της κατάληξης -ανός, δημιουργείται εύκολο επίθετο για χρήση όπου δει.
παρακμή, ντεκαντάντσια, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ (εδώ)
3η φορά στα Σκόπια (που ζηλευεις) κ η ίδια μελαγχολία με έπνιξε. ντεκανταντσια, όχι γοητευτική #balkan_trip
"Ντεκαντάντσια και ιντελιγκέντσια", πούλεγε κι ο αείμνηστος Ζαχαριάδης. Κρίμα. (εδώ)
...πρεπει να ταπεινωθουμε για λιγο .... το κοκορετσι ειναι μια αγνη βουκολικη και καθαρα Ελληνικη ντεκαντάντσια ... Θελω να ντυθω Γκολφω κ να ψαχνω στα λημερια να ταίσω τον Κιτσο , κρατωντας μια σουβλα κοκορετσι. (εδώ)
Συγνώμη, αλλά η δική σας πλευρά τί έχει να προσφέρει στον συγκεκριμένο τομέα; Δε λέω, τζόβενο, τυλιγμένο με σεντόνι, αγνό και αθώο, με το μαλλάκι του, με το μουσάκι, αλλά άντε να το κάνεις γούτσου μία, άντε δύο, μετά; Ενώ το ανταγωνιστικό πακέτο περιλαμβάνει φωτορυθμικά, ηχητικά εφέ, ντεκαντάντσια, τζέρτζελο. Απλά δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. (phorum, RE: θα θέλατε να υπάρχει θεός;)
ειμαι επαρχιώτισσα εγώ παιδί μου δεν τη μπορώ αυτή τη ντεκαντανσαρία που αργώ 3 ποτά στο γύρω-γύρω (εδώ)
"Είμαι ντεκαντανσιανό ακαουν?” Τι τα θες; μια ζωή στο ντεκαντάνς ήταν η καύλα. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
καραπαράκμα, παράκμα (η)
Καραπαράκμα είναι ο υπερθετικός της παράκμας, δηλαδή της παρακμής.
Είναι το μέρος κι οι συνθήκες που ζεί ο ανθρώπας ο οποίος, μαγκίτικῳ τῳ τρόπῳ, καλείται παράκμας.
Από τουίτη:
παρακμή, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ
και κεί που είσαι στην παράκμα, σου ρχεται και η ταλαίπα. μη σου τύχει φίλη μου.
Στην Ολλανδία πάντως μ' εκείνα τα παλιά ποδήλατα πολύ παράκμα μου φάνηκαν οι Ολλανδοί... εμείς φαινόμαστε χαϊλίκι σκέτο μπροστά τους...
- Από καμάκια, σερβιτόροι. Τι παρακμή, μα τον Ξένιο Δία. Τον κανονικό, όχι αυτόν του κ. Δένδια.
- και τα καμάκια παράκμα ηταν αλλα ειχαν ενα στυλ τουλαχιστον
Ασίστ HODJAS:
"Επίσης, άπαιχτη η ημισκούμπρεια έκφραση «έφαγα παρακμή»..." HODJAS εδώ
Είσαι απ’ τη Brazil
Είμαι απ’ τα Ημί
Μπήκα μεσ’ το ζουμί
Μα έφαγα παρακμή
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για το ευαγές όργανο όταν το περιφρονούν, το ίδιο ή αυτήν που το φέρει και μετά έχει κάθε λόγο και το όργανο και αυτή που το φέρει να είναι σαν το κλαμμένο μουνί. Το μουνί που το περιφρονήσανε, που δεν περνά πια η μπογιά του, που μετά τα ένδοξα έργα και τις ημέρες των κραιπάλων, είναι ώρα του, αφού δε μπορεί να σύρει τίποτε πια και δε του το ζητάνε πλέον, αφού δεν κάνει πλέον αίσθηση, να βγει στη σύνταξη. Το θιγμένο μουνί, αλλιώς.
1."Μην τηνε βλέπεις τη Μάρθα τώρα που απόκαμε και είναι κλασμένο μουνί. Αυτή στα νιάτα της έσερνε καράβια, σκούνες, τράτες και μαούνες με την ίδια ευκολία... Τίποτα δεν άφηνε, η τσουλάρα... Είχαν όλοι να το λεν για τις επιδόσεις της..."
2. - Κοίταξε τη Βίκυ πως έχει ντυθεί! Μα καλά, τί την έχει πιάσει τώρα τελευταία και τα' χει πετάξει όλα όξω;
- Μη δίνεις σημασία... Φταίει που είναι κλασμένο μουνί... Δεν έχει σταυρώσει γκόμενο, εδώ και κάνα τρίμηνο κι έχει λυσάξει!...
- Μη και δε βρει και πηδήξει εμάς στο τέλος... Μέσα στα όλα τη βλέπω και την έχει φοβηθεί το μάτι μου!...
- Χαχαχα... Άραξε, ρε... Το κλασμένο μουνί είναι κλαμμένο μουνί κατά βάθος... Δε τη βλέπεις που περιφέρεται απελπισμένα;
χαρακτηρισμός προσώπου
Got a better definition? Add it!