Selected tags

Further tags

Παμπάλαια ναρκοσλανγκιά: κρύβω στον πρωκτό στο λούκι σταφ (κυρίως ζαπρέ ή χάπια) για μεταφορά στην ψειρού.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι με άδειο στομάχι η καλά εκπαιδευμένη σούφρα έχει χωρητικότητα έως και 250 τζι. Ο εντοπισμός του λουκαρίσματος γίνεται μόνο μέσω ακτινογραφίας η κωλοδάχτυλου. Θέλει ιδιάιρετη προσοχή γιατί το σπάσιμο του υπόθετου μπορεί να επιφέρει και το μοιράιο.

1. Ενας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους μεταφοράς ναρκωτικών από αδειούχο είναι το «λουκάρισμα», δηλαδή τα... υπόθετα με σακουλάκια γεμάτα ναρκωτικά και καλυμμένα με κερί..

2. ΟΛΟΙ οσοι γυρίζουν απο άδειες είτε ειναι «ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ» είτε ΟΧΙ συνηθίζεται να «ΛΟΥΚΑΡΟΥΝ» ( φυλακίστικη εκφραση και παληά) Λουκάρω σημαίνει βάζω στο ΛΟΥΚΙ ή αλλιώς στον πισινό μου μιά ποσότητα ναρκωτικών η οποία οταν θα περάσει θα πάρει το μερτικό του σε χρήμα αυτός που την εμπασε δλδή αυτουνου που ο πισινός εκανε χρέη περαματάρη,αν δεν ειναι τοξικοεξαρτημένος.Αν ειναι θα πάρει το κατιτις του σε ειδος δλδή σε πρέζα.Αποεκει και μετά γινεται και η υπόλοιπη μοιρασιά.Οσοι βοηθησαν να μπει και οταν τελειώσουμε με αυτά αρχίζει το σπρώξιμο ή νταραβέρι.

3. Άντε λουκάρισε κανά σκουπόξυλο ρε λαχανά! Όσο εσύ είσαι φυλακισμένος άλλο τόσο εγώ είμαι ο Πάπας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεωτερισμός που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα γενόσημα φάρμακα που έχουν μπει για τα καλά στη ζωή της ελληνικής οικογένειας. Όπως και στη φούντα, ο αντίστοιχος αλβανός των χαπιών είναι φτηνότερος, πιο βρώμικος και με περισσότερες παρενέργειες. Τα δημοφιλέστερα αλβανόχαπα είναι κατά κύριο λόγο βενζοδιαζεπίνες και αντιψυχωσικά και μπορείτε να τα βρείτε στο κοντινότερο δημόσιο ψυχιατρείο ή στον ΟΚΑΝΑ της γειτονιάς σας.

Στην λαίλαπα των αλβανόχαπων, του ευτελισμού και εμπαιγμού της δημόσιας υγείας και μαστούρας, αντιστέκεται ο παραπάνω κύριος, ορκισμένος πολέμιος των και ταγμένος στο λειτούργημα να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες υγείας (μαστούρες) στον μέσο Έλληνα.

-Πω ρε φίλε, ψείρισα χθες μισή καρτέλα χάπια απ' τη μάνα μου, μου ‘φυγε η μαγκιά. Κοιμήθηκα ένα δεκαπεντάωρο και ακόμα μαστουρωμένος είμαι.
-Είναι ζόρικα αυτά τα γαμημένα τα αλβανόχαπα ρε, θα μας πεθάνουν πριν την ώρα μας.
-Να σου πω κάτι όμως… κανένας δεν θα ζήσει αιώνια. Μπορεί να μην μας μείνει ντιπ μυαλό, αλλά μόνο όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει το παράλογο της ύπαρξης και της ζωής είναι πραγματικά ελεύθερος. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσεις έναν ανελεύθερο κόσμο, είναι να γίνεις τόσο απόλυτα ελεύθερος, ώστε και μόνο η ίδια σου η ύπαρξη να αποτελεί επαναστατική πράξη.
-Καλά καλά, άντε γύρνα το όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπασμένη πρέζα ή σπασμένη κόκα, η νοθευμένη με διάφορες άλλες (από στρυχνίνη, καφεΐνη, κοπανισμένα χάπια... μέχρι σοβά) σκόνη.

Αντώνυμο της καθαρής.

Σπάσιμο της Χ με Ψ (η νόθευση της Χ της με Ψ).

(Σ.σ. Εκλιπόντες σλάνγκοι θα έκαναν ολόκληρη διατριβή περί νοθείας και αποτελεσμάτων κατά περίπτωση. Εγώ ως εδώ μπόρεσα...)

  1. Κατα το σπάσιμο και το άκουσμα (ναρκοπαροιμία).

  2. Σπασμένες είναι όλες (οι πρέζες), η καθαρή σε στέλνει μια κι έξω.

  3. Η σπασμένη (κόκα) με στρυχνίνη χτυπά στο στομάχι. Η καφεΐνη τσιτώνει παραπάνω κι έχει άλλη πίκρα (στο στόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.

-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...

«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τουρκομερίτικη μαγειρική σημαίνει τσιγαρίζω, σοτάρω ελαφρώς. Ήτοι τοποθετώ το θύμα (συνηθέστερα κρέας, λαχανικά) σε σκεύος με μικρή ποσότητα λίπους* και ισχυρή φωτιά και το αρχίζω στα νταηλίκια. Κι εκείνο ζαρώνει από το φόβο του και μαζεύεται.

Γενικά, η εγχρωμάτωση των αψύχων – ειδικά των τροφίμων - με ζωηρά ανθρώπινες ιδιότητες είναι γλωσσική συνεισφορά των προσφύγων εξ ανατολής που αγαπάνε και την μαγειρική και την καλοφαγία και φυσικά τη ορεκτική κουβέντα γύρω από την ετοιμασία του φαγητού (εν είδει προπαρασκευής και παρουσίασης της τροφικής πανδαισίας που θα ακολουθήσει).

Το φοβέρισμα λοιπόν είναι μια χημική αντίδραση μεταξύ στοιχείων που περιέχονται ήδη στα φοβεριζόμενα τρόφιμα και δη των αμινοξέων (δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών) και των αναγωγικών σακχάρων (γλυκόζης, φρουκτόζης κ.λ.π) τα οποία με τη συνδρομή τής (άνω των 140°C - κατά άλλους άνω των 149°C) θερμοκρασίας και με επιταχυντή το λίπος, οδηγούνται τελικά στη μη ενζυμική****** αμαύρωση των τροφίμων, γνωστή (τοις πάσι φτύνουσι τα μπούτια των) και ως αντίδραση Μαγιάρ.

Προφανής στόχος του φοβερίσματος μπορεί να είναι το μαλάκωμα των λαχανικών ή η θωράκισή του κρέατος, όμως τελικός και αδιαφιλονίκητος σκοπός******* είναι η επίτευξη του οικείου χρώματος(να ροδίσει ρε αδερφέ) και εκείνης της (πόρνης σε οίστρο) οσμής που σε κάνει να πεινάς σα σκυλί ατάιγο, ενώ το φαΐ είναι μόλις τρία τέταρτα της ώρας μακριά από το τραπέζι. Συνεπώς το σπάσιμο της μύτης και η οφθαλμική στύσις - που προκαλεί το μαγειρευάμενο έδεσμα - συντελείται δια του σχηματισμού των "σκουροχρώμων και οσμηρών μελανοϊδινών" που παράγονται από την άνω χημική αντίδραση των αμινοξέων με τα σάκχαρα – και φτύσ’ τα μπούτια άλλη μία.

σ.σ: Λένε ότι η μαγειρική είναι αλχημεία και η ζαχαροπλαστική χημεία και η αλήθεια είναι ότι στην κουζίνα γίνονται όντως παπάδες σε μοριακό επίπεδο. Από το φοβέρισμα, στο καραμέλωμα (παραφοβέρισμα για περισσότερο χρόνο σε θερμοκρασίες πέραν του σημείου τήξης του προϊόντος), στο καρβούνιασμα και τελικά την αποσύνθεση, γίνεται κατανοητό ότι η μαγειρική τέχνη εξελίχθηκε σε επιστήμη, για καλό ή για κακό μας. Το συλλογικό ενδιαφέρον βέβαια εστιάζεται σ’ αυτά που βλέπουμε και κυρίως σ’ αυτά που γευόμαστε. Η όλη κατάστα θυμίζει Γιώργο Κωνσταντίνου που δε θέλει να το μάθει, αλλά να το φάει. Εισάγομαι εις το τριπ λόγω επειδή έχει γιομώσει η Ελλάς, ναούμ, από διατροφολόγους που σου πετάνε χημικές ορολογίες με τρομακτική ευκολία και σε βαθμό που να μπερδεύονται οι πcεκασμένοι αν η πατάτα είναι ορυκτός πλούτος ή γαρνιτούρα. Τι να λέμε τώρα, το'να τ' άλλο ξέρω γω. Φτύνω μπούτι μια γρήγορη και μπαίνω στο παράδειγμα.

Γιώργος: Τι κάνεις εκεί;
Πλάτων: Τι κάνω.. Δε βλέπεις; Φοβερίζω το κρεμμύδι...
Γιώργος: Πρόσεχε μη σ’ ακούσει το σκόρδο και τα πάρει.

*Όσο μικρότερο το ποσοστό της υγρασίας του μείγματος, τόσο πιο γρήγορα επιτυγχάνεται το φοβέρισμα. Εξού και το σχολαστικό, στέγνωμα ή μακρόχρονο σούρωμα των προς φοβέρισμα υλικών. Ισχύει περαιτέρω ότι η προσθήκη άλλων υλικών που περιέχουν οξέα ή βάσεις (λεμόνια, μαγειρικές σόδες) ή που θα επιβραδύνει ή που θα επιταχύνει αντίστοιχα την αντίδραση. Σε αφυδατωμένες συνθήκες πάντως(σκόνες αυγών, γάλακτος κτλ) και χωρίς τσιγάρισμα, λαμβάνει χώρα ένα ξεκούδουνο αποτέλεσμα φοβερίσματος αν και το προϊόν βρίσκεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Είχε παρατηρηθεί από τους αμερικανούς στρατιώτας κατά τον 2ο ΠΠ και κατά τα λεγόμενα, φάγανε τα αρχίδια τους οι επιστήμονες να βρουν γιατί συνέβαινε. Το βρήκαν κι έκτοτε πέφτει συντηρητικό με τη σέσουλα στις σκόνες και στα λοιπά αφυδατωμένα.

** Αντιθέτως αν το μαύρισμα είναι ενζυμικό (όπως λ.χ στα τραυματισμένα, δαγκωμένα, πετσοκομμένα φρουτολαχανικά) τότε το προϊόν επηρεάζεται και αισθητικώς και ποιοτικώς, κοινώς δε σου κάνει κέφι, επειδής το ένζυμο βρίσκει και τη χώνεται στο υπόστρωμα διακορεύοντας την οργανική του προϊόντος ενότητα (φτου φτου). Έρχεται καπάκι κι ο ατμοσφαιρικός αέρας και παρέα με το ένζυμο πάνε το φρουτολάχανο παρτούζα (επέρχεται η οξείδωσις που λέμε και στο χωριό) στην γειτονιά των Αγγέλων. Εντέλει θα το πιούμε σε χυμό, όλα τα ψήνει το μαντέμι.

***Στη βιομηχανία τροφίμων δια του φοβερίσματος του Μαγιάρ και εν συνεχεία δια της αποικοδομήσεως του Στρέκερ(ατύπως το υπέρ-παραφοβέρισμα, η "έκθεση των τροφίμων σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες") επιτυγχάνεται η απομόνωσις των εξ ων συνθέτουν τας φοβερισθείσας θροφάς. Άπαξ και απομονωθούν αλδεΰδες κλπ ύποπτα υποκείμενα, οι εφαρμογές φαντάζουν απεριόριστες. Με κάνα εφτάρι άνθρακες, μισή ντουζίνα υδρογόνα κι έναν άσσο οξυγόνο, φτιάνεις άχρωμο ή κιτρινωπό υγρό με οσμή πικραμυγδάλου.
Παρόλα τα φαινομενικώς θετικά που απορρέουν από το φοβέρισμα, ο κανών λέει ότι το αμινοξύ, που αντιδράει, χάνεται- συνεπώς μειώνεται και η θρεπτική αξία των παραγώγων του φοβερίσματος. Ως δε προς τα ενδιάμεσα προϊόντα της αποικοδόμησης Στρέκερ, αυτά εξακολουθούν να ερευνώνται ως προς τους μεταλλαξιγόνους παράγοντες που ενδεχομένως κονομάνε. Έχει δίκιο το παππούδι που φωνάζει "μην τα τρώτε φτούνα ρεεε" κι ας μην ξέρει ακριβώς γιατί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τεφλόν, τεφλών

Αυτός που καταφέρνει να βγαίνει αλώβητος από δυσκολίες και κρίσεις. Που πάνω του δεν κολλάει λάθος ή παρανομία, όπως τίποτα δεν κολλάει πάνω στο υλικό τεφλόν.
Κλασική, παλιούτσικη μεταφορά. Λέγεται πολύ συχνά (διεθνώς) για πολιτικούς.

Teflon is a nickname given to persons, particularly in politics, to whom criticism does not seem to stick. The term comes from Teflon, the brand name by DuPont of a "non-stick" chemical used on cookware. wikipedia

Τεφλόν, νέο ποιητικό σκεύοςείναι και περιοδικό για την ποίηση
Σημείωση: Γινεται και λογοπαίγνιο "η ώρα των τεφλών" (5ο παράδειγμα).

  1. Με… το «τεφλόν», το χημικό αδρανές που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες είναι ολισθηρό και άκαυστο, παρομοιάζει το περιοδικό «Time» για τον Αλέξη Τσίπρα σχολιάζοντας την απόφασή του να παραιτηθεί. (εδώ)
    TIME: Teflon Tsipras
  2. Σύνμτροφε εγώ ειμαι τεφλόν δεν κολλάει η λάσπη από τα νεοφιλελέυθερα φυντάνια της πουά αντίδρασης!

  3. Όλα τα «παρατσούκλια» των ηγετών: Σέξι ο Αλέξης, τεφλόν ο Ρούτε της Ολλανδίας, μανούλα η Μέρκελ (εδώ)

  4. Η κουράδα τεφλόν: Κουράδα τόσο καθαρή που δε χρειάζεσαι καν χαρτί για να σκουπιστείς.(slang.gr)

  5. Ήρθε η ώρα των... "τεφλών"! Έτσι, οι Τεφλόν ενώνουν τις δυνάμεις τους και παρουσιάζουν απόψε υλικό κυρίως από... http://fb.me/2BYo8O5VS (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αντιδρά. Δεν έχει την προσδοκώμενη μεταβολή συμπεριφοράς παρά τις σχετικές ενέργειες.

Αναποτελεσματική παρέμβαση μεταβολής ιδιοτήτων της ύλης μέσω σταδιακής προσθήκης βελτιωτικών: όσο και να βάλεις η κατάσταση παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη.

Το φαγητό, μολονότι κουταλάκι - κουταλάκι, έχεις προσθέσει μισό πακέτο αλάτι, μοιάζει ακόμα ανάλατο, ανάθεμα την ώρα που 'βαλες τη λίγη σόδα που σου 'πε η θεία. Η λεμονάδα είναι ακόμα ξινή, καίτοι έχεις ρίξει σταδιακά τρεις κουταλιές της σούπας ζάχαρη και της έχεις πετάξει τα μάτια στο ανακάτεμα Δεν α-κού-ει.

1.-Είπα στα παιδιά να τους φτιάξω λεμονάδα με τα λεμόνια της Ελένης. Τέτοια ξινίλα δεν έχω ξαναδεί, βάζω βάζω ζάχαρη, ανακατεύω, σαν να μην έβαλα τίποτα, δεν ακούει!
-Δώστους amita.
-Παιδιά να φέρω amitae αντί για ξινή λεμονάδα;
-Ναιιιιι

2.-Το δοκιμάσατε ρε παιδιά; Δε με πήρατε τηλέφωνο... Έπιασε με τα 100ppm;
-Ούτε με 100, ούτε με 200, είμαστε τώρα στα 300, μετράμε, ξαναμετράμε και δε φαίνεται να ακούει ρε Κώστα...
-Πτι γαμώτη, δε θα φορτώσουμε ποτέ!

Απαντά μόνο σε αυτή τη μορφή. Το "ακούει", καταφατικά, δε χρησιμοποιείται, εφόσον είναι αναμενόμενο να ακούσει, θα ήταν γελοίο ως δήλωση. Επίσης το "δεν ακούω", α' ενικό πχ, δε χρησιμοποιείται, άμα το ξέρεις ότι δεν ακούς να κοιτάξεις να ακούσεις και να αφήσεις τις μαλακίες, περιμένει κόσμος από σένα, υπάρχουν προσδοκίες από το σύμπαν, άιντε.

Ακουστικά δρώμενα με άλλες παραπλήσιες ή άσχετες έννοιες: μ' ακούει / δε μ' ακούει, ακούω, ακούγομαι, ακούγεται, ακούς εκεί!, δεν ακούει ούτε τη σκέψη του, τα ακούω, την ακούω, την ακούω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified