Further tags

Μάζεψέ τα. Δεν βρίσκω άλλη ερμηνεία παρά να προέρχεται από συντόμευση του «μάζεψέ τα». Γνωστό το τραγούδι του Τσιτσάνη, «τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα παραπεταμένα, μάσ' τα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα». Φυσικά συντάσσεται και με άλλους τρόπους, «μασ' το, το 'μασα» κλπ. Λίγο ξεπερασμένο, αλλά νομίζω κλασικό και χρησιμοποιείται και σήμερα.

Μάσ' τα πράγματά σου και άδειασέ μου την γωνιά.

(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρομαι στο πρόθεμα, δι αυτόν το λόγο λείπουν οι τόνοι. Το πρόθεμα αυτό μπαίνει πριν απο οποιοδήποτε μπινελίκι, και του δίνει στόμφο και ένταση, με αποτέλεσμα την ευφορία του ατόμου που το εκστομεί. Βεβαίως η ευφορία αυτή προέρχεται από την παρήχηση του «α», που γεμίζει το στόμα.

Το παραπάνω πρόθεμα αποτελείται από τα εξής δύο υποπροθέματα:

  • καρά-, από την τουρκική, που σημαίνει μαύρο (εξ ου και όλα τα επίθετα που έχουν το καρα-: Καραγιάννης, Καραγιώργης, Καραπαναγής, ή και καραγκιόζης που σημαίνει μαυρομάτης, καρα-μαύρος, γκιοζ τα μάτια). Και στην ελληνική ο μαύρος, εμπεριέχει και την έννοια του κακομοίρη.
  • -κατά-, το οποίο έχει πολλές σημασίες, αλλά όταν ακολουθείται από μπινελίκιον, παρατίθεται με την έννοια από πάνω μέχρι κάτω, σε όλο του το φάσμα.

Συντάσσεται ως επί το πλείστον με το «κερατάς», αλλά και το μαλάκας, λεσβία, γαμημένη, πουτάνα, πουσταριό του πάνε αρκετά.

  1. - Ήταν και η Ιφιγένεια χθες για καφέ. Την έφερε η Ρούλα. Ρώταγε για σένα και τον αδελφό σου.
    -Άσε με ρε με την καρακαταπουτάνα. Τα είχε με τον αδελφό μου, και την έπεφτε και σε φίλους του την ίδια ώρα...

  2. - Έτσι και πετύχω τον καρακατακερατά τον Λάκη πουθενά, θα τον σκίσω το μπούστη.

  3. - Τι ωραίο μουνί η Λίτσα και να είναι λεσβία, κρίμα.
    -Δεν είναι λεσβία, είναι καρακαταλεσβία. Μου έχει πει, ότι δεν έχει ακουμπήσει ποτέ στη ζωή της μαγιόξυλο.

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσφατα ενδεχομένως τυποποιημένη μορφή του ρήματος μπερδεύομαι με ειδικές συνδηλώσεις. Το αδόκιμο της έκφρασης έγκειται στην προστακτική, η οποία ζητά από τον ακροατή να μη μπερδευτεί, ωσάν το μπέρδεμα να ήταν κάτι που κανείς μπορεί να υποστεί ή να αποφύγει ηθελημένα («λέω να μη μπερδευτώ σήμερα»). Αυτό το μη μπερδεύεσαι δεν σημαίνει εδώ φυσικά «μην αναμιχθείς» (το οποίο λέγεται «μη μπερδευτείς / μπλεχτείς», με αυτή την προστακτική της στιγμής, μιας και το μπλέξιμο είναι κάτι που γίνεται ακαριαία κι άντε μετά να ξεμπλέξεις). Και σ' ένα στοιχειώδες και μόνο επίπεδο σημαίνει «μην επιτρέψεις να σου προκαλέσουν σύγχυση» (οι περιστάσεις, οι άλλοι κλπ). Δεν είναι όμως καθόλου το ίδιο με το μη μπερδευτείς (αν και είναι κοντά στο πιο παλιό συγκεντρώσου!).

Νοηματικά αυτή η προστακτική ενεστώτα, που πολύ συχνά συντάσσεται με γενική προσωπική, του πατροναρίσματος θα έλεγα (βλ. λχ. μη μου εκνευρίζεσαι, μη μου χαίρεσαι κλπ) δεν είναι μια απλή σύσταση για αυξημένη προσοχή, αλλά ένας ακόμα τρόπος με τον οποίο ο ένας βγαίνει από πάνω, καθώς βοηθά / παρηγορεί / συμβουλεύει κλπ τον άλλο (όπως τα εγώ θα σου πω, άκου με και μένα τη γριά πουτάνα και τα παρόμοια).

Έτσι, μη μπερδεύεσαι κυρίως σημαίνει: «Η πραγματικότητα είναι απλή και τις βασικές της συντεταγμένες μόλις στις εξήγησα, απλοποιώντας περαιτέρω προκειμένου και απλοϊκά άτομα σαν και σένα να τις συλλάβουν. Μην εμπιστευτείς, λοιπόν, τον εαυτό σου, αλλά εμένα και τις συμβουλές μου για να τη βγάλεις καθαρή, και να με ευγνωμονείς που το έκανα όλο αυτό για σένα».

Σε μια σύνθετη κοινωνία, βέβαια, που η συμβουλή εμπιστοσύνης γίνεται όλο και περισσότερο αγαθό εν ανεπαρκεία (μέσα στην υπερπληθώρα συμβούλων), στην οποία όλοι /-ες ψάχνουν το «κέντρο» και το «focus» τους, και που το πατρονάρισμα –γλωσσικό ή έμπρακτο– κανέναν δεν προσβάλλει ιδιαίτερα, αν αυτός το έχει ανάγκη, το «μη μπερδεύεσαι» γίνεται συνήθως ευμενώς δεκτό. Ώστε με τη γενίκευση της χρήσης της γραμματικής μορφής, αυτή δεν αντηχεί πλέον αρνητικά αλλά, για τον πολύ κόσμο, στα πλαίσια του κοινωνιογλωσσικού αυτοματισμού υπό συνθήκες ελεγχόμενου πανικού, ως δείγμα αυτοπεποίθησης και γνώσης του ομιλούντος –ακόμα κι αν αυτός είναι ο Λιακό.

  1. Νεκρική σιωπη η σχεση μας. Όχι μη μπερδεύεσαι, δεν ειχαμε ποτε σχεση. Ειχαμε κατι που οι αλλοι δε θα καταλαβουν ποτε [...] τελειωσαμε.τελειωσαμε αγαπη γιατι οι δυο μαζι ειμαστε ονειρο.ονειρο χωρις πραξη.

(Ερωτικό πατρονάρισμα σε blog, η ανορθογραφία του πρωτότυπου).

  1. Τι γλυκο πουτανακι που εχω εγω....Ακομα και οταν λειπω με σκεφτεσαι...;Κοιταξε να δεις επειδη εγω σε γαμαω δεν σημαινει οτι οποιος σε γαμαει ειμαι εγω.Δεν ειμαι κτητικος γτ ξερω οτι παντα γυρνας σε εμενα.Μη μπερδευεσαι.

(Σεξουαλικό πατρονάρισμα από φόρουμ, η ανορθογραφία του πρωτότυπου).

  1. Μη μπερδευεσαι, το οτι βαζω ενα κειμενο εδω δεν σημαινει οτι συμφωνω πληρως με αυτο, αν παρατηρησεις τα κειμενα που διαλεγω θα καταλαβετε οτι το βαζω ως προβληματισμο.

(εδώ η φράση έχει λειτουργία disclaimer αλλά στοιχεία πατροναρίσματος είναι και πάλι ανιχνεύσιμα).

  1. Οχι ρε παιδι μου !! Ειναι γκολφ κλασσ. Το σουπερμπ ειναι πασσατ. Μη μπερδευεσαι. μη συγκρίνεις φαμπια με οκταβια. Καμια σχεση. Ειχαμε και φαμπια... Οπως και το μαζντα 3 σε σχεση με το 6. Γη και ουρανος.

(από φόρουμ σχετικά με αυτοκίνητα, κάποιος μπερδεύτηκε κι έμπλεξε για την ορθογραφία τα είπαμε).

  1. Στο σημειο αυτό σου θυμιζω οτι οπου, λεμε οπου, υπηρξε καποια επαρκεια με καθοριστικη τη συμβολη εξεχουσων προσωπικοτητων, δε συνιστα «μεσσιανισμο», μη μπερδευεσαι.

(συζήτηση για το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά, από εδώ, στοιχεία πατροναρίσματος είναι και πάλι ανιχνεύσιμα, ορθογραφία μια απ' τα ίδια).

Κάπου μετά 0.45 (από Khan, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της έκφρασης έτσι δεν είναι; Στην Κύπρο παίζει πολύ. Προφέρεται ένε; με ελαφρώς τραγουδιστή προφορά.

- Θα μείνουμε πολλή ώρα να μας πουτανοδιαβάζει αυτός ο μαλάκας;
- Εμ, φιλενάδα; Πριν μισή ώρα και τι παίδαρος είν' αυτός, και τι καλά που τα λέει. Πάμε να φύγουμε. Όχι μείνε λίγο ακόμα. Ηθελέστα και παθέστα. Έ'ν'αι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση των Ημισκουμπρίωνε, ήπερ εστί μεθερμηνευομένη «η ενόχληση του αυτιού». Σχηματίζεται κατά τον εξής σλανγκικό μηχανισμό. Σύμφωνα με γνωστό σλανγκικό γραμματικό νόμο, τα θηλυκά ουσιαστικά σε -ηση και -ιση, σλανγκίζονται με το να αντικατασταθεί η κατάληξή τους από , λ.χ. ενόχληση- ενόχλα, καταχώριση- καταχώρα, ηχογράφηση- ηχογράφα κ.ο.κ.

Εν συνεχεία, υπάρχει το φαινόμενο του υπεραστισμού, όπου η σλανγκ λαμβάνει μορφές ή λεξιλογικούς τύπους από την καθαρεύουσα ή και αρχαΐζουσα, μόνο που σε (μάλλον ειρωνικώς) λανθασμένη μορφή. Κάτι ανάλογο δηλαδή με την πρακτική ανορθογραφιστών καθαρευουσιάνων ευπατρίδων, όπως ο καθ' ημάς Γεώργιος Ζάκκης. Εν προκειμένω, για το αυτί λαμβάνεται η αρχαία λέξη οὖς. Μόνο που η Γενική του είναι τοῦ ὠτός, το οποίο τα Ημίζ το μετατρέπουν κατά ένα αμάλγαμα με Δημοτική σε του ωτού, προκειμένου να κάνει και τιραμισουρεαλιστική ομοιοκαταληξία με την στάση του λωτού, στην οποία επιδίδεται ο δημόσιος υπάλληλος. Χαίρομαι γιατί είχα ήδη λημματογραφήσει τους δύο σλανγκικούς μηχανισμούς, με τους οποίους τα Ημίζ σχηματίζουν την φράση, για να ευλογήσω και τις δαγκάνες μου.

Νόημα: Η ενόχλα του ωτού, είναι η ηχορύπανση, η ενόχληση του αυτιού, και κατ' επέκταση ο φορτικός άνθρωπος, ο σπασαρχίδης, ο σπασοκλαμπάνιας. Ιδίως άμα βαριόμαστε την ζωή μας, όπως οι υπάλληλοι του Δημοσίου και επιδιδόμαστε στην στάση του λωτού.

Λέγεται αυτή η έκφραση εκτός Ημίζ συμφραζομένωνε; Ένα πρόχειρο γούγλισμα έδειξε ότι υπάρχει μόνο εντός του Ημίζ διστίχου, καθώς και στο Δ.Π. του slang.gr, όπου την κατεχώρισε ο Bubis, και όθεν την ανέσυραν τα γονίδια του Dirty, που έχουν παραμείνει στο Craborg μου...

Δημόσιο Forevah, απόσπασμα:

Έχει ημιαργία; Φτου σου ρε γαμώτο
Κι έχω να συμπληρώσω και το καινούριο ΛΟΤΤΟ
Τέλος πάντων, φέρτε το βιβλιάριο
Έχετε καμία σχέση με τη Σάσα Ντάριο;

Με τη Ροζίτα Σώκου; Το Γιώργο Κατσαρό;
Όχι; Πάει η ευκαιρία! Φύγετε από δω
Τι θέλετε και είστε η ενόχλα του ωτού;
Δεν βλέπετε ότι πράττω τη στάση του λωτού;

Όλο το άσμα εδώ.

(από Khan, 26/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιατί ενώ τρώμε τυρόπιτες στον Γρηγόρη και ψωνίζουμε στον Βασιλόπουλο αντιθέτως μασουλάμε χάμπουργκερ στα Friday’s;

Ο γραμματικός αυτός γρίφος ίσως να οφείλεται στη σύγχυση της γενικής («του McDonald’s») με τον πληθυντικό («τα McDonalds») που προκαλεί η αναφορά σε επιχειρήσεις με ξενικά ονόματα.

Για παράδειγμα, ψωνίζουμε οικιακό εξοπλισμό «στα ΙΚΕΑ», που στο συλλογικό μας υποσυνείδητο μάλλον αποτελεί πληθυντικό του «ΙΚΕΟΥ».

Σαφώς και δεν πρόκειται για σλανγκ, αλλά για αξιοσημείωτο άτυπο γραμματικό σχήμα που τείνει να επικρατήσει.

Το Μad Radio 106,2 «θα σε δει» την Κυριακή 29 Μαρτίου στα Starbucks Βούλας
(από εδώ)

Πήγα στα ΙΚΕΑ και χθες, και πρόλαβα τα κομοδίνα από την no name που ήθελε να μου τα φάει. Χα. Τώρα έχω ολοκληρωμένο σετάκι, κάπου €700 λιγότερα, και ελάχιστο χρόνο να το στήσω.
(από εδώ)

Από τα Goody's Κομοτηνής ζητούνται νέοι και νέες ηλικίας από 22 έως 30 ετών, για μόνιμη απασχόληση. Πληροφορίες εντός του καταστήματος.
(από εδώ)

Τα McDonald’s, μια που τις μιαλλύττερες εταιρίες fast food σε ούλλο τον κόσμο, όπως τζιαί άλλες τόσες αλυσίδες ταχείας εξυπηρέτησης (Starbucks, KFC, Burger King κ.τ.λ.), εκμεταλλεύκουνταί μας καθημερινά, φκάλλοντας τα κέρδη τους εις βάρος ούλλων μας, είτε είμαστε καταναλωτές τους είτε όι.
(“Αντικαπιταλιστική παρέμβαση στα McDonald's της Λήδρας” δαχαμέ)

Αλλά Ο Γκούτσης. (από Dirty Talking, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθίζεται αυτή η επανάληψη στην κλητική προσφώνηση, ως Υπερθετικός του «μεγάλε» (για άλλους Υπερθετικούς βλέπε εδώ). Να μην συγχέεται με την καρέτα καρέτα.

Πηγή: Γαϊδουράγκαθος.

«Τό 'πιασες το υπονοούμενο μεγάλε μεγάλε;».

(Χαρακτηριστική ατάκα Μητσικώστα ως Γ. Καρατζαφέρη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί της κλητικής, κύριε.

Προσφώνηση για άντρες, κυρίως αγνώστους, όχι ιδιαίτερα ευγενική αλλά ούτε και εντελώς απρεπής. Χρησιμοποιόταν από παλιά για να εκφράσει μια συγκρατημένη ενόχληση, σε συνδυασμό όμως με την τήρηση των αποστάσεων. Δεν είναι τόσο οικεία ώστε να υπονοεί πρόκληση σε καβγά, αλλά δε λέει όχι και σε μια μικρή λογομαχία. Σχετικά αντίστοιχο για γυναίκες είναι το «μαντάμ» ή «μανδάμ».

Σήμερα πλέον το «κύριος» το λένε ακόμη και μαθητές προς τον καθηγητή, χωρίς κατ' ανάγκην πρόθεση πρόκλησης.

Κατ' αναλογίαν έχει βγει και το «φίλος» (=φίλε), που μπορεί να είναι απολύτως κόσμιο και φιλικό.

Σημείωση: Γενικά η χρήση ονομαστικής αντί κλητικής, που εκ των πραγμάτων μπορεί να γίνει μόνο σε αρσενικά, εκφράζει μια απόσταση. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό, π.χ. «Νέος! Παπαδόπουλος! Λοχίας!»

  1. Άντε ρε κύριος, μια ώρα στο φανάρι!

  2. Κύριος, να πάω τουαλέτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από το αντιλαμβάνομαι και το αντιλαβού της προσευχής (αντιλαβού, σώσον και διαφύλαξον...). Βέβαια και το αντιλαβού της προσευχής από το ίδιο ρήμα είναι, αλλά μάλλον ο παλιός κουτσαβάκης δεν το ήξερε. Παρά ταύτα, ο παλιός κουτσαβάκης είχε μια τάση να αντλεί από τη λόγια γλώσσα υλικό για την αργκό του, συνήθως με κάποιες παραφθορές είτε στη γραμματική (π.χ. Ρε δεν έχεις μύτη; Δεν αντιλήβεσαι;) είτε στη σύνταξη και τη σημασία (π.χ. το οποίον, βλ. παρακάτω).

Συνήθως λέγεται με σκοπό να λήξει η συζήτηση και να έχει πει αυτός που το λέει την τελευταία κουβέντα.

Παλιό μάγκικο.

-Το οποίον, μανδάμ, ο Νώντας είναι κύριος και τέτοιες δουλειές δεν κάνει. Αντιλαβού;

-Ναι Νώντα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχουμε πρώτα διαβάσει τον άλλο ορισμό; Ωραία!

Σε παρόμοιο πνεύμα, «εγώ» είμαι επίσης το αυτοκίνητό μου. Κι εσύ το δικό σου, και ούτω καθεξής.

Λέγεται από τον οποιονδήποτε, όχι μόνο από άτομα με ιδιαίτερο μεράκι για τα αυτοκίνητα. Συνήθως όμως σε συμφραζόμενα σχετικά με το παρκάρισμα.

  1. Φτάνω σπίτι μου με το αυτοκίνητο. Κάνω βόλτες να βρω θέση. Και πριν καλά καλά κλείσω σαρανταπέντε λεπτά, τσουπ! να τος ο θέσαρος! Παρκάρω, και όταν έχω σχεδόν τελειώσει, με πλευρίζει ένας άλλος (δηλαδή ένα άλλο αυτοκίνητο) που επίσης ψάχνει θέση, δεν ξέρει αν παρκάρω ή ξεπαρκάρω, και με ρωτάει: «Έρχεστε ή φεύγετε;»
    Εγώ φυσικά έχω σκοπό να φύγω. Από το αυτοκίνητο. Αν όμως του πω «φεύγω» και αντ' αυτού φύγω, έχει όλα τα δίκια να με βρίζει μετά. Γιατί του είχα πει ότι θα φύγω, δηλαδή ότι θα φύγει το αυτοκίνητο.

  2. Βγαίνουμε από κάπου με ένα φίλο, που θα με πάει σπίτι μου με το αμάξι. Ψάχνουμε πού το έχει παρκάρει.
    -Πού είσαι;
    -Πού είμαι, ε; Χμμμ, για να θυμηθώ...

  3. (Και εκτός παρκαρισιακών συνθηκών):
    -Τι κάνει ρε μαλάκα ο κόκκινος! (αυτός με το κόκκινο)

Δικόγραφο (από Ο ΑΛΛΟΣ, 12/07/09)(από Ο ΑΛΛΟΣ, 12/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified