Further tags

Γέλως ή αλλιώς Γέλωτας ήταν ένα μυθολογικό πρόσωπο, προσωποποίηση του γέλιου. Οι αρχαίοι τον θεωρούσαν, μαζί με τον πόθο και την ηδονή, δώρα της θεάς Αφροδίτης προς τους ανθρώπους. Στην Σπάρτη μάλιστα γιορτάζονταν σαν θεός.

Το γέλιο λοιπόν, ή αλλιώς γέλωτας, επιστημονικά εξηγείται ως η χημική διέγερση και ειδικότερα από την εισπνοή του πρωτοξειδίου του αζώτου. Πρόσφατα οι επιστήμονες μπόρεσαν να εντοπίσουν το σημείο του εγκεφάλου, στο οποίο καταλήγει η δράση του πρόκειται για το μεταιχμιακό σύστημα, μία από τις πλέον αρχέγονες περιοχές του εγκεφάλου όπου εδράζουν τα συναισθήματα.

Στις μέρες μας χρησιμοποιείται νοηματικά όπως ακριβώς το γέλιο έχοντας όμως μια cult ομορφάδα, αέρα του παρελθόντος και έντονο λυρισμό.

-Καλά πας καλά ρε Γιάννη; Φωνάξαμε τους δικούς μου και με το που άνοιγαν το στόμα τους έσκαγες στα γέλια σαν να τους κορόιδευες ; - Ελεος ρε Μαρία, εγώ φταίω που ό,τι κι αν έλεγαν προκαλούσε τον γέλωτα;

(από sacilag, 07/07/09)(από sacilag, 07/07/09)(από sacilag, 07/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνό φαινόμενο στον σύγχρονο προφορικό λόγο είναι η παράλειψη του άρθρου σε φράσεις στις οποίες το συντακτικό το απαιτεί.

Μάλλον από βαρεμάρα, αλλά όπως και νά' χει προσδίδει ένα περίεργο στυλ στον λόγο.

Είναι λίγο προβληματικός ο ορισμός του φαινομένου, καθώς δεν μπορούν να παραλειφθούν όλα τα άρθρα, βλέπε και παράδειγμα. Αν το έχει συστηματοποιήσει κάποιος, ας γράψει τίποτες από κάτω.

- Πήγαμε σπίτι Τάσου χτες.
- Ήταν και αδερφός Ελένης εκεί;
- Ναι, ο μαλάκας.
- Σπάει αρχίδια ο καραγκιόζης. Αλλά είναι και μαλάκας, γιατί τα έριξε σε γκόμενα αδερφού Γιώργου, και προφανώς ο άλλος τό 'μαθε.
- Ποιος τον γαμάει... Παραγγείλω πιτόγυρα Μερακλή;
- Χώσου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το έτερον εκάτερον για όσους, κατά Vrastaman:

α) Μεγάλωσαν σε κοτέτσι,
β) Αυτοηδονίζονται στην τουαλέτα διαβάζοντας ESPRESSO,
γ) Είναι άσχετοι και ηλίθιοι,
δ) Συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.

Πρόκειται για ένα κλασικό μαργαριτάρι, όπως και τα «έτερον εκάτερον το ένα, έτερον εκάτερον το άλλο», ή το «αμφότεροι και οι δύο», ή το εξαπανέκαθεν.

Βέβαια, είναι άκρως συζητήσιμο κατά πόσο τα μαργαριτάρια αποτελούν σλανγκιές, αλλά τα παράπονά σας στον GATZMAN, που το ανέβασε στο Δ.Π. (με ασίστ από την Μαρία την Όμορφη).

Να διευκρινιστεί πάντως ότι το έτερον εκατέρωθεν μπορεί να σταθεί (οριακά) εφόσον σημαίνει «άλλο και από τις δυο πλευρές ξεχωριστά», (λ.χ. υπάρχει σαν έκφραση στον Τίμαιον του Πλάτωνος στο 53d) αλλά είναι μαργαριτάρι εφόσον με αυτό εννοούμε το «έτερον εκάτερον».

- Καλά, πώς μπορεί ο Νώντας να είναι και βαρβάτος τυροβρωμίκουλας, και να τον μπαίρνει;
-Έτερον εκατέρωθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκομμένος τύπος του εξοδούχος. Νεολογισμός που ευδοκιμεί στον ένδοξο Έψιλον Σίγμα (Ελληνικός Στρατός ντε), αυτή την κοιτίδα ανανέωσης της πατρίου ημών γλώσσης.

Γραμματικώς, είναι κατηγορηματικός προσδιορισμός, περιγράφει δλδ μια μη μόνιμη ιδιότητα του υποκειμένου, π.χ. ο Γιώργος είναι εξόδου απόψε (αλλά αύριο ποιος ξέρει, παίζει να τον φάει η μαρμάγκα και να χτυπήσει καμιά γερμανικούρα).

Διατί η συντόμευσις; Διότι στας ατελείωτας ώρας εντός του στρατοπέδου, τα κωλοφάνταρα, μη έχοντας πως να σκοτώσουν το χρόνο τους, ασελγούν επί της γλώσσας, όπως ακριβώς οι φυλακισμένοι και άλλες «ειδικές» πληθυσμιακές ομάδες. Πάνε κόντρα στην ορθοδοξία της επίσημης γλώσσας, και μεταχειρίζονται τους λόγιους τύπους της με τη δέουσα ασέβεια, όπως ακριβώς τους αξίζει: ακρωτηριάζοντάς τους.

Η φανταρίστικη ασέλγεια δεν περιορίζεται μόνο επί της γλώσσας. Ενίοτε επεκτείνεται και στο ίδιο το σώμα του φαντάρου (τατουάζ, τσαμπουκάδες, ντραγκς) ή - ακόμη καλύτερα - στο σώμα των συστρατιωτών του. Υπάρχουν διάφορα εξαιρετικά βίαια φανταρίστικα παιχνίδια για σκότωμα της ώρας, π.χ. ο περίφημος βεζίρης. Σε ακόμη πιο εξτρήμ καταστάσεις, λένε απλά πως στο στρατό ανακαλύπτεις τις κρυφές σου κλίσεις. Αλλά δε συνεχίζω μ' αυτά διότι αποτελούν αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Και κάτι τελευταίο. Το εξόδου ακούγεται και σαν γενική του έξοδος, κι όλοι έχουμε καταλάβει τα τελευταία χρόνια πόσο πιασάρικες είναι αυτές οι γενικές που αντικαθιστούν ονομαστικές, π.χ. ο τύπος είναι παμπλούτου (αντί πάμπλουτος), η κατάσταση είναι απαλεύτου (αντί απάλευτη), αυτά που μου λές είναι απιστεύτου (αντί απίστευτα) κ.ο.κ.

(στην παραμεθόριο)

- Μαλάκα, το βρίζουμε το κωλονήσι που μας στείλανε, αλλά έχει και τα καλά του. Πήγα χτες σ' ένα μπουρδελάκι στην πόλη που μου είχαν πει, κι η κοπέλα τα έσπαγε! Το καλύτερο τσιμπούκι της πενταετίας, άσε που τέτοιο θεόμουνο δεν παίζει με την καμία να γαμήσεις σε νορμάλ φάση. - Ναι ε; Καλά, θα πάω αύριο που είμαι εξόδου να ρίξω ένα βλέφαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο και κερδίζει έδαφος τούτο το σκατολογοπαίγνιο (σκατολογικό λογοπαίγνιο, δεν αναφέρομαι στην ποιότητά του) για την «Σέχτα Επαναστατών», τη νεόκοπη αυτή ομάδα «αντάρτικου πόλης» ή «τρομοκρατική οργάνωση» ή, σύμφωνα με τα γραφόμενά της, «ευρύτερης συνιστώσας που συναντιούνται όλες οι αντάρτικες αποκλίνουσες τάσεις που δεν συμμορφώνονται με τη τεχνική της πολιτικής αντιπαράθεσης, ούτε με τα κλασσικά ορθόδοξα επαναστατικά δόγματα».

Το λογοπαίγνιο με viral τρόπο (κυρίως γραπτό λόγο στο διαδίκτυο) προέκυψε μετά το τελευταίο χτύπημα μάλλον ως εξής

σέχτα > σ(χ)έστα [ή (σ)χέστα] κι άστα > [i]χέστα
[/i]
Το λογοπαίγνιο υιοθετούν κυρίως όσοι αναρχικοί και αριστεροί δε συμφωνούν με τη δράση της και έχει την πλέον ευρεία διάδοση σε sites που κατά την ίδια την οργάνωση θα χαρακτηρίζονταν ως απεύθυνσης «Λ.μ.Α.Τ.» (λούμπεν μικροααστική τάξη - προτείνω το μικρό «μ» για να δηλώνει το «μικροαστική» και να διακρίνεται από το «Μ» = μεγαλοαστική« τάξη) όπως το tvxs.gr. Αλλά αν και η προέλευση του όρου σίγουρα πρέπει να εντοπιστεί στην πλευρά της εξ αριστερών κριτικής, την χρησιμοποιούν πλέον και εθνικο-δεξιοί (είναι το επίπεδο λογοπαιγνίων που «πιάνουν»).

Τη γράφω δε με κεφαλαία τη ΧΕΣΤΑ διότι, στο κλίμα τρομοκρατίας που καλλιεργούν ευρύτατοι κύκλοι αμόρφωτων-με-αυτοπεποίθηση συμπολιτών μας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ίσως κάπου κάπως να είναι αρκτικόλεξο, γεγονός που εξηγεί και την κλίση «η σέχτα, της σέχτα» κ.λπ. αυτής της από χρόνια εξελληνισμένης λέξης.

Οι Χεστα γαζωσαν τον Αλτερ...εδω που τα λεμε δεν ηταν δελτιο ειδησεων αυτο ... (από εδώ)

Είναι οι ίδιοι, αυτοί που κρύβονται πίσω από τις Χέστες Επαναστατών και από τους Κλανοπορδικούς Αγώνες (από εδώ)

Από την ακραία πτέρυγα του ΕΛΑ τα μέλη της Σέχτα (από εδώ)

Και όπλο της ΣΕΧΤΑ στην επίθεση κατά του αστυνομικού (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εισαγωγική φράση επεξήγησης στον προφορικό λόγο από κάποιον που νιώθει ότι τον πνίγει το δίκιο του.

Δίνει στον ομιλούντα την αυτοπεποίθηση ενός ασυγκράτητου, χειμαρρώδους λόγου και γι' αυτό και την ψευδαίσθηση της πειστικότητας των επιχειρημάτων του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελικό -ς στις δυο αυτές λέξεις, παρά τη δημοφιλία του, δεν μπόρεσε ποτέ να επιβάλλει την παρουσία του και να επισημοποιηθεί, σε αντίθεση με τη λέξη τότες, όπου έχει καταφέρει να καθιερωθεί.

  1. - Γιατί κυρά μου δεν με θες; Επειδής δηλαδής είμαι πσαράς;

  2. - Γιατί να μείνω έξω από την τάξη, κυρία; Επειδής δηλαδής άργησα 35 λεπτά;

Βλ. και δηλαδής, να πούμε ξέρω 'γω και δηλαδής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με νόμο της σλανγκικής γραμματικής, τα υπερτρισύλλαβα θηλυκά ουσιαστικά που λήγουν σε -ηση και -ιση και τονίζονται στην προπαραλήγουσα, σλανγκίζονται ως εξής: φεύγει η κατάληξη και αντικαθίσταται από άλφα, ενώ ο τόνος είναι πλέον στην παραλήγουσα. Συμβαίνει πάντως και με άλλα ουσιαστικά, αλλά με τα παραπάνω στάνταρ.

συνάντηση - συνάντα
παρεξήγηση- παρεξήγα
ηχογράφηση- ηχογράφα μαγνητοφώνηση- μαγνητοφώνα
καταχώριση- καταχώρα

Και:
προσβολή- προσβόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγονταν τα παραπαίδια στα μαγαζιά χασάπικα, μανάβικα κ.α.

Τα παιδάκια λοιπόν αυτά ετών από 12 έως 20 είχαν εκτός από το σκούπισμα και το κουβάλημα από την αποθήκη στο μαγαζί εμπορευμάτων, και την αποστολή των αγαθών στα σπίτια των πελατών.

Και εδώ παίζει το παίγνιον τότε που ο αέρας ήτο καθαρός και ο έρωτας βρώμικος. Τα παιδάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν οι πελάτισσες (εκτός από την μεταφορά των εμπορευμάτων) για ικανοποίηση των σεξουαλικών ορέξεων τους με το ανάλογο χαρτζιλικάκι. Στα πεταχτά και γρήγορα γινόταν η δουλειά και με τα στραβά μάτια και την ανοχή του μαγαζάτορα, διότι και ο πιτσιρικάς ήταν σε ηλικία εφήβου και έπρεπε να αδειάζουν οι αδένες του τακτικά αλλά και οι κυρίες ήταν τακτικότερες πελάτισσες στο μαγαζί του.

- Έλα Ματίνα μου πάρε τηλέφωνο τον κυρ Τάσο το χασάπη και πέσ’ του να σου στείλει δυο κιλά αρνάκι.

- Έλα μωρή είναι καλό το χασαπάκι; πιο καλό από το μαναβάκι ;

- Πάρε Ματίνα μου πάρε που σου λεω 17 χρόνων μπουμπουκάκι σου λεω πάρε τηλέφωνο...

(από dryhammer, 27/05/14)(από Khan, 27/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ποιότητα, με πνιχτή προφορά. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια αυτής της προφοράς, ο δίφθογγος -οι- της πρώτης συλλαβής τρέπεται σε -χι-, επειδή ακολουθεί φωνήεν τονούμενο. Στη συνέχεια, η επανάληψη του -τ- ως -τη- και -τα-, μπορεί να οδηγήσει με συναίρεση της πρώτης συλλαβής σε ένα πιο παρατεταμένο -ττ-. Προαιρετικά, μπορεί να υπάρξει μια κοφτή παύση κατά την προφορά των δυο -ττ-, δηλαδή το λήμμα προφέρεται ως πχιότ-τα.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι την πνιχτή προφορά τη συναντούμε σε διάσπαρτες περιοχές της Ελ και σε διάφορες κοινωνικές τάξεις, αφού είναι γνωστό ότι θιασώτες της χρημάτισαν ακόμη και Πρωθυπουργοί.

- Με τη συνέπχια των λόγων μας και την πχιόττα των έργων μας, καταστήσαμε την Ελ ισότιμη εταίρο στην Ε.Ε. - Έχε χάρη που ακρίβυναν οι ντομάτες.

Λε Πα (από allivegp, 15/06/09)

βλ. και αύξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «τους ξηρούς καρποί» βλέπουμε να υπάρχει μια διάσταση στην πτώση μεταξύ επιθέτου (αιτιατική) και ουσιαστικού (ονομαστική), κάτι που προδίδει μια στάση αμφισβήτησης απέναντι στις νόρμες, τονίζει το ανυπότακτο του χαρακτήρα μας και υπογραμμίζει, ότι οι γραμματικοί κανόνες υπάρχουν για να εξυπηρετούν το γλωσσικό ένστικτο και όχι το αντίθετο.

  1. (από ταινία του Χάρρυ Κλυνν, νομίζω την «Και πάσης Ελλάδος»)
    - Γυναίκα, βάλε το βίντεο να παίζει και φέρε και τους ξηρούς καρποί.

βλ. και ξηροκάρπια και παρελκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified