Selected tags

Further tags

Στα Ανώγεια Κρήτης και στο πολιτισμικο-γλωσσικό τους Lebensraum γύρω από τον Ψηλορείτη, το ρήμα αγαπώ σε αμετάβατη σύνταξη σημαίνει είμαι ερωτευμένος, και πιο συγκεκριμένα: είμαι για πρώτη φορά (και άρα φόλα) ερωτευμένος (βλ. καψούρης) και (λόγω αυστηρών ηθών) συνήθως μυστικά. Δηλαδή, αγαπώ δε σημαίνει "νοιάζομαι", "είμαστε ταιριαστό ζευγάρι", "παρά τα χρόνια δε σε βρίσκω εντελώς τελείως αποκρουστικό", και λοιπά αντικλιμακτικά και κλιμακτήρια. Αγαπώ σημαίνει εδώ αποκλειστικά είμαι ερωτευμένος για πρώτη φορά και σφόδρα, γιατί μία φορά νοείτο να ερωτευτείς, την πρώτη, κι αν ήταν να ερωτευτείς καλό θα ήταν να ερωτευτείς πολύ... και μετά παντρευόσουνα.

Το αμετάβατο της σύνταξης είναι σημαντικό: δεν έχει σημασία ποιον αγαπάς, αλλά πρωτιστως το ότι αγαπάς, το σκανδαλώδες του ότι είσαι ερωτευμένος.

Η πιο συχνή και εμφατική χρήση του παραμένει στην ερώτηση "αγαπάς;" την οποία την απευθύνουν, με λύσσα κακιά προς το κορίτσι που ξετζανώνει και γαμπρίζει, τα υπόλοιπα θηλυκά του περίγυρου (μητέρα, αδερφές, θειάδες, ξαδέρφες, φίλες), όταν ψυχανεμίζονται ότι κάτι τέτοιο εξηγεί την αλλοπρόσαλλη εσχάτως συμπεριφορά της μέχρι πρότινος απονήρευτης κορασίδας. Αν την απευθύνουν αρσενικά (π.χ. πατέρας, αδερφός) έχουμε πρόβλημα.

- Μωρή, γιάντα δεν επήγες στο φροντιστήριο; Μωρή, αγαπάς;
- Όι μάνα, μάνα! Ετρεζάθηκες μάνα;!!!

Μόνο σπάνια μπορείς να ακούσεις σε τέτοια πλαίσια την λέξη αγαπώ για τη σχέση μεταξύ παντρεμένων. Πιο συχνά την ακούεις/ την άκουγες μεταξύ συγγενών και φίλων για τη συγγενική και φιλική αγάπη (μεταβατική σύνταξη).

- Χαρώ σε κι αγαπώ σε! (προς παιδάκι)

- Εγώ κουμπάρα να κατέεις σ' αγαπώ πιο πολύ απ' την αδερφή μου (κουμπάρες συνομιλούν).

Στη σχέση μεταξύ παντρεμένων την ακούεις/την άκουγες περισσότερο όταν ο ένας από τους δύο είχε πάει στον άλλο κόσμο:

- άχι, μωρέ, τον ηγάπουνα τον κύρη σας!

λέει η χήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: για σένα θα φάω ένα ταψί μπακλαβά.

- Σ' αγαπώ
- Νταξ, θα φάω ένα ταψί μπακλαβά!

(από GATZMAN, 20/02/11)Με ρωτάς εγώ για σένα τι θα έκανα. (από Galadriel, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γεωμετρικό σχήμα με τρεις πλευρές και τρεις γωνίες (ορθογώνιο, ισοσκελές, ανισοσκελές, σκαληνό κ.λπ.).

  2. Γλυκίσματα σε σχήμα τριγώνου, συνήθως σιροπιαστά. Τα πιο γνωστά και δημοφιλή είναι τα τρίγωνα Πανοράματος.

  3. Ο άνθρωπος έχει αχαλίνωτη φαντασία και, στο βωμό της ηδονής, την άφησε ελεύθερη να οργιάσει. Έτσι κατάφερε να κάνει πράξη και τις δύο αυτές σημασίες του τριγώνου, οργανώνοντας πάρτυ με ούζα τριών ατόμων, δημιουργώντας περιβάλλον με όλων των ειδών τα τρίγωνα και γλύκα περισσότερη αυτής των τριγώνων Πανοράματος. Τα σχήματα των τριγώνων δεν είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν την όρεξη και, βάζοντας πάντα την φαντασία να οργιάζει, ο άνθρωπος κατάφερε να μετατρέπει το τρίγωνο σε τετράγωνο, πεντάγωνο κ.λπ., κατάφερε δηλ. να κάνει ένα απλό γεωμετρικό σχήμα σε πολυμορφικό.

Σημείωση: τα τρίγωνα Πανοράματος και γενικά τα γλυκά τριγωνικού σχήματος, κατασκευάστηκαν πολύ αργότερα της οργάνωσης των πάρτυ με ούζα, αλλά κολλάνε ωραία...

Το βράδυ θα βγω με την Λίλιαν. Είσαι να μας κάνεις παρέα, να κάνουμε φροντιστήριο γεωμετρίας; Η Λίλιαν γουστάρει πολύ την πρακτική εξάσκηση στα τρίγωνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νέας κοπής έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται πια παρα πολύ, το γιατί τόσο πολύ δε με ξεπερνάει, βλ. παρακάτω. Όταν κάτι "με ξεπερνάει" σημαίνει ότι δεν ξέρω για ποιο λόγο γίνεται κάτι, ότι μου είναι ακατανόητο, και κατ' επέκταση (αλλά τι επέκταση! βλ. παρακατώ) ότι το θεωρώ πολύ αντιφατικό, παράλογο, εξωφρενικό και ακραίο (γιατί ακριβώς ακραίο θεωρούμε αυτό το οποίο δε βγάζει για μας νόημα). Ο υπαρξισμός ή υπαρξυσμός των φτωχών, θα έλεγα. Συνήθως θεωρείται, βεβαίως, in this country παράλογο αυτό το οποίο κάνει κανείς αν και αντιβαίνει στα στενά ατομικά και υπολογιστικά του συμφέροντα με την ευρεία έννοια. Είναι μεταφραστικό δάνειο (απορία: έτσι λέγεται αυτό ακόμα κι όταν το κάνουν μη μεταφραστές;) από τα αγγλικά, γιατί εισήχθη προκειμένου να αποδόσει το αμερκάνκο is beyond me, βλ. το λήμμα στο urban: beyond me. Στο ευρύ φάσμα των ςτφ, τι στον πούτσο;, τι λες τώρα! κ.λπ. και άλλων που δηλώνουν έκπληξη-αποδοκιμασία. Επίσης στο ευρύ φάσμα των φράσεων, όπως των περιφράσεων με το βγάζω, οι οποίες δηλώνουν την ερμηνεία μας (ή την αδυναμία μας για ερμηνεία) ενώπιον στάσεων και συμπεριφορών στο κοινωνικό πεδίο.

Η φράση μου βγάζει μια χιπστερ-ίλα και είναι όντως σύμπτωμα χιπυστερικόν και απ' αυτό που ονομάτισε πολιτικά μη ορθά κάποιος εδώ στο σλανγκ πουστρομανιέρα (ένα είδος gay διαλέκτου της σοούμπιζ που διαχέεται προς τα κάτω λόγω προβολής και επιρροής).

Εδώ είναι το παρακάτω: Με τη γενίκευση της χρήσης της, έγινε φανερό ότι ανακλά μια συντηρητική, κομφορμιστική, κλειστή και εγωιστική στάση απέναντι στον άλλο. Όταν διαρκώς μας ξεπερνάει κάτι που κάνει ή είναι ο άλλος, αυτό δε σημαίνει πια ότι δεν το κατανοούμε, όπως ήταν αρχικά το νόημα της φράσης, αλλά ότι παραιτούμαστε από το να το κατανοήσουμε, και ο λόγος είναι ότι ό άλλος δε μας ενδιαφέρει πια, δε δίνουμε δεκάρα τσακιστή, όταν παρεκκλίνει από την κοινωνική νόρμα και κανονι(στι)κότητα των καθημερινών ηθικών, πολιτικών, αισθητικών κλπ. επιλογών.

Λέγοντας ότι μας ξεπερνάει κάποιος για κάτι που κάνει, κατά κάποιο τρόπο τον σφάζουμε με το μπαμπάκι, γιατί η έκφραση εκ πρώτης φαίνεται να εκθειάζει/"δοξάζει" τον άλλο για την διαφορά του και να έχει μια "αυτοταπεινωτική" διάθεση (με ξεπερνάει = υπερβαίνει τις δικές μου φτωχές ικανότητες κατανόησης και τον υπαρξιακό/φαινομενολογικό μου ορίζοντα). Στην πραγματικότητα, όμως, μια πραγματικότητα που περίπου ο καθένας νιώθει σαν ένας μικρός οpinion leader...

(αρχή μεγαλούτσικης παρένθεσης -> opinion leader: αυτός ο όρος φαίνεται να σημαίνει αυτόν ο οποίος στα κουτσομπολίστικα πάνελ εκφράζει όχι τη γνώμη του, αλλά μερίδα της κοινής - υποτίθεται - γνώμης, με άλλα λόγια επιβεβαιώνει, επιστρέφει και επιρρώνει στη συντριπτική πλειοψηφία το κοινό περί νόρμας αίσθημα ή τις φαντασιακές μας κοινότητες, δηλαδή, συνήθως ότι ποταποτερότατον - βλ. και σχολιάκι μου εδώ για τις "γνωματζίδικες γνώμες" και τη θέση τους στο σλανγκ.τζιαρ. Το opinion leader ακούγεται μάλλον πιο δημοκρατικό από τον προκάτοχό του, το opinion maker - τέλος μεγαλούτσικης παρένθεσης)

...όταν λέμε ότι κάποιος/κάτι μας ξεπερνάει, τον διαολοστέλνουμε συνοπτικώς και άτεγκτα (βλ. και το άλλο αμερκάνκο: I have no time for this shit). Δηλαδή, γίνεται διαρκώς αυτή η αντιστροφή: κάτι με ξεπερνάει επειδή είναι ακραίο - > κάτι είναι ακραίο επειδή με ξεπερνάει. Έτσι, όμως, ομορφόπαιδα, πετσοκόβεται σιγά σιγά μέσα από τους κοινωνιογλωσσικούς αυτοματισμούς το humanum, η κοινή μας ανθρωπινότητα, η οποία μας επιτρέπει σε κάθε περίπτωση να λέμε ότι "Homo sum, humani nihil με ξεπερνάει" (= άνθρωπος είμαι, τίποτα το ανθρώπινο δε με ξεπερνάει). Τώρα ας μην αρχίσουμε τη συζήτηση για το Άουσβιτς ή και γιατί όχι;

Σε κάθε περίπτωση, σήμερα υπάρχει μια πίεση συνέχεια να λέμε ότι με ξεπερνάει εκείνο, με ξεπερνάει τ'άλλο, γιατί προφ όλα όσα κάνω εγώ είναι τόσο κατανοητά και τέλεια και αμιγή αντιφάσεων! Τόσο στιλβωμένα και ραφιναρισμένα/επεξεργασμένα!

προΤελευταία παρατήρηση: αν η φράση όπως υπεννόησα χρησιμοποιείται κατά κόρον και διαχέεται από σελέμπριτις και σεμπρίλιτις, αυτό έχει να κάνει με αυτό που λέμε υπερανάπληρωση αν και δεν είναι απαραίτητα ασυνείδητο όλο αυτό: πάντως, νιώθοντας ενοχικά για πράγματα που αναγκάζονται/επιλέγουν να κρύβουν τα οποία ξεπερνάνε (;) τον μέσο άνθρωπο (τον ποιον;) που τους ακούει και τους τρέφει και τους αγαπάει, δε χάνουν ευκαιρία να δηλώσουν ότι συμφωνούν με τον κοσμάκη σε ένα σωρό άλλα πράγματα που ξεπερνάνε τους ίδιους (π.χ.

"το γιατί ο άλλος θα κατέβει σε μια πορεία να διαμαρτυρηθεί και θα πετάξει μολότοφ, προσωπικά με ξεπερνάει"

κ.τ.ο.).

Τελευταία παρατήρηση: καμιά φορά το "με ξεπερνάει" απευθύνεται εις εαυτόν, όταν αναρωτιόμαστε γιατί κάνουμε εκείνο ή το άλλο σε στυλ αυτοψυχοψαξίματος.

Παραδείγματα από το νέτι:

«Με ξεπερνάει να με βρίζουν συμπατριώτες μου Παναθηναϊκοί»! Ξέσπασε ο Γιώργος Μανούσος στο facebook για τα όσα άκουσε από την κερκίδα των οπαδών του Παναθηναϊκού.

Νίκος Χατζηνικολάου: «Αυτό με ξεπερνάει! Τι λαός είμαστε;»Εμφανώς ενοχλημένος ήταν ο Νίκος Χατζηνικολάου σήμερα το πρωί, με αφορμή την κατάσταση που επικρατεί στους δρόμους της Αθήνας, λόγω της χιονόπτωσης.

Αυτό που οι κουτσουλιές είναι άσπρες στα μαύρα αυτοκίνητα και μαύρες στα λευκά με ξεπερνάει

Μόλις γύρισα από Τουρκία που ήμουν σε αποστολή της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το κουρδικό και μπορώ να πω απερίφραστα ότι ο ευρωπαϊκός κυνισμός με ξεπερνάει. Ξεπερνάει ακόμη και την τουρκική αγοραία βουλιμία, ξεπερνάει ακόμη και την ελληνική διοικητική ματαίωση των καιρών μας» (από δώ).

Γενικά, με ξεπερνάει το γεγονός ότι είναι τόσο αξιοπερίεργη η γυναικεία φιλία. Μας μειώνει. Ναι, οι γυναίκες μπορούμε να γίνουμε σκύλες μεταξύ μας, αλλά οι λίγες καλές φίλες που έχω μου αποδεικνύουν ότι μπορούμε να είμαστε και τα μεγαλύτερα στηρίγματα η μία για την άλλη.

Η υστερία από μόνη της είναι ένα θέμα προς έλεγχο, διότι από τη μία σημαίνει ότι έχω πράγματα απωθημένα και καταπιεσμένα που πρέπει να τα βγάλω στην επιφάνεια, να τα δουλέψω, να τα εκλογικεύσω και να τα ξεπεράσω. Από την άλλη όμως δείχνει ότι χάνω τον έλεγχό μου, δεν έχω ικανότητα να ελέγξω τον εαυτό μου σε κάποιες στιγμές, με ξεπερνάει ο εαυτός μου κι οδηγείται σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις που έχουμε μάθει να ονομάζουμε υστερικές. από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική φράση παρμένη από την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (Γ. Δαλιανίδης, 1967).

Λέγεται παραδοσιακά σε άντρα ο οποίος, κατά τον ομιλητή, κινδυνεύει να χάσει τον αντρισμό, τη μαγκιά, και κατ' επέκταση το στυλ και την προσωπικότητά του, για χάρη γκόμενας.

Δεν θά 'πρεπε να συγχέεται με τον τύπο του χαμαιλέοντα, ο οποίος ανά γκόμενα αλλάζει και στυλ (συχνότερα ίσως σε γυναίκες). Ξυρίζω το μουστάκι σημαίνει κάνω στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, προς κάτι μάλιστα που πάντοτε κορόιδευα.

Παράβαλε: σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, σούζα

  1. Α πα πα πα... Βέρα στ' αριστερό. Να δεις που αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις το μουστάκι σου! (από ιστολόγιο)

  2. [...] να πω το πικρόχολό μου σχόλιο: Μάστορα, ξεκόλλα: Μια γυναίκα σε φέρνει βόλτα, και σ'έχει κάνει να κλαις [...] Να δεις που θα σε βάλει να ξυρίσεις και το μουστάκι, που είπε κι ο Βογιατζής... Βάστα Μητσάρα... Ένας μας έμεινες. (από φόρουμ)

  3. Ο αυθεντικός διάλογος από την ταινία του Δαλιανίδη, μεταξύ του Μεμά (Βογιατζής) και του Φώτη (Γεωργίτσης) (από ιστολόγιο):
    ΜΕΜΑΣ: Φωτάκι, γιατί 'μαι φίλος σου. Αυτό το κορίτσι θα σε κάνει να βογγήξεις!
    ΦΩΤΗΣ: Ας βογγήξω...
    ΜΕΜΑΣ: Η Μαίρη είναι από άλλο ανέκδοτο, έχει μεγάλο φόρο πολυτελείας!
    ΦΩΤΗΣ: Κι εσένα, ρε, τί σε νοιάζει; Εσύ θα την πληρώσεις;
    ΜΕΜΑΣ: Δεν είναι η Σοφίτσα που της έβαζες τις φωνές και σταμάταγε η ανάσα της ένα εικοσιτετράωρο!
    ΦΩΤΗΣ: Καλά!
    ΜΕΜΑΣ: Ε, όχι και καλά! Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Να μου το θυμηθείς. Αυτή αν δεν σε κάνει φλώρο, εμένα να μην με λένε Μεμά!

(από Khan, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γκόμενα που, μόλις μαθαίνει ότι χώρισες με τον δεσμό σου, στην πέφτει ανοιχτά για να καταλάβει την θέση που χήρεψε... γιατί στην βράση κολλάει το σίδερο.

  2. Το μισθωμένο από μπαρμπουτιέρες και χαρτοπαικτικές λέσχες άτομο που αναλαμβάνει να παρηγορήσει με φιλικές κουβέντες τον μεγάλο χαμένο της βραδιάς και να τον στηρίξει ψυχολογικά. Αυτό συμβαίνει όταν ο χαμένος είναι καλός πελάτης, οπότε η δουλειά της παρηγορήτρας είναι να τον στήσει πάλι στα πόδια του ώστε μετά από μερικές ημέρες να τον ξαναμαδήσουν στην λέσχη.

  1. Παρηγορήτρα είναι αυτή. Μου την έπεσε κι εμένα μόλις χώρισα με την Νίκη.

  2. (Παρηγορήτρα προς τον χαμένο:)
    - Έλα μωρέ, τα λεφτά έτσι είναι, πάνε κι έρχονται... Γκίνια είναι θα σπάσει κάπου... Η υγεία είναι το σημαντικό...

υπάρχουν και χειρότερα (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πολιτική σλανγκ επιρροή είναι ο άνθρωπος που ακολουθεί και επηρεάζεται από μία πολιτική οργάνωση χωρίς να είναι ενταγμένος σε αυτή. Για να χαρακτηριστεί κάποιος επιρροή μιας οργάνωσης δεν αρκεί απλά να τη συμπαθεί (συμπαθών) αλλά απαιτείται και ένας βαθμός σταθερής παρουσίας σε κινητοποιήσεις της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λέξη χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πολιτικό επηρεασμό και από συγκεκριμένο άτομο, όχι απαραίτητα δηλαδή οργάνωση.

1) Αύριο έχουμε πορεία, να βρούμε από σήμερα όλες τις επιρροές μας!
2) Στο πανεπιστήμιο ήμουν επιρροή της ΠΑΣΠ. Τώρα σύριζα χαλαρά!
3) Μεγάλη μορφή ο Μήτσος, πρέπει να έχει πάνω από πενήντα επιρροές ο θεούλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γουτσιστική προσφώνηση, όπως λ.χ. το μωρουλίνι κ.τ.ό. Είναι όμως αρκετά πασέ, ενώ αντιθέτως το θηλυκό αγαπούλα διατηρεί εισέτι την ικμάδα και την ρώμη του.

  2. Οπότε, αγαπούλης, είναι κυρίως αυτός που από άλλους άντρες θα χαρακτηριστεί έτσι, κι όχι από την γυναίκα, υπονοώντας και εμμέσως και σαφώς ότι ο τοιούτος είναι μουνόδουλοςμουνοείλωτας αν έχει πέσει σε γυναίκα- Λεωνίδα που του κάνει το κρεβάτι this is Sparta).

  3. Η σημαντικότερη υποπερίπτωση του 2 είναι κττμγ η σημασία του αγαπούλη στην ιδιόλεκτο των μπουρδελιάρηδων. Συμβατικά θα ορίζαμε ότι ο αγαπούλης είναι ο ανιάτως πάσχων από πουτανοκαψούρα. Είναι όμως περισσότερα, είναι ένα δομικό σημαίνον. Είναι ο απόβλητος σε αντιπαράθεση προς τον οποίον η μπουρδελοκοινότητα ορίζει τον εαυτό της. Κάτι σαν τον αιρετικό για τους Χριστιανούς, τον ακροδεξιό για την δημοκρατική κοινωνία μας, ή τον Μπάμπη για το σλανγκεπώνυμο πλήρωμα. (Και όπως ο χριστιανός θα κληθεί να κάνει αυτοκριτική για τον αιρετικό μέσα του, ή ο Σλάνγκος για τον εντός ημών Μπάμπη, έτσι ο μπουρδελιάρης θα κληθεί να αποτάξει τον αγαπούλη ως αποδιοπομπαίο μέρος του εαυτού του).

Ο αγαπούλης είναι αυτός που θέλει να συνδυάσει την εξασφάλιση του εκτονωτικού πληρωμένου σεξ (αναγκαιότητα) με ερωτικό αίσθημα (ενδεχομενικότητα). Αποτελεί την ζώσα απόδειξη μεταεγελιανών θεωρήσεων όπως λ.χ. του Slavoj Zizek ότι η επιθυμία συνίσταται από το μάταιο κυνήγι της σύμπτωσης των αντιθέτων (coincidentia oppositorum στην δυτική μεταφυσική) που πυροδοτεί μια ατέρμονη όσο και μάταιη (πλέον στον μεταμοντέρνο κόσμο μας) διαλεκτική, εν προκειμένω εννοώ την σύνθεση ανάμεσα στο ότι ο αγαπούλης πλερώ για να μπορέσει να ρίξει έναν κρύο χωρίς περιπλοκές, αλλά επιμένει να θέλει να παρεισφρήσει και τη ζεστασιά ενός αισθήματος.

Οι παρενέργειες είναι πολλές για την υπόλοιπη μπουρδελοκοινότητα. Κατ' αρχήν, δουλεύει άσχημα ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, καθώς με το να ζητάει λίγα και να προσφέρει πολλά ο αγαπούλης εθίζει τις κορασίδες να ζητάνε πολλά και να προσφέρουν λίγα.

Δεύτερον, ως προς την διαδικτυακή οργάνωση της μπουρδελοκοινότητας, ως κριτικός μπορντέλου ο αγαπούλης γράφει αναξιόπιστες κριτικές, αποπροσανατολίζει τις μπουρδελικές μάζες και εντέλει γίνεται νεροκουβαλητής στον μύλο του κάθε νταβά και του κάθε προμοτεράκου. Ή, αντιστρόφως, ο πικραμένος αγαπούλης μπορεί να επιτίθεται άδικα σε μια κορασίδα, επειδή δεν ανταπέδωσε τα ερωτικά του αισθήματα (όπως και έπρεπε να κάνει) και γράφει κριτικές που την καίνε υπονομεύοντας και πάλι το κοινωνικό λειτούργημα του μπουρδελοκριτικού.

Τρίτον και πιο επίκαιρο, ο αγαπούλης αποτελεί την επιτομή του κλασικού του μαλάκα του Έλληνα. Ενώ δηλαδή άλλοι λαοί γαμάνε καλά, είτε γιατί ξέρουν τι θέλουν, όπως στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες της Εσπερίας, που αφήνουν τον μπουρδελικό νόμο προσφοράς και ζήτησης να δουλέψει υγιώς, είτε γιατί γαμάνε τζάμπα και δέρνουν κιόλας, όπως οι εραστές των κορασίδων στις χώρες καταγωγής τους, ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας δημιουργεί αγαπουλοδίαιτες κορασίδες, που κατ΄ αντιστοιχία των κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων λειτουργούν μη υγιώς και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα. Σε περίοδο οικονομικής κρίσης, ο αγαπούλης είναι η αυτοκριτική που κάνουν οι Έλληνες στον εαυτό τους, στο ερώτημα Τίς πταίει, όπως αντίστοιχα στην οικονομία μιλάμε για το υπερτροφικό κράτος, το δημοσιοϋπαλληλίκι, την φοροδιαφυγή κ.τ.ό.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, στα μπουρδελοσάη γίνονται ενίοτε κυνήγια αγαπούληδων, και προτείνονται παραδειγματικές τιμωρίες τους, λ.χ. να κρεμαστούν στην Πλατεία Συντάγματος, προς συμμόρφωση και των μελλοντικών γενιών μπουρδελιάρηδων, τα οποία όμως έχουν πολύ λιγότερη ή μηδενική επιτυχία σε σύγκριση με άλλα κυνήγια αποβλήτων στο παρελθόν.

Για να μην βάζουμε, όμως, όλους τους αγαπούληδες στο ίδιο καλάθι, υπάρχουν πολλά είδη. Ο μαλακάκος, ο μεγάλος μαλάκας, ο κύριλλος, ο πουρέιντζερ ή αντιστρόφως το νινί που πάει να μαμήσει την μιλφού, ο αγαπούλης από άποψη ή ο αγαπούλης από έλλειψη αναστοχασμού και άλλα.

Θα διακρίνω τους αγαπούληδες μόνο ως προς το αντικείμενο του πόθου τους:

α) Ο κλασικός αγαπούλης που πάσχει από απλή πουτανοκαψούρα, και θα καψουρευτεί την κυρίως ειπείν πόρνη, λ.χ. σπιτικιά, καλντεριμιτζού, κωλ-γκερλ παλαιάς κοπής ή ό,τι. Οι δυνατότητες να κάνει κάτι πιο ενδεχομενικό είναι σχετικά περιορισμένες, θα αφήσει ένα παχυλό τιπ, θα ζητήσει το γκουφουέ, θα αναζητήσει την Ζωή Λάσκαρη στην κορασίδα, θα γράψει μετά μια αναξιόπιστη ευμενή κριτική σε μπουρδελο-σάη όπου θα τα πρήζει στους υπόλοιπους ότι δεν θα αναφερθεί στις ιδιωτικές προσωπικές στιγμές που πέρασε με την αγαπημένη του. Αν θελήσει να την συνταξιοδοτήσει θα πρέπει να έλθει αντιμέτωπος με όλο το κύκλωμα που την εκμεταλλεύεται, οπότε δεν έχει πολλές δυνατότητες.

β) Επειδή ο παραπάνω ανθρωπότυπος δεν είναι ελληνική πατέντα, αλλά καθολικό, ο Αμερικλάνος, που είναι γάτα κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού, εφηύρε μία έσκορτ (συνοδό) νέας κοπής, το Girl Friend Experience, ελληνιστί γκομενοφάση, και είπε στον τοιούτο: Έτσι, αγαπούλη, κανονικά και με το νόμο! Ήτοι κατηγοριοποίησε ειδική εκδοχή κορασίδος που θα έχει α πριόρι ως target group τους αγαπούληδες. Στις προηγμένες κοινωνίες της Εσπερίας, σε έναν όμορφο κόσμο ηθικό, αγγελικά πλασμένο, που βλέπουμε λ.χ. σε μυθιστορήματα του Houellebecq και σε ταινίες του Woody Allen, το τοιούτο εσκορτίδιο μπορεί να κάνει διδακτορικό στην Ιστορία της Τέχνης και να χρησιμοποιεί το εσκορτιλίκι ως υποτροφία, εβέντουαλjυ δε συνταξιοδοτείται από τον πιο επίμονο αγαπούλη που είναι σαραντάρης μεγαλοδικηγόρος εργένης και της κάνει τρία παιδιά.

Αυτά βέβαια δεν παίζουν και πολύ στην Ελλάδα όπου η κάθε πορνεία είναι σκλαβιά κατά το μάλλον ή μπήχτον (όπως άλλωστε και παντού). Το ενδιαφέρον με αυτά τα γκουφουέ ή σούπερ-γκουφουέ είναι ότι σε οριακές περιπτώσεις ενδέχεται και να μην προσφέρουν καθόλου σεξ, αλλά μόνο ψυχολογική υποστήριξη. Το κρίσιμο εν προκειμένω δεν είναι να πέσει πούτσος, αλλά να επανεκδραματίσει ο αγαπούλης πάνω στο εσκορτίδιο όλες τις κακές σχέσεις που είχε με προηγούμενες μπίτσι γυναίκες της ζωής του, με την μάνα του σημαιοφόρο. Αυτό όμως δεν παίρνει απλώς την μορφή ενός σκληρού γαμησιού (η παραδοσιακή μορφή επανεκδραμάτισης), όπου ο μπουρδελιάρης παίρνει εκδίκηση για τις ρήαλ λάιφ γυναίκες του μεταξύ εκστατικού σφυροκοπήματος και ηδυπαθούς ρευστοποίησης. Μπορεί να συμβεί και με μια μορφή ψυχανάλας, όπου το γκουφουέ εσκορτίδιο ως θέσει γιαλόμα δεν είναι ακριβώς η tabula rasa (λευκός πίνακας) της ψυχαναλυτικής μεταβίβασης, αλλά πάντως αποτελεί μια ουδέτερη οθόνη που οφείλει να κολακεύει τον αγαπούλη, να ενισχύει εντέχνως την αυτοπεποίθησή του, αλλά ούτε τόσο κραυγαλέα ώστε να καταρρεύσει η ψευδαίσθηση αυτού του μπουρζουάδικου θεάτρου (δίκην μπρεχτικής αποστασιοποίησης), ούτε όμως και πιο θερμά από ό,τι επιτρέπει ο ρόλος της ουδέτερης ψυχανάλας. Η διαφορική διάγνωση του γκουφουέ νέας κοπής είναι ότι ο αγαπούλης πληρώνει λιγότερο για το σεξ και περισσότερο για να λάβει κομπλιμέντα σχετικά με τον ανδρισμό του, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα ιδίως μέσα στην αμερικανική κουλτούρα της αυτοπεποίθησης και της καπιταλιστικής λογικής ότι ο καπιταληστής οφείλει να είναι γαμαωδέρνουλας, αλλιώς να πάει να γίνει κομμουνιστής. Η απόδειξη είναι ότι, όπως αναφέρουν κοινωνιολογικές μελέτες, ενίοτε δεν πέφτει καν πούτσος με τα έσκορτ νεάς κοπής, ούτε για δείγμα, βλ. την ανάλυση εδώ.

Παίζουν τα παραπάνω στην Ελλάδα; Η εντύπωσή μου είναι ότι ο Έλληνας είναι στην ζιζεκιανή λογική της επιθυμίας ως αλυσιτελούς θήρας της σύμπτωσης των ασυμπτώτων, οπότε δεν ικανοποιείται με το αμερικανικό στυλ, τύπου ξέρω τι ζητάω, σήμερα πληρώνω για να μου αυξήσουν την αυτοπεποίθηση, αύριο πληρώνω για σεχ, μεθαύριο πληρώνω το κατιτίς παραπάνω για ένα ούμπερ GFE- PSE που θα μου προσφέρει όλο το πακέτο των ποικίλων μετουσιώσεων της λιβιδούς. Ο Έλληνας, α) οπωσδήποτε θα γαμήσει, και β) μπορεί άμα λάχει να κάνει και μια ψυχ-ανάλα με το ούμπερ-εσκορτίδιο, αλλά με την έμφαση στο δεύτερο συνθετικό. Άλλωστε το πληρωμένο σεχ παραμένει βρώμικο και το όποιο γκουφουέ, συνήθως με τουρίστριες δεν ξεφεύγει από την βρωμιά και την σκλαβιά. Εξάλλου, ίσως και η αμερικάνικη λογική πληρώνω για να σου ξεφορτώσω τα προβλήματά μου κι εσύ να κολακέψεις τον ανδρισμό μου να είναι πιο απάνθρωπη ως γαμήσι της ψυχολογίας από το συμβατικό γαμήσι.

γ. Μια ιδιάζουσα μορφή αγαπούλη εντοπίζεται μεταξύ στριπτιτζόφιλων. Εκεί υπάρχει ο δυισμός πουτό-χουρός με τρίτη μεταβλητή το άγνωστο φραπέ. Οπότε ο αγαπούλης είναι αυτός που πλειοδοτεί στο πουτό με μόνιμη κορασίδα, μειοδοτεί στις πιο κίνκι ενδεχομενικότητες, (το φραπέ γίνεται μόνο σ' αυτόν κατ΄ εξαίρεση από και καλά ντεφραπεϊνέ τρύπερ), και επιζητεί πιο ενδεχομενικά είδη φιλούρων, τ. γλωσσόφιλα, γλωσσίδια κ.τ.ό. Στο διάτρητο περιβάλλον του φραπενέ το όλο παιχνίδι του αγαπούλη γίνεται υπό το βλέμμα των γκαρσονιών και της μάρκας (που καλείται να υπολογίσει στο περίπου το ποσό αισθήματος που επιδαψιλεύει η κορασίς στον αγαπούλη και αν είναι προς το συμφέρον του μαγαζιού ή προς ζημίαν του) και προσλαμβάνει στοιχεία θεάτρου του παραλόγου με λίγο από μπρεχτική αποστασιοποίηση (= διάρρηξη της θεατρικής σύμβασης), όταν λ.χ. τα γκαρσόνια θα χειροκροτήσουν τον αγαπούλη που έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο κ.ο.κ. Οι Έλληνες αγαπούληδες στρηπτιζόφιλοι είναι μάλλον κάπου σε μια νεφελώδη μέση μεταξύ εκστατικού σφυροκοπήματος (σε παρακμιακά ευαγή ίδρυμα του κώλου σε άλλες χώρες) και ηδυπαθούς ρευστοποίησης (στα κυριλάδικα αφραπάζ της Εσπερίας).

Τέλος, είναι συχνό και το celebrating & undermining, όπου ένας μπουρδελιάρης αναλαμβάνει περήφανα τον χαρακτήρα του αγαπούλη για να αποδομήσει την υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ αγαπούλη και σκληρού μπουρδελιάρη. Άγνωστο αν πρόκειται για πραγματικούς αγαπούληδες ή για τρολεατζήδες που θέλουν να επισύρουν πάνω τους την κατακραυγή.

Disclaimer το γνωστό, να μην επαναλαμβάνομαι, τα παραπάνω είναι προϊόν γλωσσολογικής έρευνας στο Διαδίκτυο και τα ρέστα παγωτά, βλ. και παραδείγματα.

  1. - Αχ, μωρουλίνι μου, δεν θα ήταν πιο ωραίο να μου πάρεις το μονόπετρο για τους αρραβώνες μας;
    (σ.ς.: Θα παρατηρήσατε ότι το μεναγκό δεν χρησιμοποίησε τον όρο αγαπούλης, καθώς ο τελευταίος χρησιμοποιείται σπάνια από γυναίκες).

  2. - Τον μαλακάκο τον Μήτσο δεν τον έχουμε ξαναδεί από όταν τα έφτιαξε με τη Δώρα, γαμώ τον αγαπούλη μου γαμώ.
    - Προτείνω να τον ανεβάσουμε λήμμα στο σλανγκρ στην κατηγορία Σιχαμερά, να τον κάνουμε ρόμπα.
    - Μπράβο, καλή ιδέα, πώς δεν το είχαμε σκεφτεί πρωτύτερα; Θα έχει τίτλο Μήτσος, ο, και ορισμό: Ο μαλάκας αγαπούλης.
    Κλαπ κλαπ κλαπ, χειροκροτήματα.
    (Λάιβ ανταπόκριση από τρελό παρεάκι από αυτά που χαλάνε το σάη μας).

  1. Αποσπάσματα από μπουρδελοσάη με αλλαγμένα τα ονόματα:

α. Γενικά περί αγαπούλη.

i. - Όλες τους vομίζουν ότι με τη μία θα βρούνε 10 αγαπούληδες, και θα λύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα . Κατά την άποψη μου, ανάλογα βέβαια και με τη ηλικία του καθενός, τις περ/ρες από αυτές τις κρυφές, σε ένα bar, ούτε που θα γύρναγες να την κοιτάξεις.
- αγαπουληδες ολοι ειμαστε απλα ο καθενας με τον τροπο του μαλακοκαυλης αγαπουλης, φινετσατος αγαπουλης, σοβαρος αγαπουλης κοκ

β. Αγαπούλης κοκοράκι.

Παντως θεωρω καλυτερο να εχει κανεις αντοχες παρα να ειναι αγαπουλης και να χυνει με το που την βλεπει...

γ. Αγαπούλης περίεργος

- Δεν καταλαβαινω γιατι θα πρεπει να ξερουμε, και στο κατω κατω γιατι να μας ενδιαφρει, ποιος ειναι το «αφεντικο» σε καθε μαγαζι και πως εγινε η αγοραπωλησια. Αυτο που πρεπι να μας ενδιαφερει, ΝΟΜΙΖΩ, ειναι το ποιες κοπελες δουλευουν και ενα κανουν καλά την δουλειά τους.
- σωστος.μην δινεις σημασια, αγαπουλης ειναι που δεν του καθεται η τζέσικα και εχει λησαξει.1000%.

δ. Αγαπούλης ή προμοτερακος;

i. - Τελικα τι ειμαι, νταβατζακος, κλωνος ή η Τζέσικα αυτοπροσωπως;
- τιποτα.....απλα ενας μαλακακος αγαπουλης.....

ii. - αλλα η νταβατζακος εισαι και στην θιξαμε η μεγαλος αγαπουλης που εχεις σκασει μια περουσια στο κωμοδινο...
- νταβατζης ειμαι τυπε τα παιρνω απο κατεστραμενους

iii. Συμπολεμιστες να ρωτησω τους πιο εμπειρους,αυτος ο μήτσος 72 ειναι προμοτορας/αγαπουλης/«πουλημενος»;;;

iv. επειδη ή νταβας εισαι ή αγαπουλης εισαι ή απλώς προμοτερακος, σε καθε περιπτωση εισαι αναξιοπιστος..Γενικα στο θαψιμο εδω μεσα πρεπει να ειναι κανεις πολυ επιφυλακτικος και να φιλτραρει με προσοχη τα οσα λεγονται γιατι ποτε
κανεις δεν ξερει ποιος πικραμενος,αγαπουλης,ανταγωνιστης νταβατζης,.. μπορει να κρυβεται ιδιαιτερα πισω απο κακες κριτικες.

ε) Αγαπούλης που κάνει πανηγυρισμό και υπονόμευση.

i. Θελω να γινω «αγαπουλης» της Ζετας, να γραφω κριτικες για αυτην και να πεφτει κραξιμο!!!

ii. απο που να αρχισω;;;
που δεν εχω γαμησει την τζέσικα;;;
που θα μου φαει αλλα 30 αειγαμησουποντ μεχρι να την γαμησω;;;
που δεν θα την γαμησω ποτε γιατι ειμαι αγαπουλης;;;
(σ.ς.: agapulius autoklapsomounius)

iii. Εμενα με εκφραζει το «οχι μονο δεν μου κανουν εκπτωση, αλλα δινω και 20 ευρω τιπ επειδη ειμαι αγαπουλης».

στ) Αγαπούλης κλασικός μαλάκας Έλληνας.

Επίσης [ενν. οι Ρώσοι] έχουν την μουνάρα σύντροφό τους γραμμένη στα αρχίδια τους από την πρώτη στιγμή και ποτέ δεν θα υπάρξουν αγαπούληδες όπως εμείς.
δεν εχεις ιδεα τι εστι ρωσος αγαπουλης. απλα ειναι αλλη κατηγορια αγαπουλης. αγαπη που ποναει παϊδια

ζ) Αγαπούλης μουναχο φαγάς.

Υπεργαλαξιακα βυζομπαλα Ποιος αγαπουλης σπονσορας μας τα στερει;;; ...

η) Στρηπτιτζόφιλος.

Οσον αφορα περι Στριπ Κλαμπ ,φαινεται πως εισαι αμετανοητος αγαπουλης .Ψαχνεις και συ για...Αγαπη(!) στο στριπ κλαμπ !
Το θεμα ειναι οτι οι τυποι σαν και σενα χαλανε την πιατσα.Κακομαθαινουν τις στριπτηζουδες ,που θεωρουν τους ελληνες θυματα.Κανονικα θα πρεπει να απαγορευεται οι τυποι σαν εσενα ,οι αγαπουληδες ,να μπαινουν στα στριπ κλαμπ.

"γεια σας, αγαπούλεεεες...Προσέχτε για θα σας ράψω κουστούμιαα..." (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/12/10)"γεια σας, αγαπούλεεεες...Προσέχτε για θα σας ράψω κουστούμιαα..." (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/12/10)Οι αγαπούληδες θάλλουν μεταξύ του συμπαθούς σιναφιού των ηλεκτρολόγων. (από Khan, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Little CheckBoxes

Κουτάκια είναι τα τυπωμένα ή ψηφιακά τετραγωνάκια, τα οποία αντιστοιχούν σε προτάσεις, για τις οποίες αποφαίνεται κανείς επιλέγοντας μεταξύ των δύο: "ναι", μαρκάροντάς τα, ή "όχι", αφήνοντας τα κενά (ή γράφοντας ένα "x" μέσα τους). Μαρκάρεις αν κάτι ισχύει για σένα, αν αυτή είναι η προτίμησή σου μεταξύ πολλών επιλογών, αν ένα κριτήριο ή μια προϋπόθεση πληρούται, αν ένα βήμα ή μια διαδικασία έχει διεκπεραιωθεί ή αν μια υποχρέωση ή ένα καθήκον έχει εκπληρωθεί. Είναι τα αγγλικάνικα checkboxes ή tickboxes. Φαντάζομαι το ξέρατε. Τα κουτάκια από τις διοικητικές φόρμες, τα εξεταστικά quiz και τα ψυχομετρικά τεστ έχουν ξεφύγει! και αποικίσει τα μυαλά και τις γλώσσες των ανθρώπω, εξου και οι εκφράσεις:

Σκέφτομαι Κουτάκια, Σκέφτομαι με κουτάκια...

...που δηλώνουν τα [νοητικά] κουτάκια με τα οποία κανείς προσεγγίζει τα ζητήματα της ζωής, από τα πιο πεζά και γραφειοκρατικά μέχρι και τα πιο βαθιά και καραγκαγκάν υπαρξιακά. Η φράση σκέφτομαι (συμπληρώνω, τσεκάρω) κουτάκια σημαίνει τη νοητική δραστηριότητα να σκέφτεσαι με εργαλείο ένα νοητικό ευρετήριο κυρίως τη λίστα με τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα, τα "ορόσημα" που πρέπει να φτάσεις .

- Τι σκέφτεσαι... - Τίποτα, κάτι κουτάκια σκέφτομαι για αύριο.. - Γιατί, τι έχεις να κάνεις αύρίο;

Η δραστηριότητα αυτή μπορεί, όμως, να μην περιορίζεται σε ένα λίγο πολύ μνημοτεχνικό ή οργανωτικό εργαλείο, αλλά να ανακλά ένα γενικότερο και παγιωμένο τρόπο σκέψης και δράσης, έναν τρόπο πρόσληψης και εμπλοκής με την πραγματικότητα μέσα από την κατάτμηση και συναρμολόγησή της. Το να σκέφτεται κανείς με κουτάκια μπορεί να φαίνεται ένας αποδοτικός και εύληπτος τρόπος να διαχειρίζεται τον εαυτό και τις υποθέσεις του, ο οποίος, όμως, επειδή τείνει να αγνοεί τη σχέση με το όλον και ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διεκπεραίωση αυθαίρετα διασπασμένων διαδικασιών και όχι για το νόημά τους, "μαραίνει" τον ψυχισμό από ουσιαστικές διαστάσεις του. Γι' αυτό και σλανγκικά το σκέφτομαι με κουτάκια είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός για τον τρόπο σκέψης-δράσης ο οποίος προσεγγίζει τα προβλήματα μηχανιστικά, επιφανειακά, ξερά, ως και κυνικά κλπ, αλλά επειδή βγάζεικαι έναν "πραγματισμό", "ρεαλισμό" και μια προσήλωση στη λύση προβλημάτων, όλο και περισσότεροι προμελετημένα συνήθως παραδέχονται και καμαρώνουν ότι "σκέφτονται με κουτάκια".

Το νόημα της λέξης κουτάκια εδώ είναι: τα μικρά κομμάτια ή διαμερίσματα ενός ευρύτερου σχεδίου ή συνόλου ή ζητήματος.

Άνοιξε το μυαλό σου στο αναπάντεχο! Οι έξυπνοι άνθρωποι δεν σκέφτονται ποτέ με «κουτάκια» Αν ο νους μας είναι το μεγαλύτερό μας όπλο για να βγάζουμε ένα δύσκολο 24ωρο, η προπόνησή του με τα κατάλληλα εργαλεία παραμένει τεράστια πρόκληση. (γυναικείο περιοδικό)

Το μόνο που μπορεί να μας κάνει δυστυχισμένους είναι η εικόνα που έχουμε φτιάξει στο μυαλό μας για το πώς θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι». Κουτάκια, κατηγορίες, ταμπέλες. Προσδοκίες σκηνοθετημένες με απόλυτη λεπτομέρεια. Πρωταγωνιστές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, συγκεκριμένες αντιδράσεις, συγκεκριμένους διαλόγους, συγκεκριμένες εκμυστηρεύσεις.

«Ένιωσα ανασφάλεια, όχι απογοήτευση. Ήθελα να ξέρω πως θα έχω δουλειά το Σεπτέμβριο. Από τη στιγμή που δεν είχα μια σαφή εικόνα για το τι θα γίνει και η εποχή έχει μια ρευστότητα, που δεν έχει να κάνει με την επιτυχία και το αν είσαι εργατικός, ήθελα να έχω μια σιγουριά. Είμαι πολύ με τα κουτάκια μου και με αγχώνει να μην ξέρω τι θα συμβεί αύριο. Ήξερα, π.χ., πως Σεπτέμβριο θα στείλω τον Γιαννάκη στον παιδικό. Το είχα αποφασίσει πέντε μήνες πριν, είχα διαλέξει σε ποιο παιδικό σταθμό θα πάει. Έτσι είμαι εγώ. Θα μου πεις πως όλα δεν έρχονται όπως τα θέλεις. Ναι, αλλά όταν παίρνεις μια απόφαση, παίρνεις και το ρίσκο σου». [η Φαίη Σκορδά σκεφτεται με κουτάκια]

Η λογική μου με το συναίσθημα μου είναι δύο διαφορετικά κουτάκια. Όταν ανοίγει το ένα, κλείνει το άλλο. Στα ρεπορτάζ μας κοιτάω να βάζω τη λογική μπροστά και το συναίσθημα να το παίρνω μαζί μου στο τέλος στο σπίτι. [και η Δάφνη Καραβοκύρη]

Οι άνθρωποι δε χωράνε σε κουτάκια

Δεύτερη, συναφής, αλληλεπικαλυπτόμενη με την παραπάνω έννοια για τα κουτάκια είναι η σημασία της προκατάληψης, της ετικέτας, του στερεοτύπου ή του εξωτερικού (και ρηχού) περιγράμματος. Προκάτοχος έκφραση εδώ είναι το οι άνθρωποι δε χωράνε σε καλούπια, δηλαδή, ότι η περιγραφή και κατανόηση των ανθρώπων ως συσσωρεύσεων και συναρμογών από χαρακτηριστικά (από κριτήρια, τα οποία πληρούν ή όχι) τους στερεί τη μοναδικότητά τους, που είναι και η ουσία τους. Κι εδώ είναι πιο εμφανής η αγγλικάνικη επιρροή από τη φράση think out of the box, σκέψου έξω από τα παραδεδεγμένα πλαίσια. Αλλά φαίνεται ότι αυτό το νόημα για τα κουτάκια επικονιάζεται κάπου νοηματικά και με ένα άλλο νόημα σχετικό με τη μαζοποίηση και την τυποποιηση και την ομογενοποίηση: κουτάκια = σπίτια σπιρτόκουτα της suburbia, όπως φαίνεται από το παλιό τραγούδι του Pete Seeger "Little Boxes".

Η αγάπη, φίλοι μου, δε χωράει σε κουτάκια. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Ακόμα και ο ίδιος άνθρωπος είναι διαφορετικός με διαφορετικούς ανθρώπους. Για να αγαπήσεις τον άλλο στ’ αλήθεια, απόλυτα, θα πρέπει πρώτα να αγαπάς με τον ίδιο τρόπο τον εαυτό σου. από δώ

Οι άνθρωποι δεν χωράνε ούτε σε κουτάκια ούτε σε τρυπάκια. Ή είναι στη ζωή σου ή όχι. Εκτός και αν θες ψίχουλα. " (από εδώ, δεν ξέρω τι εννοεί τρυπάκια με ύψιλον).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified