Νεότερη και πιο γιολαριστή εκδοχή του άραξε την πέτσα σου, σλανγκοτουμπανιζέ δια του προσφιλούς γαμοσλανγκοτέτοιου - όνι. Και για όποιον δεν κατάλαβε: τσίλαρε, κούλαρε, ηρέμησε.

Φοριέται πολύ από την σημερινή πιτσιρικαρία. Στο ιντερνέτι καταγράφεται κυρίως σε εφηβικά κοινωνικόμηδα τ. σνάπτσατ και ασκεφέμ.

1.
- Παρε καρέκλα, άραξε πετσόνι

2.
- μουσγουλη, αραξε πετσονι εχεισ σαπίσει ε;

3.
- Αραξε πετσονι μαι φρεντ ειμαιι κουκλα (δαεελη)✌

(από σφυρίζων, 24/02/15)Συνοπτικός ορισμός για σνάπτσατ (από Rebelais, 24/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, μόνο με υβριστική χρήση και αρκετά πιο μειωτικά.

  1. Από εδώ:
    Και σύ μου απαντάς με αποχαυνωμένο το μάτι κουνώντας τις πλάτες σου σαν ξεδοντάρικο βλακόνι "δεν ξέρω".
  2. Από εδώ:
    skase re vlaka pou tha mas peis esu xatzireforma ti einai i AEK to idio kai sto vlakoni ton Ramon apo panw....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άνθρωπος που έχει γυρίσει πολλές πλατείες στη ζωή του κυρίως της αγίας παρασκευής (Αττική) και του κέντρου της Αθήνας, πιστεύει οτι ξέρει πράγματα που είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό, έχει συνδέσεις με άτομα αμφιβόλου κύρους (αλητόνια) και έχει αποδόσει στον εαυτό του τον χαρακτηρισμό του αλήτη - αλητάμπουρα. Πολλές φορές θα τον δείτε να φοράει και σκουλαρίκι...

-Είδα τον Σπύρο χθές στην πλατεία και καθόταν με κάτι παιδιά emo και κάπνιζε...
-Ναι ρε δεν το ξέρεις; Ο Σπύρος είναι μεγαλο γατόνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός ή/και συνώνυμο του τζιλφ, αλλά στο ακόμα πιο αδιάκριτα μειωτικό. Το γιαγιόνι είναι το τελικό στάδιο μιας γυναίκας μετά τα στάδια του μιλφονιού, του ματσουριού και του τζιλφονιού.

Κυριολεκτικά για ηλικίες 75-80+ που δεν ψάχνονται στις περισσότερες εκ των περιπτώσεων για σεξ γιατί έχουν απωλέσει και το τελευταίο ψήγμα γυναικείου θελγήτρου και σεξουαλικής επιθυμίας.

Δραστηριότητές του γιαγιονιού το πλέξιμο, η εκκλησία, το παραδοσιακό μαγείρεμα σε ξυλόφουρνο κτλ. Αν πρόκειται για γιαγιόνι της Ελληνικής επαρχίας τότε συνήθως φοράει το παραδοσιακό μαύρο τσεμπέρι και το μαύρο ένδυμα(χωρίς αυτό να αποκλείει και εμφάνιση παραδοσιακών σκληροπυρηνικών γιαγιονιών και στις Μεγαλουπόλεις).

Επίσης μπορεί να αποκαλέσει κάποιος έτσι επίσης μειωτικά/κοροϊδευτικά και ένα κακοδιατηρημένο ματσούρι 50-60 χρονών που γέρασε πριν την ώρα του.

- Πώς σου φαίνεται η κυρά Βάσω, κάλο ματσούρι για τα χοντρά ε;
- Έλα ρε μας δουλεύεις; Τι ματσούρι ρε; Αυτό είναι γιαγιόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελά γκατζετόνια; έχουμε ό,τι βλέπετε, σε αντικείμενα και υποκείμενα:

Να σας τα τυλίξω να τα πάρετε μαζί σας;

1. Η 510 ειναι τρελο γκατζετονι......αν δεν βγαζεις φωτο σε χαμηλο φωτισμο, χτυπα νικον. Αν βγαζεις, χτυπα σονυ.

2. Ο ρίζος ήταν απ τις πρώτες εφημερίδες που κυκλοφόρησε και διαδικτυακά και μάλιστα νομίζω για μια περίοδο ήταν και η μόνη που «ανέβαζε» το φύλλο της ημέρας κι όχι της προηγούμενης. Το Αλεκάκι επίσης μην ξεχνάς ότι είναι τρελό gadgetετόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πιο σλανγκενεργή εκδοχή του γλειψιματία, συνήθως εκφέρεται συνοδεία σιελογλωττικών ηχητικών εφέ τ. «σλουρπ. Σχηματίζεται εκ του γλείφτης και τση γαμοσλανγκοκατάληξης -ρόνι (κατά τα κλεφτρόνι, ραπερόνι, χακερόνι, πουστρόνι, κ.ά.).

Οι ανορθογραφιστές προκρίνουν την μορφή γλυφτρόνι.

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Αλιεύουν πρωτοετείς για να τους κάνουν ψηφοφόρους. Εκκολατόμενα κομματόσκυλα!!! Απο κεί ξεκίνησε την καριέρα του και ο Κος κνίτης-γλυφτρόνι-Τσίπρας...

2. «Γλυφτρόνι» αποκάλσε στον αέρα του πρωινού μαγκαζίνο του Mega ο Πέτρος Κωστόπουλος τον συνεργάτη του Δημήτρη Ουγγαρέζο.

3. ΣΛΟΥΡΠ! Γράφω για να μιλήσω για τα γλειφτρόνια που έχει κάθε τάξη σε όλα τα σχολεία. Οι κανόνες για να εξασφαλίσεις έναν καλό βαθμό, ακόμα κι αν δεν παίρνεις τα γράμματα, είναι:
1. Να κάθεσαι στο πρώτο θρανίο (άντε το πολύ στο δεύτερο) και να κοιτάς στα μάτια τον αγαπημένο σου καθηγητή.
2. Να σηκώνεις συνεχώς το χέρι σου και να έχεις συνέχεια απορίες.
3. Να σπαράζεις στα κλάματα όταν θα παίρνεις κάτω από την βάση για να δείξεις ότι σου έτυχε κάτι την προηγούμενη μέρα και δεν κατάφερες να διαβάσεις όσο το δυνατόν περισσότερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γρέτζω. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Καλά, αυτή η Μπα...ου είναι τρελό γριόνι, δεν συμφωνείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του γύρου, χρησιμοποιείται συχνότατα στο στρατό για αναφορά στο γνωστό και φτηνό έδεσμα.

- Ψαράδες είστε εξοδούχοι σήμερα. Θα μου φέρετε κανένα γυρόνι επιστρέφοντας;
- Έγινε! Χωρίς κρεμμύδι έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι εθισμένος σε ριψοκίνδυνα, δυνητικά θανατηφόρα σπορ. Από τα επινεφρίνη + πρεζόνι.

Αρχαιοελληνική, δηλαδής ορίτζιναλ μορφή του αγγλοσαξωνικού «adrenaline junkie».

- Ρε συ, αυτός πήγε με την Άννα Μαρία ΧΩΡΙΣ ΜΑΔΕΡΦΑΚΙΝΓΚ καπότα!
- Ε, τι περιμένεις; Το κλασικό επινεφρόνι είναι... Εδώ κυκλοφορεί με τα κτελ χωρίς να φορά ζώνη.
- Σωστόστ, για μια ακόμη φορά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified