Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρατεταμένη κατάποση αλκοόλ, κυρίως με παρέα κατά τις μεσημεριανές ώρες που συνεπάγεται άραγμα για μαγείρεμα σε κάποιο σπίτι με σκοπό την ανανέωση και ενδυνάμωση του συστήματος/οργανισμού ώστε να μπορεί να συνεχιστεί το πιώμα.

Κατά πάσα πιθανότητα μαγειρεύει κάποιος ανίδεος από μαγειρική, με τυχαία συστατικά και κάθε ένας από την παρέα προσθέτει/πετάει και κάτι δικό του επικαλούμενος την «μεγάλη» εμπειρία του στη μαγερική.

Κλασσική αντίδραση όταν κάποιος ασκεί «κριτική» με το συστατικό που προστέθηκε είναι: «Άσε ρε μαλάκα, σου λέω θα γίνει τούμπανο».

Βασικά χαρακτηριστικά της κατάστασης:

1) Κανείς δε καταφέρνει να φύγει από το σπίτι.
2) Ενώ ο σκοπός είναι να το ξενέρωμα απ' τό αλκοόλ, όλοι πίνουν μια ζεστή συνήθως μπύρα.
3) Από αυτούς πού πετάνε τα έξτρα υλικά, κάποιος θα πετάξει και μια μαλακία μέσα που είτε θα το καταστρέψει και θα ξαναρχίσει η «συνταγή» με ακόμα χειρότερες προσδοκίες, είτε θα καταλήξει να τρώνε μη φαγώσιμα υλικά (όπως γραβάτες).
4) Σημαντικό βάρος του λήμματος δίνεται στο έξτρα, παντελώς άκυρο υλικό που θα κάνει τους πάντες να πανηγυρίσουν με την μέγιστη μαλακία που μόλις έγινε. Εάν το υλικό που προστέθηκε είναι αβλαβές θα γίνει σίγουρα κάποιο προσποίηση ότι θα φαγωθεί, έτσι για να βγει καμιά φωτογραφία. Αυτός που κάνει ότι το τρώει έχει πάντα σοβαρό ύφος ότι δε τρέχει τίποτα.
5) Κλασσική συνταγή είναι η ομελέτα, με τυρί και μπαλαντέρ την γραβάτα του μάγειρα!!

- Ρε μαλάκα, σόρυ που έφυγα χτες. Μου έπρηξε το παπάρι η δικιά μου.
- Φίλε καλύτερα που την έκανες.
- Γιατί ρε, γαμώ ήταν που μαζευτήκαμε μετά από τόσο καιρό για ουζάκια.
- Ναι ναι, γαμώ.... γραβάτες τηγανίσαμε.
- Χαχα, τι εννοείς ρε μαλάκα;
- Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπαργούμαν, ο θηλυκός μπάρμαν. Η ετυμολογία της λέξης χάνεται στα ντουμάνια και στις θάλασσες αλκοόλ. Φημολογείται ότι προέρχεται από τη λέξη μάνα. Όπως η μάνα θηλάζει τα παιδιά της,έτσι και η μπαρμάνα θηλάζει τους πότηδες και τους ξενύχτηδες. Η μάνα με το βυζί της, η μπαρμάνα με το μπουκάλι της...

Δώσε μου κάτι μπαρμάνα, έχει ξεραθεί το στόμα μου...

Συνδυασμός βυζομάνας και μπαρμάνας. (από Khan, 31/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχετυπικός, καθιερωμένος στο συλλογικό ασυνείδητο του κόσμου, καταναλωτής μεγάλων ποσοτήτων, και σε μεγάλη συχνότητα, ζύθου.

Σημαντικός και ο πληθυντικός, διότι απαντάται και σε ομάδες των δύο ατόμων αν και πιο σπάνια.

Κάτοχος μπυροκοιλιάς και πιστός σε πολλά μπυρίτσουαλς. Σε αυτόν απαντώνται όλα τα χαρακτηριστικά ενός μυθικού / μεσαιωνικού ήρωα: αφρόντιστο/ λιγδιασμένο μούσι, ανάσα που αναδίνει την γνωστή οξεία μυρωδιά της μπύρας, ενδεχομένως αφρόντιστου στην ένδυσή του, που χορεύει μόνος του ένα τελετουργικό χορό ταλαντευόμενος χωρίς παρέα, τραγουδάει γκαρίζοντας τα τραγούδια που γουστάρει να ακούει. Ενίοτε επειδή έχει συχνουρία από τις μπύρες, χάνει τον δρόμο του πηγαιμού για, αλλά και του γυρισμού από, την τουαλέτα, γι' αυτό και κουβαλάει μαζί του το μεγάλο ποτήρι μπύρας από το οποίο πίνει.

Κάποιες φορές χρησιμοποιείται τιμητικά για τους μεγάλους μπυροπότες, μπυροπατέρες και μπυροπόττερς με πολλές ε-μπυρίες και πολλά χιλιόμετρα μπύρας στο ενεργητικό τους, που επιδεικνύουν μεγάλη δόξα στο κέφι τους από το ποτό.

Στον υποτιμητικό χαρακτηρισμό αυτού φέρει πολλά χαρακτηριστικά του κλασσικού αλκοόλα, όπως αυτός συναντάται στο υπόγειο Μετρό κάποιων πόλεων της Γερμανίας και άλλων χωρών με υψηλά ποσοστά αλκοολισμού στον πληθυσμού.

Συμπερασματικά έχει χάσει το γούστο του για ψαγμένες μπύρες και αποζητά την κάλυψη της ανάγκης του για ποτό συχνά με ηρωικό τρόπο.

Προέρχεται προφάνουσλυ από την σύνθεση των λέξεων: μπύρα και ήρωας.

- Ο τυπάς δίπλα έφυγε για την τουαλέτα εδώ και μισή ώρα και τον πέτυχα στην πόρτα να κοιτάζει τον τοίχο.
- Άσε και γαμώ τα παιδιά. Μεγάλος μπύρωας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετάω με αναθυμιάσεις / fly on fumes.

Έκφραση που σηματοδοτεί την έναρξη χρονικής διάρκειας κατά την οποία η ποσότητα του αλκοόλ που βρίσκεται στα ποτήρια ή /και στις κανάτες / μπουκάλια φτάνει σε ενοχλητικά χαμηλά δια τους συνδαιτημόνας επίπεδα.

Δευτερευόντως ανταποκρίνεται και στην φάση του ξενερώματος κατά το μεθύσι κατά την οποία οι εξερχόμενοι από την μέθη αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την κάμψη της χαλαρωτικής επίδρασης του αλκοόλ και ζητούν επαναληπτική δόση δια την επάνοδό τους στην πρωτύτερη κατάσταση όποτε είχαν κάνει κεφάλι.

Προέρχεται ιστορικά από την ταίνια ''Die Hard'' (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει) 2, αυτή με τον Μπρούς Γουίλις, κατά την οποία ο πιλότος ενός επιβατηγού αεροσκάφους ομιλεί την παραπάνω φράση '' We're flying on fumes'' σε ασύρματη συνομιλία με τον πύργο ελέγχου.

Εκστομίζεται από πότες ή μπύρωες που έχουν κάνει ήδη κεφάλι από το πιοτό και βλέπουν τα καύσιμά τους να τελειώνουν. Άμεσος σκοπός η παραγγελία νέου ποτού ή το γέμισμα των ποτηριών από ήδη αγορασμένη ποσότητα αλκοολούχου σκευάσματος.

Συνώνυμες φράσεις:
''Άναψε το λαμπάκι του ντεπόζιτου'', ''μένουμε από καύσιμα'', οι οποίες έχουν παρόμοιο νοηματικά, πλην όμως φτωχότερο αργκοτικά, περιεχόμενο.

- Τώρα παράγγειλα άλλα δύο διπλά ουίσκια.
- Σωστόόόόός, πετούσαμε με αναθυμιάσεις εδώ και μισή ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζύθος αισχίστης ποιότητας τόσο από άποψη γεύσης, όσο και από άποψη ποσότητας αλκοόλ, που δίνει την εντύπωση πως είναι περισσότερο χυμός βρύσης με ένα υποτυπώδες ποσοστό βύνης και λυκίσκου, έτσι απλά για το φολκλόρ.

Η γεύση της κυμαίνεται από υποτυπώδης (πρακτικά άγευστη) έως ελαφρώς (ή βαρέως) πικρή -με την κακή πάντα έννοια- ενώ υπάρχουν συχνά-πυκνά και περιπτώσεις όπου απλά πίνεται, αλλά είναι τόσο τζούφια που, χυμό να πάρεις, πιο εύκολα την ακούς. Συναντάται σε πολλά σούπερ-μάρκετ ως προϊόν μάρκα μ' έκαψες, πολλές φορές με στάμπα προέλευσης ζυθοπαραγωγού χώρας, ενώ πωλείται και σε πλείστα μπαρ και κλαμπάκια σε βαρελίσια βερσιόν ως προϊόν αγνού μπομπαρίσματος σε τιμή κανονικής μπύρας. Ως μπύρα, είναι το είδος ποτού που αποδεικνύει έμπρακτα όσο τίποτε άλλο ότι, όπως είπε κι ο ποιητής, την μπύρα δεν την πίνεις, την δανείζεσαι.

  1. Άλλαξα κορδόνια στα παπούτσια μου και χαίρομαι κάργα!Ετοιμάζομαι να φάω τοστ γιατί έχω λιμοκτονήσει.Ήπια μια mcfarland και είναι μια άθλια νερόμπυρα. (Από εδώ)

  2. Οι εταιρείες ψάχνονται και με άλλους χώρους, και αυτό είναι προς τιμην τους, και ο λόγος που δώσαμε λίγα χρήματα για να μπούμε, ήταν πως δεν θα είχαμε Fuzz ή Gagarin, θα είχαμε την Κωλομύγα. Μπύρα Κραφτ με πέντε ευρώ, ναι, δεν έχει νερόμπυρα, αλλά αυτός ΔΕΝ.ΕΙΝΑΙ.ΧΩΡΟΣ. (Από εδώ)

  3. Οι απανταχού Μπυραματιστές το απαίτησαν εγγράφως και όποιος δεν λαμβάνει υπόψιν του τη λαϊκή απαίτηση είναι με μαθηματική ακρίβεια καταδικασμένος να σαπίσει στην κόλαση πίνοντας ζεστές νερόμπυρες από τα πηγάδια του Διαβόλου και της παρέας του οι οποιές βράζουν και κοχλάζουν από τις αμαρτίες μας!!! (Από εδώ)

στο 1:00 (από anchelito, 02/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με τη λέξη μπουκάλι, ή με το είδος ή την επωνυμία του ξιδιού που θα αγοραστεί. Το ξίδι ή το μπουκάλι μπαίνει συνήθως χωρίς άρθρο, αν πρόκειται για ένα, ή το πολύ με λέξεις τύπου «κάνα», βλ. παραδείγματα.

Λέγεται στο έτσι, συνήθως χωρίς χωρικό προσδιορισμό και χωρίς υπονοούμενα, εννοώντας αγορά φιάλης με ξίδι προς ομαδική κατανάλωση. Συνήθως σε μπαρ, κλάμπ, μπητσόμπαρο ή μπαρόκλαμπο, ενδεχομένως δε και σε μπητσόκλαμπο, αλλά όχι περιοριστικά.

Λογικά, η φράση είναι σύντμηση του «βάζω ρεφενέ για μπουκάλι», αλλά ίσως να μην είναι κ πολύ τραβηγμένο να το ετυμολογήσει κανείς απ' το ότι όταν παίρνεις μπουκάλι σε μαγαζί το βάζουν σε τραπέζι με τα σχετικά να το διακοσμούν. Κλίνω υπέρ της πρώτης πάντως.

  1. - Πώς θα την παίξουμε απόψενες;
    - Εμένα θα μ' έψηνε να βάλουμε κάνα μπουκαλάκι μπακάρντι.
    - Ού ρε φλώρε. Ρε Γιάννη, πιάσε ένα μπουκάλι άμπσολουτ με τα παρελκόμενα.

  2. - Ρε θείο, έχουμε ξεμείνει από ξίδια στο γραφείο και μάθς χωρίς αλκοόλ δεν γκένεν.
    - Να βάλουμε κονιακάκι;
    - Μέσα.

  3. - Τι είπε χτες;
    - Χαλαρά μωρέ. Βάλαμε ένα μπουκαλάκι στο Captain's corner, αλλά το λήξαμε νωρίς τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Κοκτέιλ που περιλαμβάνει πέντε «άσπρα» (διαφανή) ποτά, τα εξής τέσσερα: βότκα, ρούμι, τεκίλα και τζιν. Το πέμπτο είναι μπαλαντέρ, αναλόγως την παραλλαγή, και όχι πάντα άσπρο. Παίζει με μαρτίνι, με κουαντρώ, με κουρασάο (ή κουρακάο, για τους λαϊκούς τύπους), με ζαμπούκα και όχι μόνο.

Σερβίρεται σε ψηλό ποτήρι με πάγο, το μη αλκοολούχο συμπλήρωμα είναι συνήθως λάιμ ή λεμοναδίτσα, και μπαίνει και μια σταλιά κοακόλα για το χρώμα. Δυνατό, όχι και καταστροφή όμως. Επισήμως λέγεται Long Island Iced Tea, τουλάχιστον το ορίτζιναλ.

2. Υπερκαμένο «κοκτέιλ» που αποτελείται από πέντε άσπρα και τίποτα άλλο. Μόνο αλκοόλ, χωρίς χυμούς και αναψυκτικά και χαζά. Το μπαλαντέρ εδώ είναι όντως άσπρο, συχνότερα μαρτίνι ή ζαμπούκα, αλλά ενίοτε και εγχώριο απόσταγμα (ούζο, ρακή, τσίπουρο, ό,τι έχει ο καθένας). Κυκλοφορεί και σε τούρμπο: έξι άσπρα, εφτά άσπρα, και ούτω καθεξής.

Απευθύνεται κυρίως σε πιτσιρικάδες που μόλις άρχισαν να πίνουν, και πειραματίζονται με ενθουσιασμό μέχρι να πάθουν και να μάθουν. Ελαφρώς πασέ, πάντως (ευτυχώς).

1α. - Μόλις έχω γυρίσει από τις Κάννες, από το μέρος που ο μικροαστισμός συναντάει την ψευτογκλαμουριά πάνω από ένα κοκτέιλ Paradise (μικροί το λέγαμε και «πέντε άσπρα με blue Curaçao»). [κείμενο από Lifo]

1β. Long Island Iced Tea (5 άσπρα)

Υλικά: 1/2 μεζούρα Ασπρο ρούμι
1/2 μεζούρα Βότκα
1/2 μεζούρα Gin
1/2 μεζούρα Τεκίλα
1/2 μεζούρα Cointreau
1/2 μεζούρα Πορτοκαλάδα
splash Coca Cola
πάγος
ψηλό ποτήρι για long drinks
φέτα από πορτοκάλι για διακόσμηση

Εκτέλεση: Σε ένα σέικερ βάζουμε λίγα παγάκια με το Ρούμι, τη Βότκα, το Gin, την Τεκίλα και το Cointreau. Τα χτυπάμε καλά και αδειάζουμε το περιεχόμενο σε ένα ψηλό ποτήρι με παγάκια. Προσθέτουμε την πορτοκαλάδα και τέλος, μια σταλιά Coca Cola, ίσα ίσα για να θολώσει την πορτοκαλάδα και να δώσει το χρώμα του Iced Tea. Καλαμάκι και μια φέτα πορτοκάλι και έτοιμο το αυθεντικό Long Island Iced Tea. [μία συνταγή απ' τις πολλές]

2α. - Φίλε, μιλάμε, χτες πήγαμε στο Γιατομπουτσομπάρ, που ο μπάρμαν είναι κολλητός κιέτσ', και του είπαμε να μας βάλει το πιο δυνατό ποτό που ξέρει! Και μας έβαλε πέντε άσπρα, φίλε! Βότκα, ρούμι, τεκίλα και κάτι τέτοια! Ήπιαμε πέντε ο καθένας και τα 'δαμε όλα, φίλε!
- Πφφφ, αυτό δεν είναι τίποτα! Εμείς προχτές πήγαμε στο Κουκουρούκου, που ξέρουμε τον τύπο που το έχει, και μίλησε του μπάρμαν να μας περιποιηθεί κιέτσ', και μας έβαλε ΕΞΙ άσπρα! Ήπιαμε δέκα ο καθένας μονορούφι και ξερνάγαμε όλη νύχτα, γαμώ τις φάσεις μιλάμε!
- Πφφφφφφ, σας έχω όλους! Εμείς πήγαμε στο Ντιριντάχτα, που ξέρουμε τον πορτιέρη ναούμ', και είπε στου μπάρμαν να μας βάλει ΕΦΤΑ άσπρα! Δε θυμάμαι τίποτα!

2β. - Να δω τον Σημίτη τύφλα απο μοχίτος κι ας πεθάνωωωωωωω.
- Μοχίτο; Ενα σέικερ πέντε άσπρα σου βρίσκεται; [σχόλια από μπλογκ]

2γ. - [Θυμάμαι τα] πέντε άσπρα. Και μάλιστα υπάρχει ο μύθος οτι άμα αντικαταστήσεις την σαμπούκα με Μαρτίνι, γίνεται και καλά μπόμπα. Και σαν πιτσιρικάς έλεγα «ενα 5 άσπρα με μαρτίνι»... Φυσικά το 5 άσπρα βγαίνει κάτασπρο, είναι ένας εύκολος και φτηνός τρόπος να λιώσεις (το μοναδικό πεντακάθαρο κοκτέιλ). Αν βάλεις κάτι παραπάνω (π.χ. τσίπουρο... ), τότε έχεις κλεισει πρώτο τραπέζι στο νοσοκομείο.
- Θυμάμαι μπάρμαν που λάνσαρε τα «7 λευκά». Με πρόσθετο ούζο και Martini Dry. Αλλά δεν πινόταν. [από φόρουμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. τα κοψίδια
  2. τα ξίδια
  3. τα μπουζούκια
  4. άλλο τι είδος παρεκτροπής με σοβαρές μακροχρόνιες και σωρευτικές επιπτώσεις.
  1. - Χρηστάκη, θα πάμε για κανά μεζεκλίκi στου Μπαρούτα;
    - Μανωλάκη μου, η κυρα-Θοδώρα επέβαλε μνημόνιο, κομμένα τα βαρέα και ανθυγιεινά.

  2. Στην αρχή παραγγείλαμε κάτι τζιν-τόνικ, κάτι μοχίτο και τέτοιες χαριτωμενιές, αλλά γρήγορα περάσαμε στα βαρέα και ανθυγιεινά.

  3. - Φιλαράκι, εγώ θα την πέσω τώρα να σηκωθώ κατά τις 2, φρεσκαδούρα, να πάω κατευθείαν για μεροκάματο στα βαρέα και ανθυγιεινά.
    - Οκέικ, εγώ θα πάω ντιρετίσσιμα στον Ερωδιό για σούπα στις έξι. Πιο φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified