Further tags

Λεξιπλασία, μάλλον του καθηγητή Ντίνου Τσίφα, που σημαίνει «άλλα αντ' άλλων», ή ό,τι να 'ναι. Λέγεται και ως απάντηση σε ερώτηση, της οποίας η απάντηση είναι προφανής, αλλά πικρή.

- Ρε, συ, τα 'μαθες; Απολύονται τα σταζ. Είμαστε κι εμείς μέσα;
- Yes, they aren't!

- Πήγαν για τριήμερο και κοντεύουν μήνα!
- Yes, they aren't.

oh, come on... (από Jonas, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για άνθρωπο που είναι πολύ κοντός. Για την ακρίβεια είναι τοοοόσο κοντός που κάλλιστα θα μπορούσε να μη συμπληρώνει το μέτρο για 5 εκατοστά.

Ο όρος αποτελεί αλλαξοκωλιά της φράσης «μια παρά πέντε» που δείχνει ώρα.

Συνώνυμο: ένα κι ένα milko.

- Xα χα! Πως είσαι έτσι μωρή;! Είσαι ένα παρά πέντε!!!
- Α να χαθείς ρε μαλάκα!!!
- Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου! Ασταδγιάλα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την επιτυχή έκβαση μιας προσπάθειας.

Η λέξη χέσιον προκύπτει εκ της λεκτικής συνουσίας της λέξης χέζω με τη λέξη αίσιον. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να:

  • Ευχηθούμε με χιουμοριστικό τόνο σ' ένα κολλητάρι,να 'χει αίσιο τέλος μια σημαντική προσπάθεια του (βλ. παρ. 1),
  • Επισημάνουμε την αρνητική κατάληξη μιας προσπάθειας, ή την πρόβλεψή μας πως θα είναι αρνητική (π.χ: ανεπάρκεια υλικών και ανθρώπινων πόρων, απαιτούμενου ψυχικού σθένους, απαιτούμενης νοοτροπίας, κ.λ.π). Βλ. ίδιο παράδειγμα.
  1. Ο Βασίλης, καλός μαθητής, ετοιμάζεται για εξετάσεις, Λίγο πριν το ενενήντα δείχνει πως είναι πολύ αγχωμένος. Ο κολλητός του τον πλησιάζει κεφάτος, λέγοντας:
    - Αντε ρε...Σου εύχομαι η προσπάθεια σου να πάρει χέσιον τέλος.
    - Α...άμα έχεις τέτοιους φίλους, τι να τους κάνεις τους εχθρούς...χαχαχα.

  2. - Πώς τα πήγε ο Μήτσος στις εξετάσεις; Έμαθες τίποτα;
    - Άστα...η προσπάθεια του έλαβε χέσιον τέλος. Πάτωσε σε όλα τα μαθήματα.
    - Φαινόταν το πράγμα. Πάσχει από δυοξύνη οξείας μορφής ο τύπος. Το χέσιον τέλος ήταν αναμενόμενο. Τι να λέμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση λογοπαίγνιο για να δηλώσει τις αλλαξοκωλιές, σαν το παιχνίδι «μαγική εικόνα» που παίζαμε μικροί, δηλαδή με τρόπο παρόμοιο που το ου γαρ οίδασι δηλώνει την γκόμενα γαρίδα.

Αλλαξοκωλιές, ως γνωστόν, είναι κατ' εξοχήν η αλλαγή ρόλων (ενεργητικού και παθητικού) μεταξύ ομοφυλοφίλωνε, αλλά κατ' επέκταση η οποιαδήποτε σεξουαλική ανταλλαγή και μεταξύ στρέιτ ή και άλλες ανταλλαγές. Λ.χ. η αλλαγή ερωτικών συντρόφων ή swinging, η ανταλλαγή μεταξύ σαδιστικού και μαζοχιστικού ρόλου, ακόμη και η ανταλλαγή αυτοκινήτων ή και λημμάτων στο σλανγκρ.

Ο επιτονισμός της φράσης χαρακτηρίζεται από έμφαση στο πρώτο σκέλος της και λέγεται για να επισημανθεί μια αλλαξοκωλιά. Το δεύτερο σκέλος είναι αρκούδως τιραμισουρεαλιστικό και απλώς υπηρετεί την «μαγική εικόνα» του πρώτου σκέλους.

Βάγγελας: - Απ' όταν γύρισε απ' τη Ναμίμπια, ο Πέρι έχει γίνει φοβερός γαμιάς! Λάουρα: - Σοβαρά, άλλαξ' ο κολιές;
Βάγγελας: - Έγινε βραχιόλι, μιλάμε! Ο κώλος μου το ξέρει τι έχω τραβήξει!
Λάουρα: - Κάτσε να το πούμε στο Λίλιαν, μήπως ανάψει η παλιά σπίθα...

ΤΟ ΑΣΜΑ

Άλλαξ΄ ο κολιές (Μπάμπης Παπαδόπουλος)

Σου φερα το έενα , σου δειξα το άλλο
μα δε θες κανενα, λες είναι μεγάλο
το'να σου μυρίζει τ'άλλο σου βρωμάει
μηπως σε ζαλίζει, μήπως δε σου πάει

Αλλαξε ο κολιές, που γουστάρουν όλοι
τελικά τι θες, τέτοιο ή βραχιόολι
άλλαξε ο κολιές κι έγινε βραχιόλι
άλλαξε ο κολιές, που θέλουνε πολλέεες

Αν δε θες καρδιά μου, κι αν δε σου αρέσει
βγάλτο απ΄το λαιμό σου να μη σε πονέσει
'έβαλες το ένα , έβαλες και τ'άλλο
μα δε θες κανένα , κάτσε να στο βγάλω

Αλλαξε ο κολιές, που γουστάρουν όλοι
τελικά τι θες, τέτοιο ή βραχιόολι
άλλαξε ο κολιές κι έγινε βραχιόλι
άλλαξε ο κολιές, που θέλουνε πολλέεες

- Μωρό μου....σαρεσει ο κολιές ; Να τ'αφήσω ;
- Δε μαρέσει καρδιά μου, βάλε μου κατι άλλο...
- Οτι θες μωράκι μου.

(Μπαμπης Παπαδόπουλος - Αλλαξοκολιές)

Το νέο σουξέ "Άντε γραμμή σου" από τη Χριστίνα Γαλάνη (από allivegp, 25/10/09)(από Khan, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του μηδέν εις το πηλίκον, που σημαίνει ότι «δεν καταφέραμε τίποτα», «κανένα αποτέλεσμα».

Η προέλευσή της θεωρείται ότι είναι από διαμάντι που πέταξε κάποιος μαθητής σε σχολείο. Επίσης μπορεί και να προέρχεται από την αργκό του μεσοπολέμου όπου το μπουλούκι-συμμορία έβαζε κάτω ένα καπέλο και μέσα έριχναν τα κέρδη-κλοπιμαία που συγκέντρωσαν και σημαίνει ότι δεν κατάφεραν τίποτα. Τρίτη πιθανή προέλευση από το καπέλο που βάζουν κάτω οι ζητιάνοι για να μαζέψουν λεφτά.

— Πόσα (λεφτά) βγάλατε τελικά;
— Άσ' τα, μηδέν εις το πηλήκιον.

Το ελληνικό στο τέλος τι το ήθελε; (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται:

  • από άτομα πολύ μικρής ηλικίας, που δυσκολεύονται στην άρθρωση, και λόγω της συχνότητα που το ακούν σε ταινίες, τους έρχεται καλύτερα από το μαδερφάκερ (το οποίο και μάλλον δεν ξέρουν τι σημαίνει).
  • από αντιαμερικανούς ή ελληνάρες, που γελοιοποιούν με αυτόν τον τρόπο τα αμερικανάκια, και τους συν αυτώ
  • από άτομα που γλωσσεύουν την μπέρδα τους

    Η λέξη αποτελεί λογοπαίγνιο και βασίζεται στην παγκοσμίως, μέσω Χόλιγουντ, διαδεδομένης αμερικανικής βρισιάς, του «motherfucker». Που κυριολεκτικά αναφέρεται στον αιμομίκτη μητρογάμη.

  1. - Έλα ετοιμάσου Μιχάλη. Ήρθε η μάνα σου να σε πάρει.
    - Οκέιιιι μάδερφάδερ. Τα λέμε αύριο σχολείο.

  2. - Άκου τι συνέβη το πρωί. Εμφανίζεται ένας μαδερφάδερ τουρίστας και μου λέει ότι τον έκλεψα, γιατί βρήκε λέει το γάλα ένα ευρώ πιο ακριβό από το σούπερ μάρκετ.
    - Είχε και λίγο δίκιο, όμως. Ενα ευρώ ρε αγύρτη κι εσύ. - Κάτσε ρε μαλάκα, μπακάλικο είμαι, όχι ο Βερόπουλος.

  3. - (Mπράβος:) Τι γίνεται αφεντικό, όλα καλά; - Καλά, αλλά σήμερα σε θέλω λίγο πιο συγκρατημένο. Περιμένουμε ένα τσούρμο Αμερικάνους φοιτητές. Μην αρχίσεις πάλι να τους χαλάς τις μάπες, σε θέλω χαλαρό. Την προηγούμενη φορά μου στοίχισε 300 ευρώ ο δικηγόρος για το αυτόφωρο.
    - Δεν φταίω εγώ ρε αφεντικό. Αυτοί πίνουν και μ' αρχίζουν στα μαδερφάδερ, κι εγώ δεν μπορώ να μου λένε για τη μάνα μου. Αμα αρχίσουν πάλι, δεν ξέρω τι θα κάνω...
    - Μπιούτιφουλ, σε παρακαλώ. Θες να πλακώσει ο ράμπο να σε κάνει κεφτεδάκια ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «μπει δε μπει» ή, αγγλιστί, bee the bee.

Πρόκειται για την πρώτη βολή (σουτ) σε μονό παιχνίδι στο μπάσκετ, μετά από πρόταση, η κατάληξη του οποίο ορίζει ποια θα είναι η ομάδα που θα έχει στην αρχή την κατοχή της σπυριάρας. Πολλές φορές αποτελεί και τη Σολομώντεια λύση σε διάφορες διαφωνίες των αντιπάλων.

Άλλες διαφωνίες που δεν λύνονται με μπίδεμπί, επιλύονται δια της παραδοσιακής μεθόδου.

Παραλλαγή του μπίδεμπί είναι το μπει μπει στο οποίο σουτάρουν και οι δυο μεριές.

- Ποιος έβγαλε;
- Αυτός.
- Αυτός.
- Θα βαρέσουμε μπίδεμπί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώτος στίχος από γνωστό παιδικό ποίημα το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μια σειρά αντιστοίχων δύστιχων ποιημάτων προς απάντηση του.

Χρησιμοποιείται για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο γνωστό «στα αρχίδια μας»

Στ' αρχίδια μας και εμάς
Κωστής Παλαμάς

Μας τα πιάνεις, μας τα ξύνεις
Γεώργιος Δροσίνης

Ήταν πούστης και αυτός
Διονύσιος Σολωμός

(από Khan, 17/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι παράφραση του carpe diem (=άδραξε τη μέρα) και αποτελεί προτροπή να εκμεταλλευτούμε τη μέρα μας ζώντας τη με όσο γίνεται πιο χαλαρούς ρυθμούς. Με άλλα λόγια, η μέρα μας αποκτά νόημα όταν δεν την αφήνουμε να πάει χαμένη αλλά παίρνουμε το μέγιστο από αυτή αράζοντας στα κυβικά μας και απολαμβάνοντας τον αιώνιο φραπέ με καλαμάκι στη μπαραλία.

Εφαρμόζοντας το κάφε ντίεμ σαν πυξίδα στη ζωή μας, αποφεύγουμε τις επικίνδυνες για την πνευματική μας λειτουργία πτώσεις τού επιπέδου της καφεΐνης στο αίμα, που οδηγούν σε πράξεις για τις οποίες κατόπιν τραβάμε τα βυζιά μας και προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε επικαλούμενοι το ακαφελόγιστο.

- Και του λέω του Φρίντριχ, του συγκάτοικού μου στο London School of Economics. Προς τί τόσο άγχος; Αξίζει να τρέχουμε μια ζωή, τη στιγμή που το ξύλινο παλτό δεν έχει τσέπες;
- Ετς. Κάφε ντίεμ, μεγάλε. Κάτι ξέρανε και οι σοφοί που το είπανε.

(από allivegp, 22/08/09)(από allivegp, 22/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Βραβείο Πούλιτζερ είναι μια αμερικλάνικη βράβευση για επιτεύγματα στην δημοσιογραφία, την λογοτεχνία και την μουσική σύνθεση. Δημιουργήθηκε από τον εκδότη Ιωσήφ Πούλιτζερ και χορηγείται από το Columbia University στη Νέα Υόρκη (Βλ. και το επίσημο σάιτ). Χαουέβερ, η ηχητική του ομοιότητα με το πουλί ως συνώνυμο του μπαργαλάτσου, άλλως με τον πούλο, έχει οδηγήσει σε σλανγκική εναλλακτική χρήση του.

  1. Είναι το βραβείο που απονέμεται σε όποιον έχει λαμπρή επίδοση στην γενετήσια δραστηριότητα κυρίως ως παθητικός ερωμένος /-η. Χρησιμοποιείται και ως ύβρις. Το παίρνω το Βραβείο Πούλιτζερ ισοδυναμεί με το παίρνω τον πούλο με την σημασία του συνουσιάζομαι, τον παίρνω, τον παίρνω και γέρνω. Επίσης αποτελεί συνώνυμο του Kavli Prize (βραβείο Καυλί), δηλαδή του βραβείου που απονέμεται ειρωνικά για έξοχη γενετήσια δραστηριότητα συμπεριλαμβανομένης κατεξοχήν της μαλακίας. Με αυτήν την σημασία έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος κυρίως από τον αστειάτορα Γιώργο Μητσικώστα. Κατά δε τον λημματονουνό Κνάσο, πρόκειται και για ευφημισμό. Κατά την έκφρασή του: «Εδώ για να μετριαστεί η ντροπή παρομοιάζεται με βραβείο ο πούλος, όπως οι Ολυμπιακοί το 2004 είχαν την εθνική περηφάνεια αντί για το τρώμε με χρυσά κουτάλια».

  2. Η κυρίως σημασία του «παίρνω τον πούλο» είναι φεύγω. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, πρόκειται για παραφθορά του παίρνω τον πίλον, δηλαδή παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω (πίλος= είδος καπέλου), με παρετυμολογική έλξη από τον πούλο, στην οποία όμως ετυμολογική εκδοχή δεν θα έδινα την πλήρη συγκατάθεσή μου. Οπότε το παίρνω το Βραβείο Πούλιτζερ λειτουργεί ως μία από τις πολυάριθμες παραλλαγές του παίρνω τον πούλο , όπως γίνομαι πουλόπουλος (τραγουδιάρικο- πελλοπονjήσιο), παίρνω τον πουλόδρομο, γίνομαι τομπούλογλου (τουρκική εσάνς), παίρνω τον μπούλο στο μπαούλο, τον πούλο αρμ (στρατιωτικώς), παίρνω τον πούλο τον τρεχάτο, παίρνω τον πούλοβιτς (γιουγκοσλαβική εσάνς).

Ασίστ: Κνάσος.

  1. Η Καυλάουρα πήρε Βραβείο Πούλιτζερ για το σύνολο της καριέρας της.

  2. Άντε, πήγε δύο η ώρα. Καιρός να πάρουμε το Βραβείο Πούλιτζερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified