Φράση που εκτός από περιγραφική κυριολεξία για ανθρώπους μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα σε σχέση με αντικείμενα ή καταστάσεις:

Του γάμησες τη μάνα

άλφα. το διέλυσες, κατέστρεψες, το παράκανες, τα έκανες πουτάνα, του γάμησες τα πέταλα - από ασχετοσύνη, απροσεξία, υπερβολικό ζήλο.

βήτα. τα κατάφερες, το δάμασες, το έσπασες, του πέταξες τα μάτια όξω, you are the man, ο Γκραν γαμάω. Περιέχει μια απεριόριστη δόση σεβασμού και δυο σταγόνες ειρωνείας.

Κατ' εξαίρεση μπορεί να είναι και αυτοαναφορικό για το πολυαγαπημένο μας σάη. Oπότε να και ένας ορισμός γάμα!

Σημειώσεις:
- Να μην συγχέεται με το υβριστικό (εκτός αν είσαι ο πατέρας του/της) «σου γαμώ την μάνα». - Με τον ορισμό αυτό επίσης μπορείς να δεις με διαφορετικά μάτια το σύνθημα «Η Παπαρήγα είναι ο πατέρας του Κομμουνισμού γιατί του γάμησε την μάνα»
- Δεν την εκφέρουν οι μικροαστούληδες γιατί δεν είναι slang
- Eνίοτε λέγεται και ως «μου γάμησες την μάνα» αλλά είναι πιο βαρύ από το «μου 'σκισες τον κώλο ρε γαμημένε»
- For our foreign friends and German translators: don't use it when you address a Greek child when you want to describe to her/him that you have a romantic relationship with her/his mother.
- συνοδεύεται συνήθως από το ρε πούστη ή το πουτάνας γιε

Πάσα και έμπνευση Markar

  1. Ρε μουνόπανο, εσύ μπήκες στο PC μου ψες και του γάμησες την μάνα; Γέμισε ιούς ρε γαμημένε!

  2. Ρε μουνί, καλά έκανες και μπήκες στο σάη των χρυσάυγουλων και του γάμησες την μάνα! Πουτάνας γιοί!

  3. Καλά, μιλάμε με τα λήμματα που έχουν ανεβεί τελευταία στο σάη του έχουμε γαμήσει την μάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορική ερώτηση διαμαρτυρίας που στηλιτεύει μια αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος του ερωτώντος και απαιτεί μια λογική εξήγηση για τη διακριτική μεταχείριση που αυτός υφίσταται. Ο τρόπος που διατυπώνεται η ερώτηση φέρνει το συνομιλητή σε δύσκολη θέση, εφόσον η μόνη δυνατή απάντηση είναι όχι, κι εσύ από μουνί βγήκες, άρα είμαστε ίσοι ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, οπότε πρέπει περαιτέρω να βρεθεί μια πειστική δικαιολογία για τη συγκεκριμένη μεταχείριση, ή να αρθεί η δυσμενής διάκριση.

- (Πάφα πούφα πάφα πούφα…)
- Τι κάνετε εσείς εδώ; - Το ηλιοβασίλεμα βλέπουμε, τι θες να κάνουμε; - Και γιατί δε λέτε κουβέντα ρε ότι παίζει ο μπάφος; Εμείς από κώλο βγήκαμε δηλαδής; - Έλα, κάτσε στη σειρά σου και κόφ’ τις γκρίνιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως κρέας εννοείται το πέος που εισέρχεται και εξέρχεται κατά την σεχουαλική συνουσία.

Η έκφραση εννοεί μια σεξουαλική πράξη που γίνεται χωρίς καθόλου συναίσθημα τελείως μηχανικά. Λόγοι για αυτό μπορεί να είναι κυρίως το ότι ο ερών είναι ένα γουρούνι που θέλει απλώς να γαμήσει και δεν είναι διατεθειμένος να εμπλακεί αισθηματικά. Ή χίλιοι άλλοι λόγοι για τους οποίους μπορεί το σεχ να γίνει αδιάφορα όταν βρίσκονται σε ψυχρότητα οι παρτενέρ. (Εστίασα στον ερώντα επειδή συχνά η έκφραση λέγεται ως στάση ζωής, ότι δεν αξίζει να επιδιώξει κανείς κάτι παραπάνω από την φυσική διείσδυση).

Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται για να ασκήσει κριτική και στην ερωμένη, λ.χ. ότι είναι ψυχρή ή με υπερβολικά χαλαρό αιδοίο, ενώ ιδίως σε συμφραζόμενα μπουρδελοσλάνγκ εννοείται ότι πρόκειται για έπιπλο και δη κομοδίνο.

Άλλες φορές πάλι λέγεται στο πλαίσιο υπαρξιακού στοχασμού για το μάταιο του σεξ εν γένει.

  1. Προσωπικά δεν το βρίσκω «ανήθικο» δύο άνθρωποι απλά να το κάνουν για την απόλαυση. Απο κει και πέρα ο έρωτας προυποθέτει και ένα συναισθηματικό δέσιμο με τον άλλον, συνήθως στα πλαίσια μιας συντροφικής σχέσης. Δηλαδή δεν το κάνεις μόνο κρέας μπαίνει-κρέας βγαίνει, αλλά νιώθεις πράγματα για τον παρτενέρ. (Εδώ).

  2. πολλες κυριες μου δειχνουν αγαμητες αλλα πηδιουνται [κρεας μπαινει κρεας βγαινει] Σ αυτες και σε ανδρες βλεπω μια ελλειψη και αυτη δεν ειναι το σεξ αλλα ο συντροφος που πηδαει με καποια ποιοτητα.
    Καπως ετσι ειμαι πιο κατανοητός;
    Αυτη την κατηγορια δεν την λεμε αγαμητη δεν ειναι; Ομως συμπεριφερονται ετσι... (Εδώ).

  3. γυναίκες ξεσχίστου τύπου, σκέψου κόφες που είτε μπαίνει είτε βγαίνει δεν καταλαβαίνει ο άντρας τίποτα!!!! (κρέας μπαίνει κρέας βγαίνει). (σακί με πατάτες).

  4. Κρέας μπαίνει. Κρέας βγαίνει. Ένα κομμάτι κρέας εσύ. Ένα κομμάτι κρέας εγώ. Πόσο καλλίτερα θα ήταν αν απλά το παραδεχόμασταν κιόλας. Έχω άδικο; (Εδώ).

(από Khan, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατόπιν παροτρύνσεως γνωστής σλανγκίστριας και με την ομόθυμη στήριξη - πιστεύω - του σλανγκεπώνυμου πληρώματος, ο ορισμός του αγαπητού Ναστρεδίν συμπληρούται δια πολυτίμων (;) πληροφοριών κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, που ενσωματώνουν βιοτική πείρα του γράφοντος.

Γιατί λοιπόν ένα γαμήσι για το οποίο ίδρωσες, παρακάλεσες, σύρθηκες στα γόνατα, κοινώς έγινες τσιμπούκι, βγαίνει συνήθως ξινό;

  1. Τζένεραλλυ σπήκινγκ, υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπηδων που για να φχαριστηθούν κάτι, οτιδήποτις (γυναίκα, φαΐ, ταξίδι κλπ), πρέπει να μην έχουν κοπιάσει γι' αυτό, να μην έχουν προσπαθήσει, καθώς και να μην έχουν αναγκαστεί να βάλουν το χέρι στο παντελόνι. Με μια κουβέντα, τους αρέσει να τα έχουν όλα στο πιάτο και τζάμπα.

Παραδείγματα:

α. Έχεις ξεκωλιαστεί όλη μέρα μες την κουζίνα για να ετοιμάσεις το τέλειο γεύμα: έχεις ανοίξει τσελεμεντέδες, πήρες τηλέφωνα σε ξεχασμένες θείτσες να σου πουν συνταγές, τραβιόσουνα σε ντελικατέσεν να βρεις τα σωστά ευγενικά υλικά, κατόπιν έφαγες στη μάπα όλη την ορθοστασία και την καπνίλα, άσε που κάθε τόσο χτύπαγε το ρημάδι το τηλέφωνο κι έπρεπε ξανά μανά να σκουπίζεις χέρια για να το σηκώσεις. Και την αγωνία για το αν θα πετύχει που την πας; Γι' αυτό λοιπόν, όταν έχουν όλα τελειώσει και έχει φτάσει η ώρα του τραπεζώματος, έχεις σιχαθεί τόσο που δε θες να ξαναδείς φαΐ ούτε σε φωτογραφία για τουλάστιχον 15 μέρες. Το μόνο που θες είναι να πας να ψοφήσεις...

β. Τα λεφτά που ξοδεύονται πιο αέρα πατέρα, που τα καις και τα λιώνεις και τα σκορπάς χωρίς να σε πολυνοιάζει, είναι τα λεφτά για τα οποία δεν σφίχτηκες , αυτά που για να τα βγάλεις δε σου έγινε ο κώλος σαν τασάκι, π.χ. λεφτά απο κληρονομιά, λεφτά από παράνομες δραστηριότητες (easy come easy go). Ον δε κόντραρυ, λεφτά τα οποία έβγαλες με τον ιδρώτα του προσώπατού σου, τα φυλάς σαν τον καρμίρη και τα κάνεις μασουράκια...

Και για να έρθουμε στα του μουνιού τώρα.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό και επόμενο είναι να βάνεις με το μυαλό σου τα μύρια όσα για τις κρυφές της χάρητες, επί το λαϊκότερον φαντάζεσαι παπάδες. Οι προσδοκίες σου για το τι θα ακολουθήσει την πολυπόθητη κατάκτησή του, διαρκώς διογκώνονται. Αυτές ο αυξημένος ορίζοντας προσδοκιών ευθύνεται σε ένα βαθμό για την τελική σου απογοήτευση.

Παρεμφερής είναι η περίπτωση του διαρκώς ανικανοποίητου τύπου, ο οποίος κυνηγάει μουνιά μόνο και μόνο για λόγους αυτοεπιβεβαίωσης. Όσο συναντά αντίσταση από το θήραμα, τόσο πιο πολύ πωρώνεται. Αυθυποβάλλεται και πείθει τον εαυτό του πως το μουνί που ψήνει είναι το καλύτερο. Στην ουσία προβάλλει πάνω στη γκόμενα το ναρκισσισμό του, την καψούρα που έχει με τη δική του πάρτη, το πείσμα του, τον εγωισμό του. Νομοτελειακά, αυτού του τύπου όλα τα γαμήσια ξινά του βγαίνουνε. Η περίπτωσή του συνιστά άλλη μια απ' τις αλλοτριώσεις της εποχής μας, όπως θα έλεγε κι ο φιλόσοφας της παρέας μας.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, ενδέχεται και να σου κάτσει επειδή απλά βαρέθηκε να σε βλέπει να τρέχεις από πίσω της σαν τον ΘουΒου. Ξέρει ότι μόνο αν σου κάτσει και στο καπάκι σε ξενερώσει, υπάρχει περίπτωση μετά να την αφήσεις ήσυχη. Ο καλός ο παίχτης ξέρει και εκμεταλλεύεται τέτοιες φάσεις, πετσώνει και την κάνει αυτός πρώτος.

-Άιντε αγοράκι μου, να με γαμήσεις να δω τι θα καταλάβεις!
(υπαρκτή ατάκα)

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό κι επόμενο είναι αυτή να κολακευτεί από το ενδιαφέρον, και να σου κάτσει ακριβώς επειδή έθρεψες τόσο τον εγωισμό της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε γουστάρει κιόλας. Σου κάθεται μια δυο φορές, φχαριστιέται που σε βλέπει να αγκομαχάς και να λιώνεις από πάνω της ενώ εκείνη χασμουριέται ψάχνοντας το τηλεκοντρόλ, και μετά σε ξεφορτώνει. Το κάνει συχνά η Σαμάνθα του Σεξ ενντ δε Σίτυ.

  2. Πολλές φορές, ακόμη κι αν σε γουστάρει κάπως μια γκόμενα, το να τρέχεις από πίσω της σα παλαβός, σε ρίχνει στην εκτίμησή της. Διότι σου λέει, αυτός για να κάνει έτσι, πρέπει να έχει να γαμήσει μήνες ή πρέπει να έχει κάποια κουλαμάρα που διώχνει τις γυναίκες.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι αυτό που μας προσφέρεται στο πιάτο ουδέποτε εκτιμούμε. Θέλουμε όλοι και όλες, να έχει το σασπένς της η υπόθεση, να μην είναι ο άλλος δεδόμενος. Άπαξ και κάτι θεωρηθεί δεδόμενο, είναι τελειωμένο ζήτημα. [Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντίφαση με το παραπάνω κειμενάκι 1, όμως έτσι είναι αυτά, άβυσσος η ψυχή του άθρωπα, τι να κάνουμε τώρα, ρωτήστε και καμιά γιαλόμα κάτι παραπάνω θα ξέρει.

Καμιά φορά όμως, σε πείσμα του γαμημένου του Νόμου του Μέρφυ, η γκόμενα σου κάθεται, έτσι εις ανάμνησιν του αρχικού της ενδιαφέροντος. Η ουσία είναι όμως πως έχει πλέον ξενερώσει, δε σε βλέπει σα γαμιά πλέον που θα τη βάλει κάτω και θα της σκίσει τα πέταλα, αλλά μάλλον σαν ένα παιδάκι που δε θέλουμε να του χαλάσουμε το χατίρι και του μείνει κι απωθημένο. Πρόκειται δλδ για γαμήσι του ελέους, που κάθε άλλο παρά πχιοτικό και βρώμικο μπορεί να είναι...

Πολύ μεγάλη κουβέντα, απ' τη ζωή βγαλμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεότυπη ἔκφρασι, ποὺ δίδεται ὡς ἀπάντησι στὴν κουτσομπολικὴ ἐρώτησι «τί δουλειὰ κάνει ὁ πατέρας σου».

Ἡ εἰκονοπλασία εἶναι μοναδικοῦ διαστροφικοῦ, οὐ μιν, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἐπιπέδου, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθῇ κανεὶς τὴν τραγικότητα τῆς συνθήκης νὰ εὑρεθῇ κουλός, ταυτοχρόνως δὲ καὶ καυλωμένος (βλ. λῆμμα). Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ κάτι σὰν ἐπάγγελμα καὶ λειτούργημα μαζί, ένα πράμα.

᾿Οφείλει ἐν προκειμένῳ νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ έν θέματι σύλληψις εἶναι πολὺ προγενεστέρα τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ φραπέ. Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ ἀναγάγῃ τὸ ὅλον εἰς ὅρους φραπέ, τότε ὁ διαφορισμὸς τῶν δύο ἐννοιῶν θὰ ἦτο «φραπὲ κατ᾿ ἀνάγκην (ἐπὶ κουλαμάρας), καὶ φραπὲ κατ' ἐπιλογήν, ὅπως περίπου λέμε δηλαδὴ business or pleasure.

Assist: οο9οο, μὲ τὸ λῆμμα που να μείνεις κουλός και καυλωμένος

Περιττεύει

Έχω κουραστεί, δε θέλω να εξηγώ, πρέπει εσύ να την παίξεις. (από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και βαράει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κλασσική (παλιά αλλά ακόμα εν ενεργεία) γείωση, που ρουπώνει κάποιον που λέει μαλακίες αναφερόμενος σε λεγόμενα-πεπραγμένα ετέρου τρόμπα.

Η στιχομυθία είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη:

Ομιλητής Α:
- Ο/η τάδε λέει ότι μπλα-μπλα (παπαριές)
Ομιλητής Β:
- Του το 'πες;
Ομιλητής Α:
- Ποιο;
Ομιλητής Β:
- Να πα' να γαμηθεί!

Κάπως έτσι.

1. Ερωτικά σκιρτήματα:

(Τσιν-τσιν)!
- Δεν με κοίταξες στα μάτια!
- ...;
- Οι Γάλλοι λένε, όταν τσουγκρίζεις με κάποιον πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια, έτσι λένε.
- Τους το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθούνε!

2. Πολιτική ανάλυσις:

- Ρε συ, άκου τί λέει εδώ: Ο κύριος Υπουργός είπε χτες καλεσμένος σε μιαν εκπομπή, ότι ντάξει θα το διερευνήσουν το θέμα με τους μπάτσους που σακατέψανε τον άνθρωπο και άμα είναι θ' αποδοθούν ευθύνες, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζεται ο λαός με τέτοια, γιατί οι Έλληνες πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, να κάνουν λίγη υπομονή και να 'χουν πίστη στο θεό και στο ΠΑΣΟΚ κι όλα θα πάνε καλά, και λεφτά υπάρχουνε κι απ' όλα τα καλούδια, βέβαια αν τελικά πτωχεύσουμε τί φταίει αυτός, γιατί στο κάτω-κάτω είμαστε συνυπαίτιοι της κρίσης αφού μαζί τα φάγαμε και σιγά μην επαναστατήσουμε κιόλας, τέτοιος μικροαστικός και δειλός λαός που είμαστε, οι Έλληνες. Α! Όποιος δεν συμφωνεί, είναι τρομοκράτης, λέει.
- Του το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθεί!

Elevator look (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως, αν κάνεις μονίμως τα χατίρια σε μια γυναίκα, θα σου κάνει τη ζωή δύσκολη. Πρέπει να την παιδέψεις και λίγο (κατ' άλλους: να της ρίχνεις και καμιά ψιλή) για να σ' έχει εκείνη στα όπα-όπα (να σε λέει, όπως λέμε «θείο»).

Ετυμολογικά, προέρχεται από τους ψαράδες που, κατά παράδοση, είθισται να «σβουρίζουν» τα χταπόδια για να μαλακώσουν: τα κοπανάνε με δύναμη σ' έναν βράχο αρκετές φορές (από 40 ως 100, αναλόγως τον ψαρά, και οι αριθμοί πάντα διακρίνονται από ακρίβεια όσο και συμβολισμό). Όπως το λαχταριστό μαλάκιο, λοιπόν, έτσι και η γυναίκα (το μουνί, στην προκειμένη φράση, συνεκδοχικά) μαλακώνει και γίνεται πιο τρυφερή και χαδιάρα όσο την παιδεύεις, όσο την «χτυπάς» (μεταφορικά, ελπίζω). Η πρακτική αποτελεσματική, καθώς αν το χταπόδι είναι φρέσκο, γίνεται αρκετά σκληρό, ιδίως στη σχάρα. Δεν είναι, ωστόσο, απαραίτητο να γελοιοποιείται κανείς στην παραλία: το ίδιο και καλύτερα αφραταίνει το χταπόδι αν το αφήσετε μια-δυο μέρες στην κατάψυξη. Δεν το συνιστώ για τη γυναίκα, φυσικά.

- Πάλι την έφτυσες, ρε, τη Ράνια; Θα σε παρατήσει, κακομοίρη μου, και θα τρέχεις...
- Ρε, το μουνί και το χταπόδι, όσο το χτυπάς απλώνει, λέμε.
- Ναι, και το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν το ξέρει ιδρώνει, αλλά λέω μη σου τα φορέσει καμιά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης ανταπόκριση του θηλυκού πληθυσμού για έναν άντρα, προφ για έναν γκραν γαμάω τύπο που σκάει μύτη σε έναν χώρο, ή στην πιάτσα γενικώς. Αλλά και για έναν κοινό θνητό, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όμως δείχνει στις γκόμενες πως είναι ο άντρακλας α λα Humphrey Bogart, με λίγα λόγια και αντρίκια και βλέμμα που κάνει τα λιοντάρια γατούλες.

Ανάλυση της έκφρασης: Όπως σλανγκικώς έχει καταδειχτεί από το φαινόμενο του γραμματοσήμου και άλλα ηχηρά παρόμοια, το γυναικολογικό επακόλουθο ενός τέτοιου εξ αποστάσεως σεξουαλικού ερεθίσματος είναι το νιμού να σαγηνευτεί και να ετοιμαστεί όλο προσμονή για δράση υγραίνοντας τα σκέλια του, αρκεί να να μην το παρακάνει και τελειώσει εντυπωσιακά ον δε σποτ. Υπερβολικό; Άβυσσος το μουνί της γυναίκας!

Υ.Γ. Να μην συγχέεται με το κατούρημα!

  1. - 'Ασε κολλητέ, η δικιά μου άρχισε να μου κάνει νερά...
    - Ξύνεται το μουνάκι της να σου τα φορέσει;
    - Εκεί πάει το πράγμα. Μου 'χει φάει τ' αυτιά γι' αυτόν τον ζεν πρεμιέ τον Γιάννη από το γραφείο. Και τι συμπαθητικός τύπος είναι, και να βγούμε μια φορά με τα παιδιά από τη δουλειά σου και τέτοιες πίπες. Σε τα μας τώρα το Δεσποινάκι;
    - Πάντως φίλε να την προσέχεις τη φάση, γιατί γι' αυτόν τον τυπά βρέχονται βρακάκια όπου περνάει, έχει μεγάλο σουξέ.

  2. - Καλά ρε μαλάκα, πώς ντύθηκες έτσι; Για ένα καφέ θα πάμε, όχι στα μπουζούκια.
    - Καλός είμαι;
    - Ζαγοραίος! Θα βραχούνε βρακάκια για την πάρτη σου!

  3. - Και που λες, γίνεται του μουνιού το ξέσκισμα, αυτός ο λεχρίτης απειλεί γενικώς για απολύσεις και μαλακίες, εμείς έχουμε μείνει παγωτό, δυο-τρεις γκόμενες κλαίνε...
    - Και μετά;
    - Μετά εμφανίζεται από το πουθενά ένα παλικάρι από άλλο τμήμα, ψύχραιμος κι ωραίος, και του λέει «άνθρωπέ μου, ηρέμησε, άσε τις απειλές γιατί είμαι μάρτυρας και θα σου φέρω εδώ επιθεωρήσεις, δικηγόρους και κανάλια να πάρεις και για το σπίτι». Είχε μια φωνή, ψάρωσαν όλοι. Έκανε τουμπεκί ο ρουμάνος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια κι έφυγε. Οι κοπέλες λιώσανε, βρέξανε βρακάκια, αφού μετά πήγανε να τον βρουν και τον αγκάλιαζαν...

(από patsis, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία ακόμη τρανή λαϊκή ατάκα πολύ χρήσιμη όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον ο οποίος κολλάει σε λεπτομέρειες.

Πρωταγωνίστρια της φράσης η γνωστή μας άγνωστη Μάρω, η οποία συχνά αναφέρεται μαζί με το μουνί της. Όχι επειδή έχει κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα ή επειδή το γεννητικό της όργανο έχει κάποιες παράλογες ιδιότητες, απλά επειδή ο όρος «μουνί» συναντάται πολύ συχνά στις ελληνικές ρήσεις και το όνομα Μάρω βολεύει πολύ στο να σχηματίσουμε ρίμες (η ρίμα δίνει στόμφο, μπρίο και κύρος στην έκφραση - χώρια που αποστηθίζεται ευκολότερα). παραδείγματα :άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως, κάτσε Μάρω να στον βάλω, και πολλά ακόμη που δεν θυμάμαι, αλλά που σίγουρα σας έρχονται στο μυαλό.

Στην ρήση αυτή, η Μάρω αντιμετωπίζει ως πρόβλημα τη μελανότητα του μουνιού της. Εννοείται όχι του οργάνου, αλλά του τριχωτού αυτού. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η Μάρω γκρινιάζει για κάτι που το έχουν οι περισσότερες γυναίκες. Ενώπιον αυτής της κατάστασης μπορούμε να σκεφτούμε:

***** γιατί τη Μάρω την ενοχλεί κάτι που είναι κάπως αυτονόητο; και που σε τελική ανάλυση δεν της δημιουργεί κανένα πρόβλημα; Οι υπόλοιπες τί να πουνε δηλαδή; ή οι υπόλοιπες γιατί δεν ενοχλούνται; ποιο είναι τελοσπάντων το κόλλημα της Μάρως στον εγκέφαλό της;
***** η Μάρω δεν έχει με τίποτα άλλο να ασχοληθεί και ασχολείται κυριολεκτικά με τρίχες. ***** η Μάρω μπορεί να έχει όλου του κόσμου τα καλά, αλλά την ενοχλεί κάτι ασήμαντο. ***** αφού έτσι κι αλλιώς το μουνί μαύρο είναι, τί έχει να φοβηθεί;

Επομένως από τους παραπάνω συλλογισμούς αντιλαμβανόμαστε πια την έννοια της έκφρασης, δηλαδή ότι κάποιος πνίγεται σε μία κουταλιά νερό, αρπάζεται από κάτι άσχετο και φοβάται / αναστατώνεται / θυμώνει / γκρινιάζει και μας σπάει τα νεύρα.

  1. - Μα σοβαρά τώρα, ο Νώντας δεν θέλει να μου ξαναμιλήσει επειδή δεν του είπα γεια όταν τον είδα;;
    - Ε τι περιμένεις ρε Δημήτρη... Έτσι είναι ο Νώντας, ανάγκη που 'χει η Μάρω, που είν' το μουνί της μαύρο.

  2. - Και εκεί που πηγαίναμε τον πατέρα μου στα επείγοντα, πετιέται και μία χαζή και μου κάνει μία λακκούβα μπροστά στ' αμάξι... γάμησέ τα!
    - Α, ρε Στέλιο... Ανάγκη πού'χει η Μάρω που είν' το μουνί της μαύρο...
    - Τί εννοείς;;;;;

(από ironick, 21/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιεί κάποιος όταν βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση, συνώνυμο του «χέστα κι άστα».

- Έλα ρε, πως πήγες στο διαγώνισμα;
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα!

(από Jim Blondos, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified