Further tags

Καμουφλαρισμενη έκφραση για τους γκέι...

Κούνημα κοίτα.. ο τσαχπίνης... το σφυρίζει το πέναλτι!

(από Khan, 03/03/14)

Δες και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια ποδοσφαιρική ιαχή, όπου στα πλαίσια της ευγενούς άμιλλας οι αντίπαλοι φίλαθλοι καλούνται να κάμουν γκέηκα κούνηματα.

Κάπου στα ογδόνταζ το άκουσα για πρώτη φορά σε μη ποδοσφαιρικά πλαίσια από μπαόκι συμφοιτητή («Αθηναίοι θύματα, κάντε μας κουνήματα!»).

Από το φίλαθλο κοινό

1. Χανούμια, του Μελισσανίδη θύματα, κάντε μας κουνήματα

2. Βαζελάκια θύματα κάντε μας κουνήματα!

3. Γουσουφάκια «βλήματα» - κάντε μας... κουνήματα!

Εκτός γηπέδου

4. Πλουτοκράτες θύματα, κάντε μας κουνήματα

5. Όσο κινήματα καθοδηγούνται από επαγγελματίες της υποκίνησης εμείς θα λέμε κάνουμε κινήματα και οι εξουσιαστές θα λένε «κάντε μας κουνήματα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδεικνύει ομοφυλοφιλία. Προέρχεται από τον τρόπο που κάθονται ή και καπνίζουν οι ομοφυλόφιλοι, με τον καρπό γυρισμένο προς τα έξω.

- Ρε κοίτα εκεί στην γωνία, η Ρούλα με έναν τύπο. Λες να βρήκε γκόμενο; - Τι γκόμενο ρε συ, δεν τον βλέπεις τον τύπο πως τον σπάει τον καρπό, φιλενάδες είναι.

Δες επίσης και καίω τη βάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι κίναιδος, ελληνιστί gay.

- Ρε συ Μάκη; Τ' ειν' τούτος ρε; Πώς κυκλοφορεί έτσι...
- Αφού τον βλέπεις ρε... Τη σιδερώνει τη γραβάτα...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, το και την τρίζει την όπισθεν για περισσότερες αντίστοιχες εκφράσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως μια χοντρή γυναίκα, με μεγάλο κώλο τον οποίο κουνάει πάρα πολύ περπατώντας. Προέρχεται ίσως από το θέμα και χαρακτήρα του ρήματος κουνιόταν. Δηλαδή: κουνιέται, κουνιόταν - - Κουνιότα

Κοίτα μαλάκα την κουνιότα πώς τον πάει πέρα δώθε !!

Britain\'s got Talent: η χοντρή που ξεσήκωσε το σύμπαν. (από Galadriel, 16/04/09)Η ίδια κυρία του μηδιού #1 χωρίς τα σημαιάκια της απόκρυψης. (από Galadriel, 16/04/09)(από perkins, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή, ο πούστης, ο gay, η παλιόπουστα, η σκατολουγκρητία.

Αναφέρεται σε εκείνο το άτομο το οποίο συμπεριφέρεται ακριβώς σαν κοπέλα. Έχει επέλθει η πλήρης μετεξέλιξη και ο τύπος πλέον ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με το άλλο φύλο. Η κοπέλα η τελειωμένη συμπεριφέρεται με πουτανιά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του (ναι πάλι στα πέη αναφέρομαι).

Γιαννάκης: - Μπαμπά είμαι Gay
- Τι λες παιδί μου... Έχεις εσύ φίλες μοντέλα;
- Όχι μπαμπά.
- Έχεις σπίτι στη Μύκονο;
- Ούτε.
- Δουλεύεις στην τηλεόραση; - Όχι μπαμπά.
- Τότε τι gay είσαι ρε μαλακισμένο. Παλιόπουστα του κερατά είσαι, κοπέλα τελειωμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει με μεγάλη όρεξη, βουρ στον πατσά, γιούργια στον νταμπλά με τα κουλούργια κλπ αλλά κυρίως για σεξουαλικές επιθέσεις. Επίσης αφορά στο ξερογλείψιμο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο κάποιου όταν είναι έτοιμος για το συγκεκριμένο ντου (βλ. και το παρεμφερές θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει). Η φράση προέρχεται από τον τρόπο που οι σκύλες κωλοτρίβονται σε παλούκια (=καζίκια) και λοιπά αιχμηρά όταν έχουν οίστρο. Από Κρήτη.

- Την είδες ρε την ψώλα τη Βάσω, μόλις είδε το τουτού, άρχισε τα σάλια. Και πριν τον είχε στο κλάσιμο το γυαλαμπούκα...
- Σαν τη σκύλα στο καζίκι! Ου να μου χαθεί...

(από xalikoutis, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστείος χαρακτηρισμός - επιφώνημα, που λέγεται συνήθως φιλικά και α) είτε σημαίνει «πώς είσαι έτσι;» ή «τι είν' αυτά που κάνεις;». Συνήθως εκφράζει την έκπληξη μας για κάποιον (αρσενικό εννοείται) ο οποίος κάνει κάτι κατά την κρίση μας θηλυπρεπές.
β) είτε αντικαθιστά το «ρε» και να είναι αγαπημένη φράση ανθρώπων που έχουν αγαπημένες φράσεις και τις λένε συνέχεια.

1.α περίπτωσις
- Ένα λεπτό ρε μαλάκα, βάζω κρέμα στη μάπα μου...
- Μωρή κυρία!;!

2.β περίπτωσις
- Τράβα μωρή κυρία να πάρεις κανά πιοτό να πιούμε.
- Α γαμήσου ρε λουλού που θες και πιοτό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικριτική παρατήρηση συντηρητικού Ελληνάρα προς εξελισσόμενο φίλο του, σε ρυθμούς δημοτικού τραγουδιού.

Εκφράζει το δραματικό δίλημμα του Νεοέλληνα στο σταυροδρόμι μεταξύ λεβεντιάς και τρεντοσύνης. Οι τρέντυς που θα θέλουν να προσελκύσουν στις τάξεις τους τον μέχρι πρότινος λεβέντη θα στιγματίσουν το πρώην περιβάλλον του ως λεβεντομαλάκες. Αντιστρόφως, οι λεβέντες πρώην φίλοι θα επισείσουν τον κίνδυνο ο εν λόγω νέος να εξελιχθεί σε «τρεντόπουστα», αν γειτνιάσει υπερβολικά στους τρέντυς.

Πιθανόν το δίλημμα να λύνεται ανάλογα με το για τι φοβάσαι περισσότερο να σε κατηγορήσουν. Φοβάσαι περισσότερο να σε πουν λεβεντομαλάκα, ή «τρεντόπουστα»; Ωστόσο, θεωρώ ότι πρόκειται εδώ για φοβία συντηρητικής υφής, την οποία ο νέος πρέπει να υπερβεί, προκειμένου να αποφασίσει απροϋπόθετα το «στρατόπεδο», όπου θα ενταχθεί.

-Κάποτε μεράκλωνες με λαϊκά και μπουζούκια, τώρα ζαχαρώνεσαι με Χατζηγιάννη και Παπαρίζου. Αχ, δυσκολεύομαι να σε αναγνωρίσω! Κάποτε ήσουνα λεβέντης, τώρα μού 'χεις γίνει τρέντης! Να προσέχεις με ποιους κάνεις παρέα!

(από Khan, 06/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified