Further tags

Προσφώνηση, συνήθως προς μικρότερους. Χρησιμοποιείται πολύ έντονα σε χωριά του Πάρνωνα (Λακωνία και Αρκαδία). Επίσης καμάρι, καμαράκι.

Βλ. έλα μάνα μου, κορώνα μου, λο για τις προσφωνήσεις στη ν. Πελοπόννησο.

  1. Κάτσε καμαράκι να πιάνεις τη μπάλα και θα σου πάρω παγωτό μετά τον αγώνα, εντάξει; Μπράβο το καμάρι μου...
  2. Έλα καμάρι μου, η θεία η Τούλα είμαι! Είναι εκεί η μαμά σου να της μιλήσω;
  3. Ήρθες, καμάρι; Κάτσε να φας κουραμπιέ και πάω να φωνάξω το Ντούλη να παίξετε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικη σλανγκ για το άτομο το ζόρικο, που δεν κωλώνει.

Η έκφραση προέρχεται από παλιότερες, ευτυχισμένες για οδοντιάτρους εποχές, εφόσον σ΄αυτούς κατέληγαν διάφοροι αντρειωμένοι και καλά φιγουρατζήδες που προσπαθούσαν να σπάσουν το τσόφλι του εν λόγω καρπού με τα δόντια, με τραγικές για την οδοντοστοιχία τους συνέπειες.

Ο χαρακτηρισμός αυτός εξέλιπε μετά την εμφάνιση του καρυοθραύστη, όχι αυτουνού, ούτε του αλλουνού, του Τσαϊκόφσκυ, αλλά αυτού που πάει σετάκι με αυτά.

- Έτσι που λες φίλε, οι Βιετκόνγκ αποδείχτηκαν πολύ σκληρά καρύδια για τους Γιάνκηδες, και το έργο τέλειωσε στην ταράτσα της πρεσβείας στη Σαϊγκόν. Λες να το ξαναδούμε με τίποτα άλλα παλικαράκια κι εδώ;
- Μπα, δε νομίζω. Οι δικοί μας είναι τόσο άχρηστοι που δεν θα 'χουνε φροντίσει ούτε να έχει καύσιμα το ελικόπτερο.

Τα σκληρά καρύδια (από Παπαντώνης, 03/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πορνίδια ανωτάτου βαθμού, που είναι ικανά πράξεις απύθμενης πουτανιάς. Χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις.

Είναι κάτι όπως η έκφραση το ιδιαζόντως ειδεχθές για τα εγκλήματα, μόνο που αναφέρεται σε τσούλες.

- Μα αν είναι δυνατόν, να τριφτεί στον πατέρα μου και μετά να έρθει να μου πει από πάνω, ότι της την έπεσε κιόλας! Και εγώ πήγα και την πίστεψα ο μαλάκας!
- Εγώ σου έλεγα ότι είναι πόρνη του ελέους και του σκότους, αλλά εσύ δε με πίστεψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νιώθω μεγάλη αηδία ή φρίκη.

(Σ.ς.: Προσοχή, ποτέ έντερα).

- Θράσος «αντάρτη κο-κο-κο», νενέκου, που σου γυρίζει τ' άντερα.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε περιπτώσεις που κάποιος βρίσκει τον όμοιό του. Κάτι παρόμοιο με το «βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ».

Προέρχεται μάλλον από την αντίστοιχη τουρκική παροιμία «τεντζερέ γιουβαρλαντούμ καπακγί μπολντού».

Ρε παιδί μου, αυτοί οι δυο είναι τάλε κουάλε. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα προέρχεται από τις γνωστές αργκό φράσεις σένιος και πένα τροποποιημένες κατά την μάγκικη ορολογία.

Σημαίνει κάποιον ή κάτι πολύ περιποιημένο, προσεγμένο, κυριλέ.

  1. «Και με σενιέ-πενιέ [κουστουμιά]. Πόσο ΑΡΧΟΝΤΑΣ είσαι ρε ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΕ!»

  2. [...]- Πω πω ρε φίλε γαμάτο! Και θα παίρνουμε και κρέατα από την Ελλάδα ε;
    - Ναι ρε από τον γαμπρό μου! Θα μας τα στέλνει έτοιμα σενιέ-πενιέ σου λέω! Κεμπαπάκια πλασμένα όλα τίγκα![...]

  3. «[...]Η κα Χαριτωμένη- Σενιέ πενιέ -ηλικιωμένη-με απορίες άλυτες, ούρλιαζε: »Εξηγήστε μου σας παρακαλώ, το τεράστιο αυτό ποσό!«[...] »

  4. «[...]φευγω για πραγα στην οποια νοικιασαμε διαμερισμα nove mesto, σενιε πενιε με 378/4=95 ατομο».[...]

Όλα τα παραπάνω από το δίχτυ.

σενιάν-πεινιρλί... (από MXΣ, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... να πάρει γεύση από σκέψη.

Μ' άλλα λόγια σκέφτομαι πριν μιλήσω, μιλώ αφού έχω κάνει έστω μια ελάχιστη ανάλυση των δεδομένων, με λογικό ειρμό, ακόμα και αν τελικώς αποδειχθώ λάθος.

Η έκφραση κυρίως χρησιμοποιείται σαν ειρωνική και επιθετική προτροπή σε κάποιον που λέει ό,τι νά 'ναι. Ή σε αυτόν με τον οποίο διαφωνούμε για να υποβαθμίσουμε την διανοητική του επάρκεια.

Βλ. και εγκεφαλοκλάνι. Αντίθετο: βουτώ τη γλώσσα στον κώλο.

  1. Από εδώ:

Λοιπόν βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου πριν μιλήσεις γιατι είναι κρίμα να χαλάσουμε το τόπικ των παιδιών επειδη εσυ δεν σκέφτεσαι.

  1. Από εδώ:

Ποιος ειναι πολυ μικρος;ο Μιχαλης; αχαχαχαχαχαχαχαχααχαχαχαχα! Ρε βουτατε την γλωσσα στο μυαλο πριν πειτε την μαλακια σαςΡομπα γινεστε! Απειρα respect στον B.D FOXMOOR!Ειναι ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο την πρόταση «(Να) το χαρώ», με αλλαγή θέσης του άρθρου. Γλυκιά προσφώνηση, συνήθως σε μικρά παιδιά και όχι μόνο.

Χρησιμοποιείται και σε όμορφα κορίτσια και ως «Χαρωτάκι».

  1. - Έλα χαρώτο να φας το φαγάκι σου μην κρυώσει.

  2. - Χαρώτο γω ένα κουκλάκι που 'χω 'γώ.

  3. - Κοίτα μια κούκλα εκεί...
    - Πού;; Πω Πω ενα χαρωτάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να περιγράψουμε κάποιον, ο οποίος ενώ δηλώνει, είτε λεκτικά, είτε με την συμπεριφορά του, τον βαθμό μαγκιάς του, στην ουσία είναι φλούδας και φανφάρας με ούτε ένα δράμι μαγκιάς επάνω του.

- Μαλάκα μην τυχόν και πειράξει την Τούλα, γιατί είναι η έτσι του Μεγάλου!!!
- Σιγά τον μάγκα! Μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι διοικητικά, χωρίζονταν κατά Οίκους (Ojaks) με επικεφαλής εκλεγμένους ή κληρονομικώ δικαίω Μπέηδες (τούρκικα: bey απ' το τουρκοτατάρικο beğ) και κάθε Οίκος αποτελούνταν από Οικογένειες (Semsele) με επικεφαλής Αγάδες (τούρκικα: agha ή ağa) ή Μπέηδες.

Δεν είμαι σε θέση να εξακριβώσω αν και κατά πόσο το Semsele σχετίζεται ετυμολογικά με το πολυσήμαντο τούρκικο silsile: αλυσίδα, ακολουθία, καταγωγή, διαδοχή, γενεαλογική σειρά.

Ο όρος λοιπόν σημαίνει το σόι, τη φάρα, την οικογένεια συχνά και με πιο ευρεία έννοια. Χρησιμοποιείται με αρκετή δόση ειρωνείας υπονοώντας τόσο τη βαβούρα, όσο και τα μπερδεμένα αισθήματα που μας προκαλούν όλοι όσοι σχετίζονται με μας μόνο με κάποιο βαθμό συγγένειας και τίποτε άλλο, αφού οι κοινωνικές συμβάσεις επιβάλλουν μια κάποια συμπεριφορά που όταν δεν είναι αυθόρμητη, δημιουργεί, ενίοτε, κάτι σαν ενοχές.

Παίζει και η φράση (όλο) το σόι και το σιμσελέ με την έννοια: οι πάντες όλοι συγγενείς, μικροί-μεγάλοι, κοντινοί και πιο μακρινοί.

Ήδη γνωστό στο σάιτ από το γαμώ το σεμσελέ μου του iwn, το ανέλαβα απ' το ΔΠ κατά παραγγελία του ΜΧΣ για την ετυμολογία.

  1. Την ημέρα των εγκαινίων του νέου δημαρχιακού μεγάρου της Θεσσαλονίκης, είχα τη φαεινή ιδέα να παραστώ στην τελετή (...) Στην πλευρά του δημαρχείου, όλο το «σιμσελέ» της Θεσσαλονίκης, οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αρχές του τόπου, και πλήθος χειροκροτητών, περίεργων περαστικών και επίδοξων καταδρομέων του μπουφέ, που είναι εκ των ουκ άνευ σε αυτές τις περιπτώσεις. Στην απέναντι πλευρά, διαμαρτυρόμενοι πολίτες, υπό κομματικά πανό αλλά και ανεξάρτητοι, με ποδήλατα, σκυλιά, έξυπνα συνθήματα που παρέπεμπαν στο οικονομικό σκάνδαλο, στην τσιμεντοποίηση και άλλα.

  2. Περπατούν προσεκτικά, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους στον οικείο εκλογικό τους δρόμο. Ναι, στο δρόμο για το σχολειό της γειτονιάς, το περικυκλωμένο από τους ενοχλητικούς υποψήφιους και το σεμσελέ τους (σου προτείνουν –θες, δε θες– βιογραφικό ή ψηφοδέλτιο ή αναπτήρα), με πνευματικές λειτουργίες που βρίσκονται σε εγρήγορση.

(Απ' το δίχτυ)

  1. — Πώς τα περάσατε;
    — [Μμμ]μ… Τι να σου πω!! Όλο το σόι και το σιμσελέ παραταγμένο να ξεμετράει ο ένας τον άλλον!!
    — Άστην να λέει την αδερφή σου! Μια χαρά ήταν. Πώς να 'ρθεις κι εσύ ακοινώνητε!
    — Δε χάζεψα!!

(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified